Ν. Γ. Χαριτάκης: Το συμφέρον των πολλών
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Oι φίλοι στον ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα και συγκεκριμένα το συμφέρον των πολλών με μία βασική παραδοχή. Η πολιτική, η υγεία, η παιδεία, η δικαιοσύνη, η ασφάλεια, η οικονομία και γενικά κάθε πυλώνας της κοινωνικής ζωής λειτουργεί και προστατεύει το συμφέρον των πολλών μόνο αν διαμορφώνεται και συντονίζεται από αριστερούς.
Η υγεία των πολιτών προστατεύεται καλύτερα αν οι γιατροί είναι αριστεροί. Το ίδιο για τους καθηγητές και την παιδεία. Η δικαιοσύνη και η ασφάλεια προστατεύει τους πολλούς αν οι δικαστές και οι αστυνομικοί ή οι αξιωματικοί είναι αριστεροί κ.ο.κ. Αν δεν έχεις να πληρώσεις τον γιατρό, για παράδειγμα, και αυτός δεν είναι αριστερός, θα βρεθείς σε αδιέξοδο. Ένας απλός πολίτης μπορεί να βρει το δίκαιό του μόνο αν ο δικαστής είναι αριστερός.
Η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς και η ανάγκη το κράτος να είναι αριστερό συνίσταται, κατά τους φίλους στον ΣΥΡΙΖΑ, στη θεμιτή παραδοχή ότι μόνο άτομα με αριστερές πεποιθήσεις και αρχές συμπεριφέρονται και πράττουν με γνώμονα το συμφέρον των πολλών. Όλοι οι υπόλοιποι θα βρουν τον τρόπο να ξεφύγουν και να εξυπηρετήσουν το συμφέρων των λίγων, το συμφέρων των ισχυρών και δυνάμενων να βιάσουν το σύστημα.
Δεν είναι σκόπιμο να αρχίσουμε έναν διάλογο για τη συνολική εικόνα της κυρίαρχης αριστερής παραδοχής. Ας δούμε όμως πώς η αριστερή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρέτησε το συμφέρον των πολλών Ελλήνων σε ένα κατά τεκμήριο οικονομικό πρόβλημα των πολλών, το δημόσιο χρέος. Αφορά το κόστος του δημοσίου χρέους της χώρας και το ενδεδειγμένο επίπεδο αυτού. Και βεβαίως μακριά από εμένα η επιχειρηματολογία για περισσότερο δημόσιο δανεισμό, ιδιαίτερα στις σημερινές πολιτικές συνθήκες. Το θέμα αφορά το κόστος του χρέους και την αυριανή δημοσιονομική πολιτική (φόροι και παροχές).
Μάλιστα ο κ. Τσακαλώτος, ανατρέχοντας στην καθηγητική του ιδιότητα, απείλησε τον κ. Ρέγκλινγκ με όσα είπε για την πολιτική του στο δημόσιο χρέος λέγοντας ότι αν ήταν φοιτητής του θα τον έκοβε. Σ’ ένα μάθημα μάλιστα που, σημειωτέον, ποτέ ο κ. υπουργός δεν έχει διδάξει στην καριέρα του ως πανεπιστημιακός.
Σκοπεύω λοιπόν να επιδιώξω να τα εξηγήσω όσο καλύτερα μπορώ, γιατί η πολιτική της κυβέρνησης, αν και αριστερή, δεν ήταν υπέρ των πολλών. Αναφορές στη βιβλιογραφία θα τις αποφύγω, αλλά πάντοτε είμαι στη διάθεση των κριτών μου για να τις προσφέρω.
Μετά την κρίση η παγκόσμια οικονομία λειτουργεί σε επίπεδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Τα επιτόκια αυτά από κανένα στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ότι μπορούν να εμφανίσουν ουσιώδεις μεταβολές στο άμεσο μέλλον. Στις ΗΠΑ είναι γύρω στο 3%, στην Αγγλία 1,3%, στην Ευρωζώνη 1,2% και στην Ιαπωνία 0,1%. Σύμφωνα με όλους τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών, για κάποια χρόνια ακόμη οι όποιες αλλαγές στα επιτόκια θα είναι οριακές.
Συγκριτικά, η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ (πληθωρισμός συν πραγματική ανάπτυξη) στις ίδιες οικονομίες είναι αντίστοιχα 4% για ΗΠΑ, 3,6% για Αγγλία, 3,2% για Ευρωζώνη και 1,4% για Ιαπωνία. Επιπρόσθετα, η σχέση μεταξύ ονομαστικής ανάπτυξης και επιτοκίου δανεισμού στις ισχυρές οικονομίες δεν είναι πρόσφατη, ούτε επηρεάστηκε από την ποσοτική χαλάρωση. Ισχύει και εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους τουλάχιστον από το 1980.
Δυστυχώς για τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ, το ίδιο ισχύει και για τη χώρα μας καθ’ όλη την περίοδο 1980 – 2008. Η ονομαστική ανάπτυξη –περίπου 5,5% κατά μέσο όρο– είναι σταθερά μεγαλύτερη από την απόδοση του κρατικού ομολόγου στις αγορές 4,2%. Τα νούμερα χαλάνε από την κρίση. Σταθερά η ονομαστική ανάπτυξη είναι μικρότερη από την απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου στις αγορές.
Μέχρι ο κ. πρωθυπουργός να ανακοινώσει εκλογές η σχέση ήταν 2% για ονομαστική ανάπτυξη και διπλάσια 4% απόδοση δεκαετούς. Σήμερα η διαφορά έχει μειωθεί, αλλά και πάλι η απόδοση είναι μεγαλύτερη από την ανάπτυξη. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι σε σύγκριση με όλες τις προαναφερθείσες οικονομίες η χώρα μας έχει προς όφελός της μεγάλη επιμήκυνση του χρέους (μέχρι το 2070) και χαμηλότατο μέσο επιτόκιο δανεισμού (1,25%).
Το παράδοξο λοιπόν, κύριε υπουργέ, είναι γιατί η χώρα έχει πρόβλημα με το δημόσιο χρέος και τον δημόσιο δανεισμό της. Τι εμποδίζει τις αγορές, ιδιαίτερα μάλιστα με την άφθονη ρευστότητα που διαθέτουν, να δανείσουν τη χώρα όσο χρειάζεται για να ανακυκλώνει, όταν το θέλει, τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της; Σε τελική ανάλυση, ο προϋπολογισμός εκτελείται, σύμφωνα με τα στοιχεία σας, σχηματίζοντας υπεραποδόσεις που δεν μας ζητούνται και χρησιμοποιεί το πλεόνασμα για κοινωνικές παροχές και επιδόματα.
Κάτι στραβό υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας. Εκτός και αν όλοι μας ζηλεύουν και δεν καταλαβαίνουν στοιχειώδη οικονομικά, ώστε να μπορούν να περάσουν τις εξετάσεις με τον κ. υπουργό. Επειδή λοιπόν η συγκεκριμένη σχέση μεταξύ ονομαστικής ανάπτυξης και δυνατότητας βιωσιμότητας του χρέους δεν εξαρτάται από το ύψος του χρέους (βλέπε Ιαπωνία) –είναι και για τη χώρα ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, αφού για πολλές δεκαετίες έτσι αναπτυχθήκαμε και σήμερα η βάση αναφοράς ως προς το κόστος αναχρηματοδότησης είναι εξαιρετικά χαμηλή σύμφωνα με το μέσο επίπεδο δανεισμού–, τι κάνει τη σχέση να είναι τέτοια ώστε να μην μπορούμε βιώσιμα να αναχρηματοδοτήσουμε το χρέος;
Δύο αιτίες μας κάνουν ακόμη προβληματικούς και για καμία δεν ευθύνεται ο κ. Ρέγκλινγκ. Η πρώτη είναι η εξαιρετικά χαμηλή πραγματική ανάπτυξη (1,3%) και η δεύτερη είναι ο συστημικός κίνδυνος της χώρας, ως ενός δανειστή που εκπέμπει στοιχεία υποτροπής στην ασθένεια για περισσότερο δημόσιο χρέος. Και οι δύο αιτίες οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στην εξαιρετικά λανθασμένη οικονομική πολιτική του κ. Τσακαλώτου.
Επέλεξε να γράφει υπερπλεονάσματα, αν και δεν του ζητήθηκε, ώστε να μπορεί να μοιράζει, με στόχο να δημιουργηθεί ιδιωτική κατανάλωση. Υπέθεσε ότι με τον τρόπο αυτό θα προέκυπτε ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη πάνω από την ισχύ 1,3%. Επέλεξε όμως και να στηρίζει τη θέση των ολίγων και κομματικών φίλων απέναντι στις διαρθρωτικές αλλαγές. Με την τακτική του αυτή επέφερε αύξηση στον συστημικό κίνδυνο και στην απόδοση του ομολόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις ο κ. πρωθυπουργός ανακοίνωσε εκλογές οι αγορές μείωσαν την απόδοση του δεκαετούς κατά 26%.
Δεν ήταν δύσκολο να γνωρίζει ο κ. υπουργός ότι σημασία για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι το ύψος του, αλλά η αναγνώριση της πολιτικής της κυβέρνησης ως αναπτυξιακής και εξελικτικής. Για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο ενός πρόσφατου βιβλίου της σύγχρονης μακροοικονομικής θεωρίας, που αξίζει στις καλοκαιρινές του διακοπές να το διαβάσει ο κ. υπουργός «Επανάσταση ή Εξέλιξη» («Revolution or Evolution»). Θα έχει άλλωστε αρκετό διαθέσιμο χρόνο.
Η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης ήταν λάθος και έφερε την οικονομία σε συνθήκες που επιβαρύνουν τους πολλούς. Οδήγησε σε αναγκαία επιλογή για αναχρηματοδότηση του χρέους, σε επιπλέον δανεισμό και δυστυχώς σε αύξηση των φόρων. Δεν βοήθησε να ανατραπεί η σχέση μεταξύ ονομαστικής ανάπτυξης και απόδοσης του ομολόγου, διατηρώντας σταθερά το δεύτερο υψηλότερα του πρώτου, και, το χειρότερο απ’ όλα, επέτεινε την πεποίθηση των επενδυτών να ζητούν «καπέλα» κινδύνου, θεωρώντας το μέλλον πιο επικίνδυνο από το σήμερα και το χρέος πιο ανασφαλές.
Από τη στιγμή που είχαμε υπερπλεονάσματα τα όρια του πλεονάσματος 3,5% δεν ήταν περιορισμός. Η κυβέρνηση το επέλεξε και η κυβέρνηση οδήγησε την οικονομία σε επικίνδυνη ισορροπία. Αν κάποιος πρέπει να κοπεί στο διαγώνισμα της Μακροοικονομίας, αυτός δεν είναι ο κ. Ρέγκλινγκ, αλλά ο κ. υπουργός.