ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Συγγραφέας
Ελισάβετ Δανέζη
Πόσο εύκολα ξεχνιέται μία οικογενειακή βεντέτα;
Μπορεί ένας δυνατός, καταλυτικός, έρωτας να επουλώσει τις παλιές πληγές και να σημάνει μία νέα αρχή;
Η Μίρα μετά τον θάνατο της μητέρας της επιστρέφει από το Παρίσι στην Ελλάδα. Σε μία επαρχιακή πόλη, δίπλα σε έναν πατέρα σχεδόν άγνωστο, παλεύει με τους προσωπικούς της δαίμονες στην προσπάθειά της να σταθεί ξανά στα πόδια της. Μοναδικό της καταφύγιο ένα παλιό αρχοντικό με μία απόκοσμη αύρα. Σύμμαχός της ο Άκης, το άλλο της μισό, ο φύλακας άγγελός της. Μαζί προσπαθούν να ομορφύνουν τον κόσμο.
Όλα ανατρέπονται όταν συναντά τον Μηνά. Μυστηριώδης και αινιγματικός αναστατώνει τη ζωή της και ανατρέπει τις ισορροπίες της. Τον ερωτεύεται παράφορα και για χάρη του θυσιάζει τα πάντα. Πάνω στα αποκαΐδια της ζωής της θα χορέψει μαζί του το «Βαλς του Ονείρου» και θα επουλώσει τις αμαρτίες των παλαιότερων γενιών.
Ένα λυρικό καταιγιστικό μυθιστόρημα που σαν αρχαία τραγωδία κυνηγά να αποδώσει δικαιοσύνη στους ήρωές του φέρνοντας στην επιφάνεια αιώνια μυστικά και ανομολόγητες αλήθειες. Η τιμωρία αναπόφευκτη. Γιατί χωρίς αυτήν δεν επέρχεται η κάθαρση.
Aπόσπασμα βιβλίου
Στὰ καπνισμένα ἐρείπια τῶν ἠλιθίων γλεντιῶν,
πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θύμησή σου,
ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.
«Ἡ ψυχικὴ αὐγή», Σάρλ Μπωντλαίρ
Χαράζει πάνω απ’ την πόλη που ξεκουράζεται στις παρυφές του βουνού. Το λιγοστό νερό που κυλάει στον ποταμό, κάνει τα όνειρα ελαφρά, γάργαρα. Η Ειρήνη ή αλλιώς Μίρα, όπως τη φώναζε η μητέρα της, κοιμάται ανήσυχα. Τα τελευταία χρόνια ζει με τον πατέρα της και τη σύντροφό του Λίζα στον έκτο όροφο της ιδιόκτητης οικοδομής, στο κέντρο της πόλης. Δεν ήταν ακριβώς απόφασή της να βρίσκεται εκεί, μα αισθανόταν πως δεν είχε άλλη επιλογή. Ανακατεύεται στα σεντόνια της που τα νιώθει συχνά βαριά σαν πέτρα. Το ίδιο όνειρο εδώ και καιρό, την κάνει να πετιέται ανήσυχη, λουσμένη στον ιδρώτα. Ο σκαλιστός καθρέφτης απέναντι δείχνει την αναστάτωσή της. Ρίχνει κλεφτές ματιές στο είδωλό της κι έπειτα πασχίζει να ξανακοιμηθεί. Τρέμει μη δει πάλι το σπίτι που καταρρέει, τα μάτια ενός άντρα που πότε ταιριάζουν σε πραγματικό αρσενικό και πότε σε βλέμμα σαρκοβόρου ζώου.
Κατά τις έντεκα, η Λίζα θα κάνει πάλι μια απόπειρα να την ξυπνήσει, να την πείσει να ρίξει κάτι στο στομάχι της και ίσως να πιάσουν μια οποιαδήποτε κουβέντα. Η Ειρήνη μονίμως δυσανασχετεί. Θεωρεί υποκριτική τη στάση της, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τη συμπονά.
«Και του πουλιού το γάλα σού προσφέρει ο πατέρας σου», παραπονιέται μονίμως η Λίζα, «κι εσύ τίποτα. Ξέρω πως το κάνεις για να μας δυσαρεστήσεις», λέει συχνά, χαμηλώνοντας έπειτα τον τόνο της φωνής της. «Εκτός, αν σου συμβαίνει κάτι Ειρήνη που δε γνωρίζουμε. Κατανοώ πως σου είναι δύσκολο να μας ανοιχτείς, μα πίστεψέ με, έχουμε τη διάθεση να βοηθήσουμε».
Η Ειρήνη δεν ήθελε βοήθεια από κανέναν. Πόσο μάλλον από αυτήν. Της προκαλούσε δυσφορία το άρωμά της. Την ενοχλούσε ο τρόπος που μπαινόβγαινε διακριτικά στο δωμάτιό της, προσπαθώντας να την αφυπνίσει, να την τραβήξει σε ένα άλλο είδος ζωής. Αν δε φοβόταν τόσο πολύ να νιώσει κάτι, ίσως και να τη μισούσε. Έβρισκε την καλλωπισμένη όψη της αντιαισθητική, τους εκλεπτυσμένους τρόπους της ψεύτικους, στα όρια της υποκρισίας. Γύρναγε με κόπο την πλάτη της και δε σπαταλούσε σάλιο για να απαντήσει σε οτιδήποτε. Λες και είχε συμφωνήσει με τον εαυτό της σ’ έναν όρκο σιωπής σταθερό και αμετάβλητο. Τα φρούτα που κατανάλωνε με μια κάποια προθυμία και οι σούπες που προηγούνταν του φαγητού, αρκούσαν να της παρέχουν ενέργεια για τον χρόνο που θα περνούσε πλαγιασμένη. Χωμένη στα σκεπάσματα και απ’ όλα παρατημένη.
Σε αντίθεση με την υπερβολική, στα όρια του κιτς, διακόσμηση του διαμερίσματος, το δωμάτιό της το είχε επιμεληθεί η ίδια. Βαριές βελούδινες κουρτίνες, κρεβάτι με ουρανό, μαξιλαροθήκες με ταφτάδες και δαντέλες, περσικά χειροποίητα χαλιά. Θύμιζε μάλλον κάμαρα μιας άλλης εποχής και όχι κρεβατοκάμαρα του αιώνα της. Σύρθηκε μέχρι τη μπαλκονόπορτα κι άνοιξε τις βαριές κουρτίνες. Στην απέναντι γκαρσονιέρα, ο νεαρός ταχυδρόμος, κάθε βράδυ με άλλη κοπελιά, έδειχνε να γλεντάει σωστά τη ζωή και τα νιάτα του.
Ο ήλιος έκαιγε, παρ’ όλα αυτά όλοι ήταν στον δρόμο, κάπου πήγαιναν, μόνο αυτή καρφωμένη εκεί. Αναρωτήθηκε πόσοι απ’ αυτούς ήταν πραγματικά καλά. Αν τους τα έφερε όπως ήθελαν η ζωή και πόσοι, σαν εκείνη, ένιωθαν εγκλωβισμένοι σ’ ένα καζάνι που βράζει. «Μια ζωή είναι, θα περάσει», κάγχασε και άπλωσε τα πόδια της πάνω στο περβάζι του παραθύρου. Η μοναξιά που απλωνόταν μέσα της, την αρρώσταινε. Να φύγει, όλο να φύγει ήθελε και ο πόνος της ήταν βαθύτερος όταν συνειδητοποιούσε τελικά πως δεν είχε πού να πάει.
Ο πατέρας της μπορεί να της φερόταν ευγενικά, αλλά ήταν ορατή η απόσταση μεταξύ τους. Δεν τον ήθελε στα πόδια της και ήταν βέβαιη πως δεν την ήθελε κι αυτός. Χρήματα υπήρχαν, μπορούσε να τη στείλει στο καλό, μα τους είχε ακούσει να μιλούν μεταξύ τους. Έλεγαν πως ανησυχούσαν γι’ αυτήν, δεν τη θεωρούσαν έτοιμη να βγει μόνη στον κόσμο. Κι ίσως στο κάτω κάτω να ήταν φορτωμένοι το βάρος της ευθύνης της. Αργά ή γρήγορα, έπρεπε να τους απαλλάξει από αυτό…
Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ
Λίγα λόγια από την συγγραφέα
Γεννήθηκα σ’ έναν τόπο ποτισμένο ιστορίες. Έχω κάνει αρκετά στη ζωή μου, άλλα σημαντικά κι άλλα ασήμαντα. Ξεδίψασα με λέξεις, τράφηκα με στιγμές. Νομίζω πως ήρθε η στιγμή, να τις μοιραστώ μαζί σας.
Επικοινωνία με τη συγγραφέα: [email protected]
Κατηγορία: Ελληνική Λογοτεχνία, Κοινωνικό, Αισθηματικό
ISBN: 978-618-5240-24-0
Δείτε το video του βιβλίου