Δεν υπογράφει το Διάταγμα ο Παυλόπουλος
Στον «αέρα» οι αλλαγές στη Δικαιοσύνη
Υπό αίρεση τελούν οι αλλαγές που αποφάσισε η κυβέρνηση στην κορυφή της Δικαιοσύνης, εν μέσω προεκλογικής περιόδου και παρά τη γενική κατακραυγή. Η τελική έγκριση περνάει από τα χέρια του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου, ο οποίος παρά τις πιέσεις που ενδεχομένως του ασκούνται κρατάει κλειστά τα χαρτιά του. Διαμηνύει δε πως «ό,τι είναι να κάνει θα το κάνει μετά τις 30 Ιουνίου», οπότε και λήγει τυπικά η θητεία της ηγεσίας του Αρείου Πάγου.
Σύμφωνα με πληροφορίες από έγκυρες πηγές, ο κ. Παυλόπουλος έχει αποφασίσει να μην υπογράψει το σχετικό Διάταγμα με το αιτιολογικό ότι η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και δεν μπορούν να γίνονται οποιεσδήποτε αλλαγές σε αυτό το επίπεδο. Το τελευταίο που επιθυμούσε ο Αλ. Τσίπρας είναι οι αλλαγές να «παγώσουν» και οι επιλογές των νέων προσώπων στη Δικαιοσύνη να γίνουν από την επόμενη κυβέρνηση.
Την ίδια στιγμή δίνουν και παίρνουν τα σενάρια ως προς την τελική στάση που θα τηρήσει ή πρέπει να τηρήσει ο κ. Παυλόπουλος. Το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο (7 Ιουλίου οι εθνικές εκλογές) είναι ένα θέμα που πιθανόν θα βαρύνει στις τελικές αποφάσεις του. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα υπογράψει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αποφύγει μια κρίση στις σχέσεις του με την κυβέρνηση, που μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση θεσμών. Κατά άλλους, ο κ. Παυλόπουλος δεν πρόκειται να συναινέσει στους σχεδιασμούς και τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, υπό τις παρούσες συνθήκες. Ότι η χώρα οδεύει σε εθνικές εκλογές, λειτουργεί περίπου ως υπηρεσιακή κυβέρνηση και δεν μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις σε τέτοιου είδους ζητήματα που δεσμεύουν την επόμενη κυβέρνηση.
Ανησυχία στην κυβέρνηση – Κατακραυγή από τα κόμματα
Υπενθυμίζεται ότι σε ανάλογη περίπτωση το 2016 ο κ. Παυλόπουλος περίμενε ως τις 30 Ιουνίου, ώστε να λήξει η θητεία της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτ. Κουτζαμάνη, ενώ η κυβέρνηση είχε πρόωρα αποφασίσει να την αντικαταστήσει με την Ξ. Δημητρίου. Η διαφορά με σήμερα είναι ότι τότε η χώρα δεν βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι συνταγματολόγοι καυτηριάζουν τους χειρισμούς της κυβέρνησης και την επιμονή της να προχωρήσει σε αλλαγές προσώπων στην ανώτατη βαθμίδα της δικαιοσύνης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. «Η κυβέρνηση τελεί υπό παραίτηση, διότι έχει απολέσει, όπως το συνομολογεί, την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος», σημειώνει ο καθηγητής Αντ. Μανιτάκης και προσθέτει: «Έχει χάσει η κυβέρνηση τη δημοκρατική και συνταγματική της νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσεως, ούτε έχουν επείγοντα χαρακτήρα».
Από την πλευρά του ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Ν. Αλιβιζάτος επισημαίνει ότι «από το βράδυ της 26ης Μαΐου η αποστολή της σημερινής κυβέρνησης έχει περιοριστεί στη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων, δεν μπορεί να ασκήσει αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στη βέλτιστη διεξαγωγή των εκλογών». Σημειώνει δε ότι «θα ήταν αντίθετο όχι μόνο προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του Συντάγματος αν η σημερινή κυβέρνηση, ως οιονεί υπηρεσιακή κυβέρνηση, επέσπευδε να επιλέξει τον επόμενο Πρόεδρο και τον επόμενο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου».
Ο συνταγματολόγος Κ. Χρυσόγονος υπογραμμίζει ότι η επιλογή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο «συνιστά καταδολίευση του άρθρου 90 του Συντάγματος». Ο δε Ευάγ. Βενιζέλος, αφού στηλίτευσε τις αποφάσεις της κυβέρνησης, απηύθυνε έκκληση προς τον Πρ. Παυλόπουλο προκειμένου να μην υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προστατεύοντας έτσι «το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας και της ηγεσίας δικαιοσύνης» και ταυτόχρονα «να προστατεύσει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος».
Πυρ ομαδόν από τους Συνταγματολόγους
Έγκυροι νομικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν επιτρέπεται να υπογράψει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα όχι μόνο μετά την 30ή Ιουνίου, που λήγει η θητεία της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, αλλά και μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μείζον πολιτικό ζήτημα, που, όπως τονίζουν, «η αφροσύνη των απερχομένων κυβερνόντων οδηγεί σε μείζονα κρίση, με την εμπλοκή πλέον του Προέδρου της Δημοκρατίας».
Υπενθυμίζουν ακόμη οι νομικοί κύκλοι ότι ο ν. 2190/1994, ο λεγόμενος «νόμος Πεπονή», καθιστά απαγορευτική (αδύνατη) την υπογραφή του Διατάγματος από τον κ. Παυλόπουλο. Και αυτό διότι στον συγκεκριμένο νόμο υπάρχει ρητή διάταξη σύμφωνα με την οποία «από την προκήρυξη των εκλογών έως και τη διεξαγωγή τους απαγορεύεται οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή στο Δημόσιο», είτε πρόκειται για τη μετάταξη υπαλλήλων, είτε παραγγελία που αφορά το Δημόσιο, είτε την τοποθέτηση δικαστών Ανωτάτων Δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι, από 1 έως 7 Ιουλίου οποιοδήποτε Διάταγμα που θα όριζε τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου θα ήταν παράνομο και αντισυνταγματικό.
Σφοδρές ήταν οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης στους χειρισμούς της κυβέρνησης. Για «θεσμικά πρωτοφανή απόφαση, η οποία εμπλέκει κατά απαράδεκτο τρόπο τον τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» έκανε λόγο η Νέα Δημοκρατία, προσθέτοντας ότι ο τελευταίος «καλείται να αποφασίσει αν θα εγκρίνει μια θεσμικά παράνομη και αντισυνταγματική ενέργεια». Στη σχετική ανακοίνωσή της σημειώνει ακόμη ότι προφανώς έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Για καθεστωτικές παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη κατηγόρησε την κυβέρνηση ο αρμόδιος τομεάρχης του Κινήματος Αλλαγής Θ. Παπαθεοδώρου, τονίζοντας πως με τις πράξεις της διασύρει και υπονομεύει τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Το ΚΚΕ επανέλαβε την πάγια διαφωνία του για τον ορισμό της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση.