Τι είναι αυτό που μας χωρίζει;

Τι είναι αυτό που μας χωρίζει;


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Βλέποντας τις προάλλες ένα ντοκιμαντέρ που αφορούσε τις χαμένες πατρίδες, οι μνήμες ξύπνησαν στο μυαλό μου, τότε που, παιδάκι, άκουγα με το στόμα ανοιχτό για τη ζωή και την καθημερινότητα των δικών μου στην Καππαδοκία. Την περιέγραφαν με λόγια που έ­μοιαζαν με το παραμύθι της Χαλιμάς και βέβαια εγώ το πήγαινα και πιο πέρα, φανταζόμουν σουλτάνες και πασάδες που είχαν φιλία και σχέσεις αγαπημένες με τους δικούς μας.

Εκείνοι ήταν περισσότερο αβοκάτηδες ή θαλασσοδαρμένοι στο κυνήγι της θάλασσας, καπετάνιοι σε βαθιές, μακρινές θάλασσες. Αυτοί έμεναν μακριά από το χωριό μας, το Μπορ, όμως είχαν δύναμη και εξουσία. Ο Μποδοσάκης, συντοπίτης τους, ήταν το καμάρι και η πλευρά εκείνη που φύλαγε τα νότα των χωρικών και έδινε δουλειά στους ανθρώπους μας.

Οι περισσότεροι Έλληνες ήταν έ­μποροι, βιομήχανοι, μορφωμένοι, λόγιοι. Έτσι οι τούρκοι συμπατριώτες είχαν έναν απέραντο σεβασμό γι’ αυτούς που ζούσαν μαζί τους και που πιστεύω ότι μέχρι σήμερα αυτό το συναίσθημα κυριαρχεί ακόμα. Τουλάχιστον εγώ αυτό αισθάνθηκα όταν επισκέφθηκα την Πόλη. Ένιωσα ένα είδος ενοχής, μια προσπάθεια να γίνουν φίλοι, ο λαός, ο κοσμάκης, γι’ αυτούς μιλάμε, να μην παρεξηγούμεθα, γιατί οι κυβερνώντες έχουν μια τάση ανείπωτης εκδίκησης, που πιστεύω ότι και αυτή προέρχεται από τη μειωμένη τους αυτοπεποίθηση μπρος σε έναν λαό με ιστορία.

Πολλές φορές ρωτούσα τα παππούδια μου πώς πέρναγαν εκεί. Το χιόνι άρχιζε από τον Νοέμβρη. Γέμιζαν, έλεγαν, οι στέγες μας με χιόνι που έπρεπε να το πετάμε για να μη λασπώσει το χώμα στις ταράτσες. Βλέπεις, από χώμα και καλάμι ήταν καμωμένες. Φτιάχναμε τις προμήθειές μας για τον χειμώνα. Όλα τα καλοκαιρινά τρόφιμα τα ξεραίναμε και τα κρεμάγαμε στο κελάρι. Μπάμιες, φασολάκια, ντομάτες και άλλα τα κάναμε τουρσί.

Η μάνα πάστωνε το κρέας μετά σε μεγάλα πιθάρια, ενώ το πετμέζι ήταν άφθονο σε μεγάλες στάμνες με βρυσάκια. Χιόνιζε ατελείωτα, η ερημιά στους δρόμους και τα μικρά σοκάκια ήταν ατελείωτη, μόνο μέσα από το παράθυρο μπορούσες να χαζέψεις έξω, αλλά τι να δεις, μια νύχτα που, παρά το σκοτάδι στον δρόμο, φώτιζε η ασπρίλα του χιονιού, ένα άλλος είδος φωτισμού, ένα παραμυθένιο κρυστάλλινο μικροχωριουδάκι με το καμπαναριό του Αϊ-Γιάννη να ξεχωρίζει μέσα στον θολό ουρανό.

Ατελείωτες φορές είχα ακούσει ιστορίες για τα πανηγύρια που συμμετείχαν όλοι, για τις κρυφές ώρες που μάθαιναν ελληνικά, για τους άρρωστους, συνήθως στο μυαλό, που έβγαιναν μια ορισμένη μέρα για να περάσουν επτά γιοφύρια που θα τους γιάτρευαν. Ακόμα, τους ζήταγα περιγραφή του σπιτιού τους και ήταν σαν να βρισκόμουν στο δωμάτιο με το τζάκι, τα χαλιά γύρω γύρω στους τοίχους και τον σοφρά γεμάτο φαγητά που η γιαγιά ήξερε να φτιάχνει. Μπουρέκ, γιαλαντζί ντολμά, ψωμί φρεσκοψημένο και παστό κρέας. Ζεστασιά, αγάπη, νωχέλεια και ξάπλα στα μιντέρια που υπήρχαν γύρω γύρω στο δωμάτιο.

Όλα αυτά συγκινημένη τα είδα σε κείνο το ντοκιμα­ντέρ και ένιωσα νοσταλγία για τις γλυκές φιγούρες των γερόντων που είχαν φύγει, αλλά ακόμα περισσότερο με συντάραξε μια φωτογραφία ενός Τούρκου, που είχε από την εποχή της συγκατοίκησης. Γείτονες Έλληνες και Τούρκοι γλένταγαν σε μια χριστιανική γιορτή. Σε άλλες πολλές φωτογραφίες τον καιρό του τρύγου, την άνοιξη, το φθινόπωρο στους γάμους, στα βαφτίσια και άλλη μια φορά σκέφθηκα: Τι είναι αυτό που μας χωρίζει, γιατί αυτή η μισαλλοδοξία, που όσο πολυπληθές κι αν είναι, είναι άνθρωποι θνητοί που χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας μόνο την ιστορία τους. Τις πράξεις τις καλές, τα συναισθήματα και την καλοσύνη.


Σχολιάστε εδώ