Η «γειτονιά» της Ανατολικής Μεσογείου παίρνει φωτιά
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Οι καρέκλες πάνω και από τα εθνικά μας θέματα
-Οι Τούρκοι, υβριστές των θυμάτων τους με την άρνηση της Γενοκτονίας των Ποντίων
Με τις εξελίξεις στο μέτωπο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων να παίρνουν καταιγιστικό χαρακτήρα, καθώς πλησιάζει η ώρα της κρίσης για την υπόθεση των S-400, η Αθήνα απλώς χαριεντίζεται από προεκλογικό μπαλκόνι σε προεκλογικό μπαλκόνι, ενώ η τουρκική απειλή είναι διαρκώς παρούσα και ολοένα πιο επικίνδυνη.
Η Ουάσινγκτον επιβεβαίωσε το σκληρό τελεσίγραφο που έχει δοθεί στον Ταγίπ Ερντογάν, με το οποίο του έδωσε διορία σχεδόν δύο εβδομάδων, εντός των οποίων είτε θα πρέπει να ακυρωθεί η παραγγελία των S-400 είτε η Τουρκία θα αντιμετωπίσει την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ, βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας.
Η Τουρκία έσπευσε να απορρίψει το αμερικανικό τελεσίγραφο, δηλώνοντας μάλιστα ότι στέλνει τούρκους αξιωματικούς στη Ρωσία για να εκπαιδευθούν στο ρωσικό πυραυλικό σύστημα, ενώ τούρκοι αξιωματούχοι κομπάζουν ότι η Τουρκία δεν φοβάται και μπορεί να αντιμετωπίσει τις αμερικανικές κυρώσεις.
Σε όλους όμως είναι γνωστό ότι η χειμαζόμενη από την κρίση τουρκική οικονομία έχει ελάχιστες αντοχές, καθώς θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες και για τους πολίτες, λόγω έκρηξης του πληθωρισμού, αλλά και για τους πυλώνες της οικονομίας, τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, που ο δανεισμός τους είναι σε δολάρια.
Η έκβαση της αντιπαράθεσης αυτής μεταξύ ΗΠΑ – Τουρκίας θα καθορίσει τις ευρύτερες ισορροπίες στην περιοχή αλλά και τον προσανατολισμό της Τουρκίας, που δείχνει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη Δύση.
Στις ΗΠΑ μάλιστα γίνονται και παράλληλες κινήσεις, καθώς το νομοσχέδιο που προβλέπει την ενίσχυση της στρατηγικής συνεργασίας των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο με Ελλάδα – Κύπρο – Ισραήλ εισάγεται προς έγκριση μετά τη Γερουσία και στο Κογκρέσο, μια πρωτοβουλία που θα προσδώσει –όταν ολοκληρωθεί– και νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα στη συνεργασία αυτή για κάθε μελλοντική κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Με τα γεγονότα αυτά να βάζουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις, συνεχίζεται από πλευράς Άγκυρας η υψηλών τόνων ρητορική με στόχο την Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των στρατιωτικών κλιμακίων των δύο χωρών για την εξέταση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Μια συζήτηση που γίνεται περισσότερο περί όνου σκιάς, καθώς ουσιαστική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει λόγω της προσπάθειας της Τουρκίας να εισάγει προς διαπραγμάτευση ζητήματα που αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Εξάλλου από το 1988 υπάρχει ολοκληρωμένο πλαίσιο ΜΟΕ, το οποίο εμπλουτίστηκε και μετά το 2000 και καλύπτει κάθε πτυχή της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, τόσο για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ τους, όσο και για κανόνες συμπεριφοράς στη διάρκεια ασκήσεων και στρατιωτικών δραστηριοτήτων γενικά, που αποτρέπουν τις εντάσεις και τον κίνδυνο ατυχήματος.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα ΜΟΕ παραβιάζονται συστηματικά από την Τουρκία, η οποία με την πίεση που ασκεί με τις συνεχείς παραβιάσεις θέλει να οδηγήσει υποχρεωτικά τη συζήτηση στο πακέτο των διεκδικήσεών της.
Ο ίδιος ο τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ δεν μάσησε τα λόγια του όταν αναφέρθηκε στις συνομιλίες των στρατιωτικών κλιμακίων στην Αθήνα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Τους είπαμε, ‘‘βάλτε στο τραπέζι όλα τα προβλήματα που προκύπτουν μέχρι σήμερα ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Όλοι να θέσουν τα δικά τους επιχειρήματα, τις θέσεις τους. Εμείς είμαστε υπέρ της ειρήνης, της φιλίας και των σχέσεων καλής γειτονίας. Δεν απειλούμε κανέναν. Δεν επιτιθέμεθα σε κανέναν. Μόνο και μόνο προσπαθούμε να προστατεύσουμε τα δικαιώματα και το δίκαιο αυτού του υπερήφανου λαού’’».
Και συγχρόνως έσπευσε να προσθέσει ότι η Τουρκία «θα συνεχίσει να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της και τα δικαιώματα της ‘‘Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου’’ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, απέναντι στις μονομερείς ενέργειες της ελληνοκυπριακής διοίκησης».
Ο κ. Ακάρ είναι ξεκάθαρος για το τι επιδιώκει να συζητήσει η Τουρκία σε αυτό το επίπεδο, που δεν περιορίζονται φυσικά σε ΜΟΕ, όπως η εκ νέου ενεργοποίηση της απευθείας τηλεφωνικής γραμμής των δύο υπουργείων Άμυνας κ.λπ., αλλά αφορούν, όπως λέει, τα «προβλήματα που προκύπτουν σε Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειο και Κύπρο»…
Στον ίδιο τόνο είναι και παρεμβάσεις άλλων τούρκων αξιωματούχων. Ο εκπρόσωπος του ΑΚΡ Ομέρ Τσελίκ με προκλητικό τρόπο δήλωσε ότι οι Ελληνοκύπριοι και η Ελλάδα φαίνεται να μην έχουν πάρει το μάθημά τους από την Ιστορία και προειδοποίησε ότι κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει ότι «η Τουρκία, παρά τις επιθετικές ενέργειες της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής διοίκησης στην υφαλοκρηπίδα της Τουρκίας και τις συμφωνίες με εταιρείες ορισμένων χωρών και την πρόσκληση ναυτικών δυνάμεων άλλων χωρών, θα προστατεύσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της “ΤΔΒΚ”».
Όμως ο κ. Τσελίκ προχώρησε ακόμη περισσότερο λέγοντας επίσης ότι «η ιστορία με τους Έλληνες και τους Ελληνοκυπρίους μας έχει διδάξει ότι είναι μια κατάσταση που δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε. Στο ζήτημα των δικαιωμάτων και των συμφερόντων μας να μην έχει κανείς αμφιβολία ότι θα κάνουμε τα πιο αποφασιστικά βήματα. Τους λέμε να αποφεύγουν δηλώσεις που δοκιμάζουν τα όριά μας και που προκαλούν. Αν θέλουν σχέσεις καλής γειτονίας, δεν υπάρχει καλύτερος γείτονας από την Τουρκία».
Η Τουρκία όμως φρόντισε αυτήν την εβδομάδα να ανοίξει και άλλο μέτωπο με αφορμή τις εκδηλώσεις που οργανώθηκαν στην Ελλάδα για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Το τουρκικό ΥΠΕΞ όχι μόνο αρνήθηκε τη Γενοκτονία, αλλά επικαλέστηκε την πρόταση Βενιζέλου για απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στον Κεμάλ και την αποζημίωση που επιδικάσθηκε, με τη Συνθήκη της Λωζάννης, να πληρώσει η Ελλάδα στην Τουρκία, προκειμένου να υποστηρίξει ότι όχι μόνο δεν υπήρξε Γενοκτονία, αλλά αντίθετα οι «βαρβαρότητες» διαπράχθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό. Έκανε λόγο για «φανταστικούς ισχυρισμούς» και «διαστρέβλωση της Ιστορίας» από ακραίους Έλληνες, που θέλουν να δημιουργήσουν μίσος εναντίον της Τουρκίας.
Το ελληνικό ΥΠΕΞ απάντησε με έντονο τρόπο, καλώντας την Τουρκία να αποδεχθεί τα ιστορικά γεγονότα με την αναγνώριση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, «προκειμένου να μην επαναληφθούν οι πιο ζοφερές στιγμές του παρελθόντος και να επουλώσουμε τις βαθιές πληγές που άφησαν πίσω».
Το ελληνικό ΥΠΕΞ επισημαίνει ακόμη ότι «η αναγνώριση της ιστορικής αλήθειας, η αυτοκριτική και η εγκατάλειψη του αναθεωρητισμού αποτελούν ένδειξη δύναμης, όχι αδυναμίας. Αποτελούν προϋπόθεση για τον καλόπιστο διάλογο και την καταπολέμηση των ακροτήτων του εθνικισμού, για τη συμφιλίωση των λαών και των κρατών και την ειρηνική συμπόρευσή τους», προσθέτοντας ότι αυτό ακριβώς ήταν το πνεύμα με το οποίο πολιτεύτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αυτό αποτελεί την παρακαταθήκη του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις…