Η κρίση, οι «Δον Κιχώτηδες» και η «Δουλσινέα» Φώφη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 εξελίσσονται σε παρωδία. Την ώρα που είναι ανοιχτά ορισμένα ζητήματα, από την κυπριακή ΑΟΖ μέχρι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ο πολιτικός διάλογος περιστρέφεται γύρω από τους όρους διεξαγωγής του debate των πολιτικών αρχηγών και ένα δημοσκοπικό γαϊτανάκι για τη διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προφανές ότι ο πολιτικός εκφυλισμός των ημερών το μόνο που επιτυγχάνει είναι να εντείνει την αποστροφή δυναμικών κομματιών της κοινωνίας, όπως η νεολαία, από την εκλογική αναμέτρηση.
Ας προσπαθήσουμε να ψηλαφίσουμε την πολιτική επικαιρότητα σε αναζήτηση του πολιτικού διακυβεύματος και των πραγματικών διλημμάτων της εκλογικής μάχης. Στο οικονομικό επίπεδο, μετά τις δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ κ. Ντράγκι, είναι πλέον προφανές ότι όλοι παραδέχονται ότι η οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη και την ΕΕ μπαίνει σε νέα φάση όξυνσης.
Όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα New Europe (Νέα Ευρώπη), ο κ. Ντράγκι παραδέχθηκε ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται σε περίοδο έντονης επιβράδυνσης εξαιτίας της γερμανικής οικονομίας, που εμφανίζει απογοητευτικά στοιχεία τους τελευταίους μήνες, καθώς και της διαρκώς κλιμακούμενης διαμάχης ανάμεσα στις Βρυξέλλες και την Ιταλία γύρω από τον προϋπολογισμό της γειτονικής χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο ο κεντρικός τραπεζίτης εμφανίσθηκε αποφασισμένος να μειώσει εκ νέου τα επιτόκια και να προχωρήσει σε έναν νέο γύρο αγοράς ομολόγων πέραν των 2,6 τρισ. ευρώ, που είναι το μέχρι στιγμής αστρονομικό ποσό που έχει δαπανήσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Όμως ο κ. Ντράγκι, ευρισκόμενος μάλλον σε κρίση ειλικρίνειας, έσπευσε να αναγνωρίσει, για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, ότι «χρειάζεται κυβερνητική δράση με τη μορφή δημοσιονομικής επέκτασης από τα οικονομικά ισχυρά μέλη της Ευρωζώνης».
Είναι η πρώτη φορά που αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραδέχεται δημόσια την αποτυχία των πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας / νομισματικής χαλάρωσης και αναγνωρίζει την ανάγκη αύξησης των κρατικών δαπανών για την αντιμετώπιση της κρίσης. Χρειάσθηκαν δέκα χρόνια περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, η εκτόξευση του δημόσιου χρέους σε πρωτοφανή επίπεδα, εξαιτίας της κοινωνικοποίησης ιδιωτικών ζημιών, η ανελέητη προπαγάνδα ότι οι χώρες έχουν βγει από την κρίση και υπολείπεται μόνον η Ψωροκώσταινα, για να παραδεχτούν ότι η κρίση βρίσκεται στον πυρήνα της Ευρωζώνης.
Όμως οι εξομολογήσεις του κ. Ντράγκι καθόλου δεν συγκίνησαν το εγχώριο επίσημο πολιτικό σύστημα. Ο κ. Τσίπρας συνέχισε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, να αναμασά το παραμύθι της εξόδου από την κρίση και τα Μνημόνια. Ο κ. Μητσοτάκης, από την άλλη, ευρισκόμενος κάπου στο 1980, προπαγανδίζει μια ριγκανική πολιτική επέκτασης της εργάσιμης μέρας, μείωσης της φορολογίας και εισροής ξένων επενδύσεων. Αρνείται να παραδεχτεί ότι οι επενδύσεις δεν έρχονται όχι επειδή δεν είμαστε αρκετά ευγενικοί με τους επενδυτές, αλλά γιατί είμαστε σε μια περίοδο καπιταλιστικής κρίσης, που οι επιχειρήσεις προχωρούν σε αποεπένδυση και όχι σε επενδύσεις.
Δεν έχει μπει καν στον κόπο να ρωτήσει τους πολιτικούς του φίλους, κ. Δαυίδ, της Coca-Cola – Frigoglass, και Θεοδωρόπουλο της Vivartia – Δέλτα, που έκλεισαν εργοστάσια λιγότερο από 20 ημέρες πριν από την άνοδό του στην κυβερνητική εξουσία, αυτοδύναμα ή με παρέα την κ. Γεννηματά. Το εντυπωσιακότερο όμως είναι ότι ούτε ο Τύπος ούτε τα υπόλοιπα κόμματα του επίσημου πολιτικού συστήματος δεν μπήκαν στον κόπο να του επισημάνουν τις αντιφάσεις του. Έτσι παραμένει, μαζί με τον κ. Τσίπρα, ο μόνος αισιόδοξος πολιτικός στην Ευρώπη για την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας και της Ευρωζώνης.
Η όξυνση της κρίσης, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, οδήγησε σε όξυνση των γεωπολιτικών αντιθέσεων. Θύμα ο κυπριακός λαός, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι, που ζουν κάτω από το καθεστώς της τουρκικής επεκτατικότητας, που ζητά κομμάτι από την κυπριακή ΑΟΖ, σε αντιπαράθεση με τις αμερικάνικες και ευρωπαϊκές πολυεθνικές, που ζητούν να βάλουν στο χέρι το σύνολο των αποθεμάτων φυσικού αερίου της περιοχής. Από κοντά με τους τελευταίους και η ελληνική αστική τάξη, που ξερογλείφεται στην προοπτική να πάρει κάποιο κομμάτι της εκμετάλλευσης του αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέει την Κύπρο με την Αλεξανδρούπολη και από εκεί θα τροφοδοτεί μέσω Βαλκανίων («Βόρεια Μακεδονία») τη Βόρεια Ευρώπη.
Όμως τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Από τη μία το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται σε κρίση μετά την προφανή κόπωση της τουρκικής αγοράς ακινήτων. Ίσως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές να έχει χάσει για δεύτερη φορά τον Δήμο της Ιστανμπούλ–Κωνσταντινούπολης, κάτι που θα σημάνει την αρχή του πολιτικού του τέλους. Από την άλλη οι Αμερικάνοι φαίνονται διατεθειμένοι να κλιμακώσουν την ένταση με το Ιράν, με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλη την περιοχή. Φαίνεται ότι αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να έχουν τους Ρώσους συμμάχους στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα, παρά οτιδήποτε άλλο.
Ποιοι αγνοούν τις εξελίξεις; Το χαζοχαρούμενο δίδυμο των «Δον Κιχώτηδων», που διεκδικούν τη «Δουλσινέα» Φώφη στους… ανεμόμυλους των τηλεοπτικών παραθύρων. Η ανάγκη για την πραγματική Αριστερά, που θα δηλώσει παρούσα στις εξελίξεις στις εκλογές αλλά και μετά τις εκλογές, γίνεται πλέον επιτακτική.