Εμείς και η ΕΕ (IV): Τύχη αγαθή
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Στα κείμενα που αφορούν τις αλλαγές της άσκησης της πολιτικής στη σχέση μας με την ΕΕ, ώστε με τη βοήθειά της να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που μας κληρονόμησε η κρίση, είχε σειρά σήμερα η αλλαγή του αλγορίθμου που αφορούσε το δημόσιο χρέος και τη δημόσια οικονομική πολιτική. Όσο κι αν προσπάθησαν οι κυβερνήσεις από το 1990 μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007, η Συμφωνία του Μάαστριχτ και οι χαλαροί δημοσιονομικοί κανόνες σε συνάρτηση με την επιθυμία για οικονομική ανάπτυξη σε ζώνη σταθερού νομίσματος πέτυχαν μεν να διατηρήσουν τη σχέση δημοσίου χρέους/ΑΕΠ σταθερή, αλλά απέτυχαν να τη μειώσουν σε αποδεκτά για το Μάαστριχτ επίπεδα (60%).
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η Συμφωνία του Μάαστριχτ απεδείχθη υπερβολικά χαλαρή για την προ κρίσης ομαλή περίοδο, αφού στην ουσία ήταν μια «συμφωνία κυρίων». Η κρίση άλλαξε τα δεδομένα και τους μηχανισμούς. Από Μνημόνια και αρνητικά επιτόκια μέχρι ποσοτικές χαλαρώσεις. Από ΔΝΤ και τριμηνιαίους δημοσιονομικούς ελέγχους μέχρι «κόφτες» και ενισχυμένη εποπτεία.
Το δημοσιονομικό πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε ο κ. πρωθυπουργός αποτέλεσε σύμπτωση αλλά και ευκαιρία για το σημερινό κείμενο, καθώς αναδεικνύει πόσο σημαντική είναι η ζωή μας μέσα στο ευρώ. Ανεξαρτήτως αν η πολιτική ηγεσία της χώρας έχει καταλάβει τη νέα τάξη πραγμάτων που ισχύει εδώ και χρόνια στην ΕΕ, ανεξαρτήτως αν ακόμη νομίζει ότι ζούμε σε μια οικονομική και όχι σε νομισματική ένωση, ανεξαρτήτως αν χώρες –κυρίως η Ελλάδα– παρακολουθούνται στενά στη δημοσιονομική τους πειθαρχία, η πραγματικότητα είναι μία και μοναδική.
Η μετά κρίσης ΕΕ δεν πρόκειται να επιστρέψει στην προ κρίσης περίοδο, κυρίως ως προς τη ρευστή δημοσιονομική πειθαρχία. Οι κανόνες είναι αυστηροί και οι πρωθυπουργοί των χωρών-μελών δεν έχουν ανεξέλεγκτους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση των κανόνων που ορίζουν οι οδηγίες. Ιδιαίτερα μάλιστα κάποιοι που είχαν συνηθίσει διαφορετικά καλό είναι να τις έχουν διαβάσει πριν εισηγηθούν μέτρα, εκτός των εγκεκριμένων από την Επιτροπή και το Eurogroup εθνικών προϋπολογισμών. Όταν τα δημόσια οικονομικά μιας χώρας-μέλους μολύνουν τα δημόσια οικονομικά της άλλης, όταν όλοι ζούμε στην ίδια βάρκα που λέγεται ευρώ, ας ξεχάσουμε πλέον τις «υπό διαπραγμάτευση ισορροπίες».
Υπάρχει η ψευδαίσθηση στην πολιτική ηγεσία της χώρας ότι μπορούμε ακόμη να λειτουργούμε με τους εθνικούς πολιτικούς κύκλους. Μαζεύουμε χρήματα την περίοδο μετά τις εκλογές και ξοδεύουμε πριν. Νομίζουν ότι ο μόνος περιορισμός που ισχύει είναι να τηρούμε το συμφωνηθέν με τους πιστωτές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Λάθος, γιατί αν ίσχυε η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση, τότε ούτε όλες οι χώρες μέλη της Ευρωζώνης θα περίμεναν έγκριση του προϋπολογισμού τους πριν αυτός εγκριθεί από τα εθνικά τους κοινοβούλια και ούτε η εκτέλεσή τους θα ελεγχόταν, για κάποιες ανά τρίμηνο και για τις υπόλοιπες ανά εξάμηνο. Τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε προ του 2007, αφού οι αλλαγές έγιναν με αφορμή την κρίση.
Όπως είχαμε αναφέρει λοιπόν, η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη μετά την κρίση επέβαλε αλλαγή στον αλγόριθμο που οι προ κρίσης μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν για την άσκηση πολιτικής. Σχεδίαζαν και εκτελούσαν προϋπολογισμούς με βάρκα την ελπίδα και το άμεσο πολιτικό όφελος. Κανείς πολιτικός δεν γνώριζε ή δεν σεβάστηκε τη σχέση χρέος προς ΑΕΠ.
Και επειδή αντιλαμβάνομαι ότι θα υπάρξει κάποιος αναγνώστης που θα συνδυάσει την αυστηρότητα της πειθαρχίας με το ύψος του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ σήμερα, προλαβαίνω να αναφέρω ότι η αυστηρότητα ισχύει για όλους. Απλά για κάποιους, όπως εμείς, οι έλεγχοι και οι «κόφτες» είναι αυστηρότεροι.
Η ιδεολογία της εξόδου από τα Μνημόνια είναι φενάκη και καλό είναι, αφού το αντιληφθούν όσοι ασχολούνται με τα δημόσια οικονομικά, να ενημερώσουν έγκαιρα τους μη ασχολούμενους. Ιδιαίτερα πριν από τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Υπενθυμίζουμε, για παράδειγμα, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την ΕΕ για να διατηρήσει την ανεξαρτησία του στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης αναδεικνύουν πόσο πίσω είμαστε από το να κατανοήσουμε τη μελλοντική μας σχέση με την ΕΕ. Λειτουργούμε με έναν αλγόριθμο που δεν είναι συμβατός με τον υπολογιστή που χρησιμοποιούν τα μέλη της Ευρωζώνης. Ο υπολογιστής είναι σύγχρονος και ο αλγόριθμος είναι εξαιρετικά απαρχαιωμένος. Ο παλαιός αλγόριθμος δεν αντιλαμβάνεται τη σχέση προϋπολογισμού με τη φερεγγυότητα της χώρας.
Σε αντίθεση, ο νέος και την υπολογίζει και την επιβάλλει. Όταν ο κίνδυνος αφερεγγυότητας της χώρας μεγαλώνει και η απόδοση των ομολόγων της χώρας στην αγορά αποκλίνει από την τάση των υπολοίπων, η ρευστότητα περιορίζεται και η κυβέρνηση, αν δεν αυτοπεριοριστεί, περιορίζεται υποχρεωτικά. Με ή χωρίς Μνημόνια, η ύφεση στην οικονομία είναι η μόνη εναλλακτική λύση στις αφερέγγυες κυβερνήσεις .
Μετά την κρίση η ΕΕ, για να αντεπεξέλθει στην παγκόσμια ανισορροπία, οχυρώθηκε θεσμικά σε χρόνο ρεκόρ. Ισχυροποιήθηκε έναντι των οικονομικών διαταραχών του μέλλοντος. Όσο πέφτουν τα σύνορα, τόσο οι ευθύνες κοινωνικής αλληλεγγύης αλλάζουν μορφή. Όσο άλλοτε τα στενά εθνικά όρια ήταν ικανά να προσδιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας των κυβερνήσεων, τόσο σήμερα οφείλουμε ως κοινωνία να αντιληφθούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε ριζικά το λειτουργικό μας σύστημα.
Για την κυβέρνηση δεν έχει καμιά σημασία αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης εγκρίνουν ή απορρίπτουν τα σχέδια περί παροχών και δαπανών. Ούτε αν οι «μεταμνημονιακές» προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης είναι συμβατές με την ιδεολογική θέση που εκπροσωπούν οι ίδιοι ή οι αντίπαλοί τους. Το θέμα είναι αν εγκρίνονται από το Eurogroup. Το θέμα είναι αν μετά τις νέες επιλογές μας είμαστε συμβατοί με την έγκριση που μας δόθηκε τον Δεκέμβριο του 2018. Και αν όχι, μας ελέγχουν στο κατά πόσο η δική μας ανεξαρτησία μολύνει τους άλλους.
Τύχη αγαθή λοιπόν. Όπως ακριβώς πριν από δέκα χρόνια η χώρα δεν δέχθηκε να προσαρμόσει ταχύτατα τον αλγόριθμο λειτουργίας της και παρέμεινε στην υποβάθμιση, έτσι και σήμερα αξιοποιούμε ξεπερασμένες τακτικές διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, σε ισχύ όμως κατά την προ ευρώ προεκλογική περίοδο. Παίζουμε τη διαπραγματευτική μας ισχύ σχεδόν στα ζάρια, τη στιγμή που, αντίθετα, μπορούμε να επιλύσουμε τεραστίου ενδιαφέροντος γεωπολιτικά θέματα.
Η ζωή συνεχίζεται ως και αν οι ευρωεκλογές δεν είναι ένα κυρίαρχο βήμα προς την επιβεβαίωση ή την απόρριψη της αξιοπιστίας της χώρας στη χρήση ενός συμβατού, σε σχέση με τον ισχύοντα για τους άλλους εταίρους, αλγορίθμου.
Εξηγήσαμε αρκετά διεξοδικά την αναγκαιότητα αλλαγής, σήμερα, του αλγορίθμου στην άσκηση της δημοσιονομικής λειτουργίας της χώρας. Εξηγήσαμε πόσο ανέφικτο είναι να θεωρούν η σημερινή και οι μελλοντικές κυβερνήσεις ότι μπορούν να αυξάνουν έσοδα και δαπάνες, αρκεί να τηρούν το πλεόνασμα του 3,5%. Εξηγήσαμε πόσο σημαντική παραμένει, ως μοναδικό κριτήριο για τους υπολοίπους στην Ευρωζώνη, η φερεγγυότητα της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Εξηγήσαμε, για να μην πούμε τίποτα πιο αυστηρό, ότι ακόμη και σήμερα, παρόλο που κάνουμε τα στραβά μάτια, το τραπεζικό μας σύστημα είναι στην κόψη του ξυραφιού και η ευθύνη αφορά σε μεγάλο ποσοστό τη δημόσια διοίκηση. Εξηγήσαμε γιατί με αυτήν τη δημοσιονομική παράκρουση των προεκλογικών ανισορροπιών ο νέος αλγόριθμος λειτουργίας της ΕΕ δεν ταυτίζεται με τον εθνικό. Έχουμε αποδεδειγμένα προβλήματα συμβατότητας. Εξηγήσαμε άπειρες φορές ότι επιστροφή της ΕΕ στην προ κρίσης δημοσιονομική λειτουργία των μελών της Ευρωζώνης είναι μία φενάκη.
Το ερώτημα παραμένει: Τι θεωρεί η κυβέρνηση όταν πεισματικά αρνείται να αντιληφθεί τους περιορισμούς της, ότι θα αλλάξει η ΕΕ;