Ν. Στραβελάκης: Η εκλογική αποτίμηση, η αποτυχία των Μνημονίων και η Αριστερά
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, τα βασικά συμπεράσματα της εκλογικής μάχης έχουν καταστεί προφανή. Πρώτον, η ήττα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό δεν αφορά ούτε τις αδυναμίες του κ. Βερναρδάκη ούτε το προσωπικό ύφος του κ. Πολάκη.
Αυτό που ηττήθηκε είναι η θέση ότι μέσα από την εφαρμογή των Μνημονίων θα δημιουργούνταν ο (δημοσιονομικός) χώρος για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Αποδείχθηκε ότι τα Μνημόνια και μετα-Μνημόνια είναι μια σκληρή ταξική πολιτική, που δεν δίνει χώρο για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των πολλών, ιδιαίτερα μάλιστα όσο η κρίση διαρκεί.
Δεύτερον, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που παρουσίασε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των Μνημονίων και της ενισχυμένης εποπτείας ως μονόδρομο, είναι και ο βασικός υπεύθυνος για την ενίσχυση της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ). Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε αυτές τις πολιτικές, μέσα από τα Μνημόνια και την επιτροπεία, τόσο εμφανιζόταν δικαιωμένη η πολιτική του πάλαι ποτέ δικομματισμού στα μάτια της κοινωνίας και αυτό εκφράσθηκε στην κάλπη. Τα αντίδωρα του κ. Τσίπρα περισσότερο εκνεύρισαν, παρά ανακούφισαν τον κόσμο.
Αντίθετα, οι νόμοι που ψήφισε κάλυψαν τις εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη για επταήμερη λειτουργία των επιχειρήσεων και συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στον κλάδο της υγείας. Το τραγελαφικό είναι ότι κάποιοι νόμοι, όπως η επταήμερη λειτουργία, μέσω επιχειρησιακών συμβάσεων, χωρίς αναγνώριση αργιών, εφαρμόζονται ήδη επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως στην περίπτωση της πολυεθνικής Παπαστράτος-Philip Morris.
Η παρουσίαση πειστικής, εναλλακτικής πολιτικής ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, παρόλο που προϋποθέτει ρήξεις, ήταν και η βασική αδυναμία της πραγματικής Αριστεράς. Οι δυνάμεις της, κομμουνιστικές και μη, περιορίσθηκαν σε γενικόλογες καταγγελίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του συστήματος, χωρίς να παρουσιάζουν στόχους και πολιτικές διεξόδου από την κρίση.
Θέματα όπως η κρατικοποίηση των τραπεζών, μπροστά μάλιστα σε πιθανολογούμενη νέα ανακεφαλαιοποίησή τους με κρατικά λεφτά, ο εργατικός έλεγχος και η προστασία του οκταώρου και των αργιών, ακόμα και η προστασία της πρώτης κατοικίας απέναντι στους πλειστηριασμούς έμειναν έξω από τον προεκλογικό λόγο της Αριστεράς.
Αξιοποιήθηκαν, αντίθετα, από ξαναζεσταμένες «γλαρόσουπες», όπως το ΜέΡΑ25 του κ. Βαρουφάκη, που ως νέος Τσίπρας του 2015 υποσχέθηκε ότι θα πείσει τους Ευρωπαίους να αλλάξουν ρότα γιατί αυτό είναι προς το συμφέρον όλων, εργατών, καπιταλιστών, ελευθέρων επαγγελματικών κ.λπ., κερδίζοντας έτσι την όποια αμφισβήτηση εκφράσθηκε στις ευρωεκλογές.
Όμως «τα γεγονότα είναι πεισματάρικα», όπως έλεγε και ο Λένιν. Έχει ήδη διαρρεύσει στον Τύπο ότι στην περιοδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) αναφέρεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 θα είναι 2,4%, αντί για 3,6% που προβλέπεται στον προϋπολογισμό. Η προσπάθεια να αποδοθεί η υστέρηση στο 1 δισ. ευρώ που μοίρασε ο κ. Τσίπρας προεκλογικά δεν πείθει.
Κατ’ αρχάς, το 1 δισ. προερχόταν από υποτιθέμενα πλεονάσματα του 2017. Επιπλέον, 1,2% υστέρηση σημαίνει απώλεια 2 και όχι 1 δισ. ευρώ. Κοντολογίς, η αδυναμία της οικονομίας να αναπτυχθεί με πλεονάσματα του 3,5%, που γνώριζαν πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών, αλλά αγνοούσαν υποτίθεται οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών, ο κ. Τσίπρας, αλλά και ο κ. Μητσοτάκης, γίνεται πλέον πασιφανής. Το κυριότερο είναι όμως ότι η έκθεση μπορεί να πυροδοτήσει νέο κύκλο μέτρων λιτότητας για την επόμενη κυβέρνηση με το «καλημέρα».
Από αυτήν τη σκοπιά το διακύβευμα των εκλογών για τις δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς είναι ξεκάθαρο. Στόχος πρέπει να είναι ο περιορισμός των δυνατοτήτων οποιασδήποτε κυβέρνησης να πάρει μέτρα ή ακόμη και να οδηγήσει τη χώρα σε ένα τέταρτο Μνημόνιο, όπως ισχυρίζονται παράγοντες του συστήματος, προεξάρχοντος του πρώην πρωθυπουργού κ. Σημίτη.
Η Δεξιά θα προσπαθήσει να πάει στις εκλογές χωρίς πολύ συζήτηση και αντιπαράθεση. Ήδη το βάρος της κριτικής στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αναλαμβάνει το ΚΙΝΑΛ, σε μια προσπάθεια να πάρει τη ρεβάνς για το διάστημα 2012 – 2019. Είναι μια ρηχή, αδιέξοδη αντιπαράθεση, που δεν αντέχει ούτε τη βάσανο της εκλογικής αριθμητικής. Όλοι καταλαβαίνουν ότι η αυτοδυναμία της ΝΔ μπορεί να αποτραπεί μόνο με την είσοδο περισσότερων κομμάτων στη Βουλή.
Κομμάτων και δυνάμεων που θα εγγυηθούν όμως τον αντιπολιτευτικό τους ρόλο και δεν θα γίνουν… σούργελο, όπως έγιναν το ΚΙΝΑΛ, ο Λεβέντης, η ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι το τελευταίο διάστημα. Μόνο η πολιτική πορεία δυνάμεων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και πρόσωπα και συλλογικότητες που ακολούθησαν τη ΛΑΕ και άλλες δυνάμεις μπορούν να εγγυηθούν αυτόν τον ρόλο. Η εκλογική σύμπραξή τους δεν θα περιοριστεί φυσικά στη Βουλή, αλλά κυρίως θα οργανώσει την αντίσταση στους δρόμους μετά τις εκλογές.