ΨΙΘΥΡΟΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Συγγραφέας
DEAN KOONTZ
Μεταφραστής
Γιώργος Μπαρουξής
Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Κάνε αυτό που γεννήθηκες για να κάνεις. Η δόξα θα είναι δική σου.
Αυτά είναι τα λόγια που επαναλαμβάνονται στο μυαλό της αγαπητής δασκάλας Κόρα Γκάντερσαν λίγο πριν αυτοκτονήσει, αλλά και πολλών άλλων, σ’ ένα απίστευτο σκηνικό σφαγής.
Όταν ανακαλύπτεται το μυστικό ημερολόγιό της, όλοι θεωρούν, βέβαια, πως είχε χάσει τα λογικά της.
Όχι, όμως, και η Τζέιν Χοκ.
Ύστερα από την ανεξήγητη αυτοκτονία του άντρα της και τους εξίσου μυστηριώδεις θανάτους άλλων υποδειγματικών πολιτών, η Τζέιν βρίσκεται στα ίχνη μιας μυστικής ελίτ ισχυρών συνωμοτών που θεωρούν ότι είναι υπεράνω νόμου και τιμωρίας.
Δεν έχουν υπολογίσει, όμως, το πείσμα και τη θέληση μιας εκπαιδευμένης πράκτορα του FBI, η οποία είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να ακυρώσει τα σχέδιά τους, που επιβουλεύονται το μέλλον της Αμερικής.
Η Τζέιν Χοκ, οδηγούμενη από την αγάπη για τον άντρα της και τον φόβο για τη ζωή του πεντάχρονου γιου της, έχει μετατραπεί σ’ έναν ασταμάτητο διώκτη.
Και τα υποψήφια θύματά της δε θα έχουν πού να κρυφτούν όταν τους συναντήσει στο διάβα της.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ 20 Ιουνίου 2019
Απόσπασμα βιβλίου
Η ΚΟΡΑ ΓΚΑΝΤΕΡΣΑΝ περπατούσε μέσα σε μια μανιασμένη φωτιά χωρίς να καίγεται, ούτε αυτή ούτε το λευκό της φόρεμα. Δε φοβόταν· αντίθετα, ένιωθε αγαλλίαση, και ο κόσμος που έβλεπε το θέαμα την κοιτούσε με απορία χάσκοντας, ενώ οι έκπληκτες εκφράσεις τους τρεμόπαιζαν με τις αναλαμπές από τις φλόγες. Της φώναζαν, όχι τρομαγμένοι, αλλά γεμάτοι δέος, με έναν τόνο σεβασμού στη φωνή τους, και η Κόρα αισθανόταν ταυτόχρονα συγκίνηση και ταπεινότητα για το γεγονός ότι είχε γίνει άτρωτη.
Η Ντίξι, ένα μακρυμάλλικο πιτσιλωτό χρυσόχρωμο ντάτσχουντ, ξύπνησε την Κόρα γλείφοντας το χέρι της. Το σκυλί δε σεβόταν τα όνειρα, ούτε καν αυτό το συγκεκριμένο, το οποίο η κυρία του απολάμβανε τρεις νύχτες στη σειρά τώρα και το είχε αφηγηθεί στην Ντίξι με ζωηρές λεπτομέρειες. Είχε ξημερώσει, ήταν ώρα για πρωινό και έξοδο, κι αυτά είχαν μεγαλύτερη σημασία για το σκυλί από οποιοδήποτε όνειρο.
Η Κόρα ήταν σαράντα χρονών, λεπτεπίλεπτη σαν πουλάκι, αλλά δραστήρια. Το κοντό σκυλί κατέβηκε τα φορητά σκαλοπάτια που του επέτρεπαν να σκαρφαλώνει στο κρεβάτι, και η Κόρα τινάχτηκε πάνω για να αρχίσει τη μέρα της. Φόρεσε ένα ζευγάρι μποτάκια με γούνινη φόδρα που χρησιμοποιούσε για παντόφλες τον χειμώνα και, με τις πιτζάμες ακόμη, ακολούθησε το σκυλί, που διέσχιζε το σπίτι.
Λίγο πριν μπει στην κουζίνα, της τριβέλισε το μυαλό η ιδέα πως ένας άγνωστος άντρας θα καθόταν στο τραπέζι εκεί κι ότι θα συνέβαινε κάτι τρομερό. Φυσικά, κανένας άντρας δεν την περίμενε στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν ήταν ποτέ φοβητσιάρα και μάλωσε τον εαυτό της που την είχε τρομάξει κάτι ανύπαρκτο.
Καθώς έβαζε φρέσκο νερό και σκυλοτροφή για την Ντίξι, η φουντωτή χρυσαφένια ουρά του σκυλιού σάρωνε το πάτωμα με ανυπομονησία. Ώσπου να ετοιμάσει η Κόρα την καφετιέρα και να την ανάψει, η Ντίξι είχε τελειώσει το φαγητό της. Πήγε και στάθηκε στην πίσω πόρτα και γάβγισε ευγενικά μόνο μία φορά.
Η Κόρα πήρε ένα παλτό από ένα κρεμαστάρι στον τοίχο και το φόρεσε. «Για να δούμε αν θα μπορέσεις ν’ αδειάσεις όσο γρήγορα γέμισες. Είναι πραγματική Σιβηρία έξω, γλυκιά μου, οπότε μη χασομερήσεις».
Μόλις άφησε τη ζέστη του σπιτιού και βγήκε στη βεράντα, η ανάσα της άρχισε να σχηματίζει ένα σύννεφο καπνού, λες κι ένα κοπάδι φαντάσματα, που είχαν κυριέψει το σώμα της, ξορκίζονταν. Στάθηκε στην κορυφή της σκάλας παρακολουθώντας την αγαπημένη της Ντίξι Μπελ, μήπως και εμφανιστεί κάποιο επιθετικό ρακούν που είχε καθυστερήσει να φύγει μετά τη νυχτερινή του επίσκεψη.
Το προηγούμενο πρωί είχε πέσει πάνω από τριάντα πόντους χιόνι. Δε φυσούσε, και τα πεύκα φορούσαν λευκές εσάρπες σε όλα τα κλαδιά. Η Κόρα είχε φτυαρίσει μια περιοχή στην πίσω αυλή, ώστε να μην είναι αναγκασμένη η Ντίξι να οργώσει το βαθύ χιόνι.
Τα ντάτσχουντ έχουν οξεία όσφρηση. Αγνοώντας την παράκληση της κυρίας της να μην καθυστερήσει, η Ντίξι Μπελ περιπλανιόταν δεξιά αριστερά στο καθαρισμένο μέρος, με τη μύτη στο έδαφος, περίεργη να διαπιστώσει ποια ζώα είχαν επισκεφθεί το σπίτι τη νύχτα.
Ήταν Τετάρτη, μέρα σχολείου.
Η Κόρα είχε πάρει άδεια δύο εβδομάδες, αλλά αισθανόταν ακόμα πως έπρεπε να βιαστεί να ετοιμαστεί για το σχολείο. Πριν από δύο χρόνια είχε βγει Δασκάλα της Χρονιάς στη Μινεσότα. Δίδασκε στην έκτη τάξη. Αγαπούσε πολύ τους μαθητές της και της έλειπαν. Είχε αναγκαστεί να πάρει άδεια επειδή άρχισε να υποφέρει από ξαφνικές ημικρανίες που κρατούσαν πέντ’ έξι ώρες και μερικές φορές συνοδεύονταν από απαίσιες οσμές που μύριζε μόνο η ίδια. Οι πονοκέφαλοι έδειχναν να ανταποκρίνονται σιγά σιγά στη φαρμακευτική αγωγή με ζολμιτριπτάνη κι ένα μυοχαλαρωτικό, το Soma. Η Κόρα δεν ήταν ποτέ φιλάσθενη και βαριόταν που ήταν αναγκασμένη να μένει στο σπίτι.
Επιτέλους, η Ντίξι Μπελ έκανε τη δουλειά της και άφησε δύο μικρούς σβόλους, τους οποίους η Κόρα θα μάζευε αργότερα σε μια πλαστική σακούλα, αφού πρώτα πάγωναν. Όταν ακολούθησε το ντάτσχουντ μέσα στο σπίτι, βρήκε έναν άγνωστο να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, πίνοντας καφέ τον οποίο είχε σερβίρει με θράσος μόνος του. Φορούσε έναν πλεχτό σκούφο και είχε κατεβάσει το φερμουάρ του τζάκετ του, που ήταν επενδυμένο με φλις. Είχε μακρόστενο πρόσωπο, έντονα χαρακτηριστικά, και το ψυχρό μπλε βλέμμα του κοιτούσε ευθεία μπροστά…
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο ΝΤΙΝ ΚΟΥΝΤΖ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς παγκοσμίως.
Έχει μεταφραστεί σε 38 γλώσσες, και οι συνολικές πωλήσεις των έργων του ξεπερνούν τα 450.000.000 αντίτυπα.
Δεκατέσσερα από τα έργα του έφτασαν στην πρώτη θέση στη λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times.
Μερικά από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του είναι τα εξής: Φαντάσματα, Ο εφιάλτης παραφυλάει, Νύχτες τρόμου, Το κρησφύγετο.
Το περιοδικό Rolling Stone τον έχει χαρακτηρίσει «τον πιο δημοφιλή συγγραφέα έργων αγωνίας της Αμερικής».
Ζει στη Νότια Καλιφόρνια με τη σύζυγό του Γκέρντα.
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία, Περιπέτεια
ISBN: 978-618-01-3184-0
Δείτε το video του βιβλίου