Ν. Γ. Χαριτάκης: Εμείς και η ΕΕ (ΙΙΙ): Από προικοθήρες σε χρυσοθήρες
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Η μακρόχρονη αναπτυξιακή πορεία της χώρας στην προ κρίσης περίοδο, αυτή που της έχουμε αποδώσει το προσωνύμιο «μετεμφυλιακή», χαρακτηρίζεται από μια σημαντική οικονομική βοήθεια αρχικά από τις ΗΠΑ και στη συνέχεια από την ΕΕ. Τα αποτελέσματα, αν και εντυπωσιακά, αξιολογώντας τα με μέτρο το ΑΕΠ, δημιούργησαν κυρίως λόγω της μακροβιότητας της εξωτερικής συνδρομής μία ουσιαστική συλλογική αυταπάτη.
Ένα μεγάλο τμήμα του λαού διατηρεί ζωντανή την πεποίθηση ότι θα υπάρχει πάντοτε «ο καλός Θεός». Είτε για να συμβάλλει είτε για να εγγυάται την προοπτική της χώρας. Με άλλα λόγια, πολλοί από μας συμπεριφέρονται έναντι της ΕΕ ως προικοθήρες. Μια λογική που θεωρούμε ότι μας παρέχεται δικαιωματικά, αρκεί εμείς, σε αντίκρισμα, να συμφωνήσουμε σε κάποιες υποχωρήσεις.
Έχει παρατηρηθεί ότι σε πολλά κράτη, όπως και επιχειρήσεις, την επομένη μιας μεγάλης καταστροφής τα μέλη που τις εκπροσωπούν (ηγεσίες ή ομάδα διοίκησης) επιδεικνύουν μια μορφή οικειοθελούς τύφλωσης ή και υπεραισιοδοξίας έναντι ενός πλήθους από αντίθετα προς τις πεποιθήσεις τους μηνύματα. Έτσι, ενώ αν έβλεπαν ρεαλιστικά τα δεδομένα και οι ίδιοι, θα μπορούσαν να επιλέξουν ορθολογικά κάνοντας άλλες εκτιμήσεις για το μέλλον, προκύπτει ότι επιλεκτικά αποφεύγουν τις «κόκκινες σημαίες».
Από τις φούσκες των αγορών μέχρι τη μανιακή συμπεριφορά, είναι συχνό το φαινόμενο να αρνούνται κοινωνικές ομάδες εμφατικά να αντιληφθούν ότι έχουν ενταχθεί οικειοθελώς σ’ ένα πλαίσιο αυτοαπάτης. Πόσοι δεν ήταν εκείνοι, για να μην αναφερθούμε και στο σήμερα, που στην απαρχή της μνημονιακής περιόδου πίστευαν ότι οι πολιτικές των Μνημονίων δεν επρόκειτο να εφαρμοστούν στο ακέραιο ή ότι πολύ σύντομα θα ερχόταν μια διαφορετική πολιτική ηγεσία που θα άλλαζε τα ήδη θεσμοθετημένα, επαναφέροντας την κοινωνία στο παρελθόν;
Έτσι και μαζί μας. Έπειτα από μία μεγάλη περίοδο της μεταπολεμικής μας ιστορίας, όπου οι προσδοκίες μας, από λίγο ως πολύ, δικαιώνονταν προκαταβολικά, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την κρίση του 2008. Τότε μας ζητήθηκε να απαντήσουμε στο δίλημμα: Είτε δεχόμαστε τις αρνητικές επιπτώσεις της ωμής πραγματικότητας και συμπεριφερόμαστε με ρεαλισμό, είτε συνεχίζουμε να διατηρούμε την άποψη που άλλοτε υποβάθμιζε και άλλοτε αγνοούσε τους κινδύνους μιας υπεραισιόδοξης απόφασης. Μετά την κρίση ο ρεαλισμός παρέδωσε τα όπλα στην άγνοια κινδύνου.
Στη συνέχεια εύκολα η συλλογική αυταπάτη ήρθε και πήρε τη μορφή της ιδεολογίας. Ήταν η στιγμή που η ιδεολογία λειτούργησε ως συλλογική και διατηρήσιμη παραμόρφωση της πραγματικότητας, φαινόμενο που επιβεβαιώθηκε στις πρόσφατες πολιτικές επιλογές.
Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα των κυβερνήσεων, όπως και των επενδυτών, να παραπλανούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους δημιουργώντας περιοδικές ενισχύσεις της κοινωνικής ευφορίας, που δυστυχώς στο τέλος οδηγούν σε δάκρυα, ας εξετάσουμε πώς θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τον αλγόριθμο της σχέσης μας με την ΕΕ, έχοντας πάντοτε ως στόχο την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργούνται από αυτήν και όχι πλέον μέσω της προικοθηρίας.
Η μετά την κρίση σχέση με την ΕΕ χαρακτηρίζεται από συλλογική επιθυμητή άγνοια, αφού εκ των προτέρων ένα μεγάλο τμήμα του λαού αποφεύγει ορθολογικά να δεχθεί κακές ειδήσεις, είτε στηριζόμενοι στην υπεραισιοδοξία των άλλων είτε εκφράζοντας μία εκ των υστέρων συλλογική άρνηση να αντιληφθούν την παραμόρφωση των πεποιθήσεών τους. Απτά παραδείγματα, η άποψη που θέλει τη χώρα να μην έχει πτωχεύσει μετά την κρίση ή εκ των υστέρων να ζούμε με την παραμορφωμένη πεποίθηση ότι αναίμακτα θα οδηγηθούμε στην ανάπτυξη.
Κυρίαρχη στρατηγική αλλαγή στον αλγόριθμο που προσδιορίζει τη σχέση μας με την ΕΕ είναι να αντιληφθούμε τα συμπληρωματικά στοιχεία που καθιστούν τη σχέση αναγκαία και για τα δύο μέρη. Σε αντίθεση με την αντιπαλότητα, στην οποία βασίστηκε η λογική της «προικοθηρίας» –δικαιωματική απαίτηση–, ο ρεαλισμός σήμερα επιβάλλει να γίνει η σχέση μας με την ΕΕ έντονα συμβιωτική. Για παράδειγμα, την περίοδο που οι αρχές του ελευθέρου εμπορίου αναπροσαρμόζονται και ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας αναβαθμίζεται είναι σκόπιμο οι επιδιώξεις μας να μην προσβλέπουν σε ανταλλάγματα για περιορισμό των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, αλλά σε ανάδειξη των κοινών ωφελημάτων από τη δημιουργία ανοικτών συνόρων.
Από τη στιγμή που γίνει κατανοητό ότι η χώρα αποτελεί πύλη εισόδου της ευρωπαϊκής ενδοχώρας, η επιλογή των οικονομικών σχέσεων οφείλει να είναι κοινή με την ΕΕ και όχι αποκλειστικά εθνικά επωφελής. Οι δυνατότητες και προοπτικές που προκύπτουν μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο εάν αναδειχθούν οι συμπληρωματικότητες στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Το θέμα των διαρθρωτικών αλλαγών και μαζί μ’ αυτό το θέμα της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής αποτελεί μια άλλη διάσταση του ίδιου προβλήματος. Η επιμονή στις ιδεοληψίες του προ κρίσης ιστορικού κόσμου δημιουργεί μη ρεαλιστικές αγκυλώσεις. Κυρίαρχη στρατηγική σε σχέση με τις συγκεκριμένες δύο αναγκαιότητες είναι η μεγαλύτερη αποδοχή των πληροφοριών που τις αφορούν.
Το πλήθος των πολιτών που αντιλαμβάνεται και αποδέχεται θεμελιωμένη πληροφόρηση που αφορά έννοιες, όπως, για παράδειγμα, διαρθρωτικές αλλαγές ή ανταγωνιστικότητα, αποτελεί σημαντική μειονότητα. Είναι αναγκαίο λοιπόν ο αλγόριθμος που προσδιορίζει τη σχέση με την ΕΕ να επικεντρωθεί στην παροχή πληροφοριών που συνδέουν τις συγκεκριμένες αλλαγές με την επιβίωσή μας στα πλαίσια της ΕΕ. Είναι τελείως διαφορετικό να θεωρούμε ότι η ΔΕΗ, για παράδειγμα, μπορεί να επιβιώσει έπειτα από αλλεπάλληλες στρεβλώσεις της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας όταν λειτουργούμε στο κλειστό περιβάλλον της χώρας και τελείως διαφορετικό αν εντάξουμε τη ΔΕΗ στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.
Τελευταία αναγκαία στρατηγική στον προσδιορισμό της σχέσης μας με την ΕΕ, ώστε να αποδεσμευθούμε και από τις αγκυλώσεις της κρίσης, είναι η δημιουργία ενός διαλόγου που θα ανατρέψει την παραμόρφωση των πεποιθήσεων. Προέχει η παρέμβαση στην ιδεολογία που συλλογικά παραμορφώνει την πραγματικότητα. Αν γίνει κατανοητό ότι οι αρχές και οι αξίες που θα προσδιορίζουν το μέλλον της χώρας δεν θα είναι αριστερές ή δεξιές, αλλά ευρωπαϊκές, εύκολα θα γίνει αποδεκτή και η προοπτική της χώρας στα σύγχρονα πλαίσια της αποτελεσματικότητας.
Από τη στιγμή που η χώρα λειτουργεί και υπάρχει στο διευρυμένο πλαίσιο της ΕΕ, η ουσία του διαλόγου προκύπτει από τη στρατηγική των παρατάξεων και όχι από την ιδεολογική τους ταυτότητα. Στις κοινές αξίες οι πολιτικές προσδιορίζονται σε συνεργασία με τους εταίρους και όχι σε αντιπαλότητα μαζί τους. Οι παραμορφώσεις των ιδεολογιών έχουν υποβαθμιστεί από την αναγκαιότητα των μεγάλων υπερεθνικών συλλογικοτήτων. Όσο ταχύτερα το αντιληφθούμε, τόσο ευκολότερα θα περάσουμε στην ανάπτυξη.
Συνοψίζοντας, οι αλλαγές που απαιτούνται στον αλγόριθμο με σκοπό την άρση των εμποδίων που δημιούργησε η μακρόχρονη προικοθηρία απαιτεί συμπληρωματική σχέση της χώρας με την υπόλοιπη ΕΕ, εντός του γεωπολιτικού της περιβάλλοντος. Επιπρόσθετα, απαιτεί τη δημιουργία ενός πλαισίου που θα συνδράμει τους πολίτες στο να αντιμετωπίζουν ρεαλιστικά τη διάχυτη πληροφόρηση. Τέλος, απαιτείται να αναπτυχθεί ένας υγιής διάλογος, έτσι ώστε να ξεκαθαριστεί η έννοια των ιδεολογιών ως συλλογικών, αλλά διατηρήσιμων παραμορφώσεων της πραγματικότητας.