Εθνικές εκλογές 2019: Από την κριτική στη σύγκριση
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΔΑ
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Β’ Θεσσαλονίκης,
Καθηγητή ΑΠΘ
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών εύλογα προκάλεσαν αυτοκριτική στο κυβερνόν κόμμα. Θέματα ουσίας και ύφους της εξουσίας βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων ως ερμηνευτικές μεταβλητές της διαφοράς ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ως προς το ύφος της εξουσίας οι πολίτες έχουν την κρίση να διαπιστώνουν τα θετικά ή τα αρνητικά σημεία του για κάθε κόμμα. Οπότε εδώ τα σχόλια και οι βαρύγδουπες αναλύσεις μάλλον περιττεύουν.
Ως προς τα θέματα ουσίας, χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε τα ζητήματα που συνδέονται με το μεταναστευτικό-προσφυγικό κ.ά. αυτά αφορούν κατά κύριο λόγο στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Εδώ όμως σημειώνεται η εξής λεπτομέρεια:
Η κυβερνητική πολιτική είναι σαφώς διατυπωμένη στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμά της. Τα οποιαδήποτε περιθώρια ευελιξίας, που προσφέρουν τη δυνατότητα εισαγωγής νέων μέτρων πολιτικής, προσδιορίζονται κυρίως από το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του κρατικού προϋπολογισμού. Μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό λοιπόν, ο πολίτης έχει σαφή και πλήρη εικόνα για το κυβερνητικό έργο, χωρίς γκρίζες ζώνες και ανακρίβειες.
Το όλο σύστημα εποπτεύεται από την Επιτροπή της ΕΕ στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, όπως αυτή έχει προβλεφθεί το 2013 μέσω του «πακέτου των 2 μέτρων» της ΕΕ για κάθε κράτος-μέλος, το οποίο δεν έχει εξοφλήσει το 75% των δανείων που έλαβε από την ΕΕ εν γένει (Βλ. αναλυτικότερα Κανονισμούς 472/2013 και 473/2013).
Έναντι αυτής εικόνας έχουμε ένα σύνολο διακηρύξεων ή αποσπασματικών μέτρων εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τη βοήθεια των οποίων επιδιώκεται η οικοδόμηση της δικής της οικονομικής πολιτικής.
Όλο αυτό όμως το σύνολο των προτάσεων πρέπει να μεταφραστεί σε αριθμούς για να είναι δυνατή η παρουσίαση της προτεινόμενης από την Ν.Δ. πολιτικής και η ανάπτυξη της οποιαδήποτε κριτικής με ίσους όρους.
Οπότε, αυτή η άμορφη μάζα των δηλώσεων περί μειώσεων των φόρων, περί κοινωνικού κράτους, περί συντάξεων κ.λπ πρέπει να μεταφραστεί σε νούμερα, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου κρατικού προϋπολογισμού της Ν.Δ., για το έτος 2020.
Πιο απλά, έχοντας υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός σκιαγραφείται σε τελική ανάλυση σε 3,5 σελίδες, περιμένουμε τις εν λόγω σελίδες για το 2020 από την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο νέος δικός της προϋπολογισμός θα προκύψει από μεταβολές των δεδομένων των εσόδων και των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού του 2019, όπως συνηθίζεται.
Περιμένουμε λοιπόν λόγω χάρη, τον νέο προϋπολογισμό των δαπανών για την υγεία και την παιδεία, το νέο ύψος των εσόδων από τους άμεσους και έμμεσους φόρους κ.ά. όπως και την ερμηνεία τους.
Όσο δε δίνονται όλα τα προαναφερθέντα, τόσο πιο ασαφείς παραμένουν οι προτάσεις διακυβέρνησης της χώρας από μια ενδεχόμενη κυβέρνηση με κύριο κορμό την Ν.Δ.
Μια τέτοια εξέλιξη παραμονές εκλογών δείχνει ότι η Ν.Δ. είτε ακόμη πειραματίζεται, ή δεν είναι έτοιμη, είτε φοβάται να αποκαλύψει το προφίλ της νέας πολιτικής της καθώς θα αντιμετωπίσει την έντονη δυσαρέσκεια των πολιτών.
Ως τις Ευρωεκλογές, κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις των ψηφοφόρων έπαιζε η κριτική του κυβερνητικού έργου. Αυτή ήταν έντονη και αυστηρή στρέφοντας από την άλλη τους πολίτες προς διαφορετικές επιλογές χωρίς όμως ποσοτικοποιημένο περιεχόμενο. Η στροφή αυτή προς άλλα κόμματα ήταν λοιπόν το προϊόν της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων έναντι της κυβερνητικής πολιτικής και όχι της αποδοχής μιας εναλλακτικής πολιτικής, η οποία ακόμη δεν ανακοινώθηκε ως συγκροτημένο σύνολο τόσο από την Ν.Δ. όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Καθώς όμως πλησιάζουμε στις εκλογές η μονόπλευρη κριτική με έμφαση το κυβερνητικό έργο, εύλογα μειώνεται ενώ κερδίζει έδαφος η συγκριτική ανάλυση. Οι ψηφοφόροι θα κληθούν λοιπόν στις 7 Ιουλίου να συγκρίνουν προγράμματα και όχι πια διακηρύξεις ή στοχασμούς, για να αποφασίσουν.
(Άρθρο που δημοσιεύθηκε στη REAL της Κυριακής 9 Ιουνίου)