Ν. Στραβελάκης: ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ: Δύο οικονομικά προγράμματα – μία λογική
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τις τελευταίες μέρες παρελαύνει, ύστερα από πολύ καιρό, στα κανάλια ο υπουργός Οικονομικών κ. Τσακαλώτος, σε μια προσπάθεια, μαζί με ανθυποψηφίους του της ΝΔ, να δημιουργήσει διλήμματα στο εκλογικό σώμα για τα οικονομικά προγράμματα ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Φαινομενικά, το πεδίο δεν θα έπρεπε να θεωρείται πρόσφορο αφού αμφότεροι έχουν αποδεχτεί το πλαίσιο της ΕΕ, των Μνημονίων και της ενισχυμένης εποπτείας.
Όμως, μπρος στην αγωνία τους να διαφοροποιηθούν ο ένας από τον άλλον, οι μονομάχοι της φακής έκαναν την καρδιά τους πέτρα και μία βδομάδα πριν από τις εκλογές αποφάσισαν να συζητήσουν για την οικονομία. Ας δούμε τα επιχειρήματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η πολιτική του διαφέρει από εκείνη της ΝΔ διότι επιδιώκει τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους που θα προστατεύσει τους οικονομικά αδύναμους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το κοινωνικό κράτος επιδιώκει να το χτίσει από τα υπερπλεονάσματα των Μνημονίων. Δηλαδή, εφαρμόζοντας μια πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας, υψηλής, κυρίως έμμεσης, φορολογίας, θα δημιουργήσει τον δημοσιονομικό χώρο για την αναδιανομή σε όφελος των χαμηλών εισοδημάτων. Η αναδιανομή θα δημιουργήσει αύξηση της κατανάλωσης, οικονομική μεγέθυνση, νέα υπερπλεονάσματα, που θα φέρουν νέα επιδόματα και πάει λέγοντας.
Ωραίο ακούγεται, αλλά, όπως όλα τα ευφάνταστα σχέδια παράκαμψης των καπιταλιστικών σχέσεων, ανεδαφικό. Ο λόγος είναι ότι η ελληνική οικονομία, παρά την κατάρρευση μισθών και συντάξεων τα χρόνια των Μνημονίων, παραμένει μια οικονομία με ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Με το που εμφάνισε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, αμέσως το εμπορικό ισοζύγιο, από ισοσκελισμένο την εποχή της ύφεσης, γύρισε ελλειμματικό.
Το αποτέλεσμα ήταν στην πρόσφατη τρίτη έκθεση της ενισχυμένης εποπτείας η Κομισιόν να αποφανθεί ότι όχι μόνο υπερπλεόνασμα δεν υπάρχει, αλλά λείπουν 2,2 δισ. από το πλεόνασμα του 2019. Έτσι, αντί για επιδόματα μάλλον πάμε για νέα μέτρα, αφού οι δανειστές απειλούν να ενεργοποιήσουν τον «κόφτη» από Σεπτέμβρη.
Είναι η λογική κατάληξη μιας πολιτικής που επιδιώκει να δημιουργήσει μεγέθυνση μέσα από αναδιανομή εισοδήματος εντός της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε μια αδύναμη καπιταλιστική οικονομία. Γιατί δεν είναι τίποτε άλλο τα πλεονάσματα/επιδόματα του ΣΥΡΙΖΑ από έμμεσους φόρους που καταβάλλει η κοινωνία, εισπράττουν για τόκους οι δανειστές και αν περισσέψει κάτι το καταναλώνουν τα φτωχότερα στρώματα. Η ΝΔ πάτησε πάνω στο τελευταίο για να ξαναπλησιάσει μεσαία στρώματα που συμπιέζονταν από την κρίση και έβρισκαν θελκτική τη ρητορική της Ακροδεξιάς. Με μια πολιτική που θυμίζει Ρίγκαν το 1980 διακήρυξε την περικοπή φόρων ως το διαβατήριο για την οικονομική μεγέθυνση.
Όμως, παρόλο που η πολιτική αυτή επιχειρήθηκε να πλασαριστεί ως μηχανισμός προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από προσπάθεια ενίσχυσης της κατανάλωσης. Άλλωστε η ίδια η ορθόδοξη οικονομική θεωρία από την εποχή του Ricardo θεωρεί τον φόρο «αναγκαστική αποταμίευση».
Το σκεπτικό της ΝΔ δεν είναι άλλο από την αύξηση της κατανάλωσης, αυτήν τη φορά των μεσαίων στρωμάτων, λόγω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Αυτό μας διδάσκει και η εμπειρία από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στις ΗΠΑ και τη Βρετανία τη δεκαετία του 1980 – 1990. Ήταν μια περίοδος αύξησης της κατανάλωσης και εκτόξευσης του δανεισμού, ιδιωτικού και δημόσιου, που εντέλει πυροδότησε και την τρέχουσα μεγάλη οικονομική κρίση. Το αδιέξοδο της πολιτικής της ΝΔ είναι ταυτόσημο με εκείνο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ήδη ο κ. Μητσοτάκης έχει μαζέψει τα περί φοροαπαλλαγών και τα έχει παραπέμψει σε βάθος χρόνου, δηλαδή στις ελληνικές καλένδες.
Όλοι αναγνωρίζουν πλέον ότι λόγω των δομικών εμπορικών ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας οι ρυθμοί μεγέθυνσης φέτος δεν θα ξεπεράσουν το 1,5%, έναντι πρόβλεψης 2,3%, και αυτό είναι απόδειξη του αδιεξόδου των μνημονιακών πολιτικών τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ.
Πριν από λίγες μέρες, η τράπεζα HSBC, στην ετήσια έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, είπε ευθαρσώς ότι η οικονομική μεγέθυνση δεν θα ξεπεράσει το 1,7%, ενώ η ανάκαμψη απαιτεί ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 4%. Όμως δεν είναι μόνο τα δομικά στοιχεία της ελληνικής κρίσης που οδηγούν σε αδιέξοδο τα οικονομικά προγράμματα των δύο μονομάχων της φακής.
Η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία φαίνεται ανίκανη να ξεπεράσει την κρίση που ξεκίνησε το 2008. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ήδη την πρόθεσή της να επαναφέρει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ ο απερχόμενος πρόεδρός της κ. Ντράγκι έσπευσε να τονίσει ότι απαιτούνται επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές από τις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες. Είναι η πρώτη ανοιχτή ομολογία αποτυχίας της πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας και νομισματικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωζώνη την τελευταία δεκαετία.
Στους σημερινούς συσχετισμούς και με αυτά τα οικονομικά προγράμματα, οι αριστεροί και οι ριζοσπάστες δεν έχουν να επιλέξουν κυβέρνηση στις εκλογές. Μπορούν να επιλέξουν όμως αντιπολίτευση και οι δυνάμεις της ΑΝΑΤΡΣΥΑ φιλοδοξούν να τους πείσουν ότι μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο.