Ν. Γ. Χαριτάκης: Εμείς και η ΕΕ (ΙΙ): Η αντιγραφή δεν είναι πάντα μειονέκτημα
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Όπως δεσμευθήκαμε προ ημερών, σήμερα σκοπεύουμε να προτείνουμε τρεις εφικτές αλλαγές στον αλγόριθμο που προσδιορίζει τη σχέση της χώρας με την ΕΕ. Στόχος της αναβάθμισης που προτείνουμε είναι να οδηγηθούμε σε σημαντική ποιοτική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του Δημοσίου.
Η επιβεβαίωση της χαμηλής ποιότητας δεν ήταν ποτέ ένα δύσκολο έργο. Προκύπτει αβίαστα από τις αλλεπάλληλες ποινές που μας επιβάλλουν οι κοινοτικοί θεσμοί, τις καθυστερήσεις των εφαρμογών των διοικητικών αποφάσεων, από την αποπληρωμή των εγγυήσεων στις σχέσεις δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στη χρηματοδότηση κοινοτικών πόρων από το Δημόσιο κ.ά.
Αβίαστα προκύπτει όμως και από την επίπτωση της ανασφάλειας δικαίου στην οικονομική ανάπτυξη, με τυπικό φαινόμενο την ανευθυνότητα που επιδεικνύουν οι δημόσιοι ελεγκτές (π.χ. επιθεώρηση εργασίας, φορολογικές αρχές ΚΑΣ, για να αναφέρουμε τυχαία ορισμένες) στην εκτέλεση του έργου τους.
Πηγή των δεινών είναι η εσφαλμένη αντίληψη των διαχειριστών της δημόσιας ευθύνης –από την κυβέρνηση και τους βουλευτές μέχρι τον τελευταίο υπάλληλο– ως προς το δημόσιο συμφέρον. Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση «δίκαιο είναι το δίκαιο του εργάτη», θεωρούν ότι το δίκαιο στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος είναι το δίκαιο των δημοσίων λειτουργών. Το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται στο μυαλό πολλών με τις αποφάσεις και τις ενέργειες του διαχειριστή του.
Η άποψη αυτή είναι σε αντίθεση με την ιδιωτική επιχείρηση, η οποία υποχρεώνεται, είτε από την αγορά είτε από το κράτος, να αναλάβει στο ακέραιο το κόστος της ποιοτικής υποβάθμισης των υπηρεσιών της. Έστω και αν η αγορά θεωρεί ότι τα αεροπλάνα της Boeing, για παράδειγμα, είναι ασφαλή επειδή τα κατασκευάζει η Boeing, τη στιγμή που η ποιότητα αποδεικνύεται ότι δεν εξασφαλίζει τη φήμη ή τους ποιοτικούς κανονισμούς του Δημοσίου, η εταιρεία καταρρέει.
Οι επισημάνσεις που ακολουθούν αποβλέπουν στη βελτίωση της ποιότητας των δημοσίων υπηρεσιών, αξιοποιώντας γνώσεις και πρακτικές της αγοράς. Ως βάση έχουμε την παραδοχή ότι η χώρα είναι και παραμένει μέλος της ΕΕ. Το ότι είμαστε μέλος μας επιτρέπει να βελτιώσουμε την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, στόχος που δεν θα ήταν εφικτός αν δεν ήμασταν μέλη.
Ξεκινάμε με την υπόθεση ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και τα δημόσια αγαθά δεν παύουν να είναι υπηρεσίες και αγαθά προς τους χρήστες τους. Ανεξάρτητα από το ποιος τα παρέχει, ιδιώτες ή Δημόσιο, η ποιότητα είναι μονοσήμαντο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον πάροχο, είτε είναι ιδιωτική εταιρεία είτε δημόσια υπηρεσία (π.χ., ιδιωτικό ή δημόσιο σχολείο). Με δεδομένο λοιπόν ότι δεν ισχύει η άποψη «οι λαοί έχουν τις κυβερνήσεις που τους αξίζουν», ας προβληματιστούμε για τις πρακτικές εφαρμογές οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα χωρίς να επηρεάζουν το κόστος παραγωγής, μιας και το τελευταίο είναι και το ζητούμενο.
Ρωτάμε: Τι κάνει μία ιδιωτική επιχείρηση και πώς την ελέγχει η δημόσια διοίκηση, όταν και οι δύο θέλουν να αναβαθμίσουν την ποιότητα μιας παρεχόμενης υπηρεσίας που δεν είναι αναγνωρίσιμη από τον καταναλωτή (π.χ., η ασφάλεια ενός αυτοκινήτου ή η ασφάλεια των καταθέσεων στις τράπεζες); Κατ’ αρχάς δίνουν βάρος στη φήμη και το όνομα της εταιρείας. Τα προϊόντα μιας γνωστής εταιρείας είναι κατά τεκμήριο αξιόπιστα.
Επειδή όμως κανείς δεν είναι βέβαιος, οι κυβερνήσεις προσδιορίζουν και ελέγχουν προδιαγραφές (standards). Έτσι ώστε στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η εταιρεία δεν τηρεί τις προδιαγραφές να υποχρεωθεί να διορθώσει τη ζημία που δημιούργησε στον χρήστη. Στις ΗΠΑ οι μεγάλες εταιρείες καπνοβιομηχανίας ακόμη πληρώνουν – αποζημιώνουν για το καρκινογόνο προϊόν τους. Αν οι φυλακές ήταν σε ιδιωτική διαχείριση, δεν θα μιλούσαμε για «μαφία των φυλακών», γιατί το κόστος που δημιούργησε η μαφία θα το αναλάμβανε ο διαχειριστής. Αν παρατηρήσουμε παρέκκλιση στην ποιότητα των δημοσίων έργων (π.χ. από τις προδιαγραφές), ζητάμε άσκηση των συμβατικών δεσμεύσεων του κατασκευαστή.
Από τη στιγμή που υπάρχουν προδιαγραφές και υποχρεώσεις αποζημίωσης, η ποιότητα αλλά και ο δόλος μπορούν να ελεγχθούν, αρκεί να εφαρμόζονται οι νόμοι που εισάγουν προδιαγραφές. Με μία προϋπόθεση. Οι προδιαγραφές δεν πρέπει να προσδιορίζονται από εκείνους που θα τις ελέγξουν. Τι γίνεται όταν το Ελληνικό Δημόσιο προσδιορίζει και ελέγχει την εκτέλεση των προδιαγραφών; Απλώς ερμηνεύει το δικαίωμα, ανάλογα με το πώς το συμφέρει.
Είναι δυνατό να διαχωρίσουμε τη σχέση, αν θεωρούμε ότι με την παρέμβαση αυτή θα βελτιωθεί η ποιότητα; Ναι, αρκεί το Δημόσιο να επιδιώκει να είναι συνεπές με τις κοινοτικές αρχές και οδηγίες οι ισχύουσες προδιαγραφές. Προσαρμόζουμε τις προδιαγραφές και διατάξεις ώστε να μην είναι σε αντιπαλότητα με τη λογική και τις αρχές των Βρυξελλών. Μία πρώτη επισήμανση λοιπόν για διόρθωση του αλγορίθμου είναι να είναι οι ρυθμιστικές διατάξεις συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές των κοινοτικών προδιαγραφών. Να περνούν τη βάσανο των Βρυξελλών.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι η μοναδική διάταξη που ισχύει ταυτίζεται απόλυτα με τη λογική των Βρυξελλών, αλλά δεν εφαρμόζεται, ή η ταχύτητα εφαρμογής της, με δεδομένη τη διάσπαρτη σύγκρουση νόμων, αποφάσεων και πρακτικών, χρονίζει. Από τις ιδιωτικές σχέσεις γνωρίζουμε ότι τυπική διαδικασία επίλυσης διαφορών είναι η αποζημίωση. Μία δεύτερη μεταβολή στον αλγόριθμο λοιπόν θα ήταν να ισχύει και για το Δημόσιο η αρχή αποζημίωσης σε ταυτόσημη βάση με εκείνη του ιδιώτη. Ό,τι ισχύει στις ιδιωτικές σχέσεις να ισχύει και στο Δημόσιο. Ας αναλογισθούμε για λίγο πώς θα ήταν η ζωή μας αν η εφορία πλήρωνε, για παράδειγμα, τους φορολογούμενους με το ίδιο επιτόκιο που χρεώνει όταν διεκδικεί έσοδα από τους υπόχρεους. Πόσο ταχύτερα τότε θα προχωρούσαν οι φορολογικοί έλεγχοι σε συμβιβαστικές λύσεις;
Η ευθύνη αποζημίωσης θεωρούμε ότι θα πρέπει να αφορά το Δημόσιο και στον ελλιπή έλεγχο των προδιαγραφών. Το Δημόσιο οφείλει να είναι συνυπεύθυνο και να συμμετέχει στην αποζημίωση, είτε γιατί το ίδιο δεν παρέχει ποιοτικά προϊόντα είτε γιατί δεν ελέγχει την τήρηση των προδιαγραφών που το ίδιο έθεσε στους ιδιώτες για τα δικά τους προϊόντα. Αποζημιώνει στη συμμετοχή του για τις κακοτεχνίες στα δημόσια έργα, όπως αποζημιώνει και για την έλλειψη αντιπυρικής προστασίας στην ασφάλεια των πολιτών. Όπως ακριβώς αν πέσει ένα αεροπλάνο λογοδοτούν οι πάντες, ιδιώτης-κατασκευαστής και Δημόσιο, το ίδιο ισχύει για ευθύνες αποκλειστικά του Δημοσίου. Με ποια λογική ο ιδιώτης πληρώνει εξ ολοκλήρου την εγγύηση καλής εκτέλεσης του έργου όταν είναι και διαχειριστής (π.χ. «Ελευθέριος Βενιζέλος») και αν η ΔΕΗ δεν πληρώσει το δάνειο καταπίπτει η εγγύηση του Δημοσίου και το πληρώνει ο φορολογούμενος;
Ο αλγόριθμος της διοικητικής διαδικασίας διορθώνεται λοιπόν με τη συμβατότητά του σε σχέση με το κοινοτικό γίγνεσθαι, διορθώνεται εισάγοντας συνυπευθυνότητα ιδιωτικού και Δημοσίου στις αποζημιώσεις ως προς τις όποιες παρεκκλίσεις και διορθώνεται ως προς την επιλογή των προδιαγραφών εκεί που δεν είναι άμεσος ο προσδιορισμός τους. Στα δημόσια πανεπιστήμια των ΗΠΑ ο φοιτητής μπορούσε να διεκδικήσει αποζημίωση από το πανεπιστήμιο για την κακή παιδεία των καθηγητών του.
Ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο οι πρακτικές λύσεις είναι πολλές και εύκολες. Μία πρώτη επιλογή θα ήταν μετριόφρονα να αποδεχθούμε κάποια μέσα επίπεδα προδιαγραφών (π.χ. γνώσεων). Κάτι αντίστοιχο με την επαγγελματική πληρότητα στον έλεγχο των επαγγελματιών ή δεξιοτήτων, όπως στην άδεια οδήγησης. Σε υψηλότερο επίπεδο, εκεί που θέλουμε να αναλάβουμε ανεξάρτητη πρωτοβουλία στον προσδιορισμό των πρακτικών, ας αντιγράψουμε πρακτικές άλλων. Σημειώνουμε ότι η Γαλλική Βουλή, έπειτα από πρόταση του προέδρου της Γερμανικής Βουλής, ξεκίνησε μία συνεργασία των δύο οργάνων, ώστε έγκαιρα να συντονίζουν τη νομοθετική τους εξουσία, πριν βρεθούν σε αδιέξοδα σύγκρουσης εξουσιών.
Δεν είναι δύσκολο να παρακολουθούμε το νομοθετικό έργο των βασικών δύο κοινοβουλίων, ώστε να προσαρμοζόμαστε ανάλογα με τις εξελίξεις. Δεν κάνει ποτέ κακό να μελετά κάποιος τη βιβλιογραφία.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι αλλαγές που απαιτούνται για να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών είναι τρεις: Πρώτον, η ταύτιση εθνικών προδιαγραφών με ευρωπαϊκές. Δεύτερον, συνυπευθυνότητα Δημοσίου ως προς την ποιότητα, ώστε να είναι αντίστοιχη με εκείνη των ιδιωτών. Τρίτον, οργάνωση μηχανισμών δημιουργίας τεχνικών ανταλλαγής πληροφοριών με στόχο την άρση της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ χρηστών και παρόχων.
Πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργούμε με ανεξάρτητη δικαστική εξουσία.