Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ στο “Π”: «Ξεχνώντας» το Περιστέρι
Του
ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ
Γραμματέα Κινήματος Αλλαγής
Δεν είναι η πρώτη φορά που πρόεδρος της ΝΔ προκαλεί με τις δηλώσεις του σε σχέση με τα εργασιακά δικαιώματα, την ισότητα ευκαιριών και το κοινωνικό κράτος. Ωστόσο η πλέον πρόσφατη αποστροφή του κ. Μητσοτάκη, κατά την οποία η πρόσβαση στην εκπαίδευση και ο βαθμός αυτής κρίνονται από την ταξική γεωγραφία του τόπου κατοικίας ενός νέου ανθρώπου, δεν είναι μια απλώς ατυχής διατύπωση. Δεν είναι μια κακή φωτογραφία της στιγμής.
Αποδίδει με απόλυτη σαφήνεια τη διαχρονική –αν και πολλές φορές καλά κρυμμένη– αντίληψη της συντηρητικής παράταξης σε σχέση με την κοινωνική κινητικότητα. Σε σχέση δηλαδή με τη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να αλλάξει τη μοίρα του με βάση τις ικανότητές του, τη δουλειά και τον κόπο του, ασχέτως της κοινωνικής καταγωγής των γονιών του ή όποιας άλλης διάκρισης. Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας αποκλεισμών, μιας κοινωνίας με ανισότητες, χωρίς αξιοκρατία, όπου το όνομα ή η κοινωνική αναφορά του καθενός προδιαγράφουν το μέλλον του. Για αυτόν, χωρίς αυτόν. Είναι η ερμηνεία μιας προγενέστερης αποστροφής, σύμφωνα με την οποία «οι κοινωνικές ανισότητες είναι ένα φυσικό φαινόμενο».
Και αυτή η αντίληψη δυστυχώς παγιώθηκε ξανά μέσα στην κρίση. Όταν ολοένα και περισσότεροι νέοι, όχι μόνο από το «Περιστέρι» ή τις βιομηχανικές γειτονιές της Αθήνας, αλλά από ολόκληρη την Ελλάδα, που δεν είχαν το προνόμιο να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, παρέμειναν εγκλωβισμένοι σε μια αγορά εργασίας που αναπαράγει τα στερεότυπα του κ. Μητσοτάκη.
Στερεότυπα που όχι μόνο δεν ανέτρεψε ο κύριος Τσίπρας, αλλά καθ’ όλο το διάστημα που επιδίδεται σε διαφόρων ειδών «κοτερομαχίες» με την αξιωματική αντιπολίτευση τα ενίσχυσε και τα εξέθρεψε. Είτε με τη μορφή της αντιμετάθεσης του κόστους της μνημονιακής του μετάλλαξης στους πολίτες, που παρέτεινε την κρίση, είτε με την υπερφορολόγηση των σύγχρονων μη προνομιούχων, των νέων επιστημόνων και ελευθέρων επαγγελματιών, είτε με τις πολιτικές ανακύκλωσης της φτώχειας, τις οποίες πιστά εφαρμόζει.
Εκεί άλλωστε έγκειται και η πλέον ουσιαστική διαφορά των προοδευτικών δυνάμεων σε σχέση με τους δύο εκφραστές της συντήρησης στη χώρα μας, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Ότι ακριβώς ο μεν πρώτος αποστρέφεται την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις επενδύσεις ώστε να μπορεί να μεταχειρίζεται το κράτος ως λάφυρο. Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη θεωρεί ότι μόνον η αγορά, χωρίς καμία ρύθμιση από την οργανωμένη Πολιτεία, χωρίς τη θεσμοθετημένη προστασία των αδυνάτων, μπορεί να φέρει την όποια λύση.
Και όσο και αν η σημερινή διλημματική αποτύπωση της πολιτικής πραγματικότητας το αποσιωπά, θα υπάρχει πάντα το γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο να δίνει λύση στο αδιέξοδο. Αυτό που αντιλαμβάνεται πως ναι, χρειάζεται και η ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά και το κράτος, μέσω της νομοθετικής του παρέμβασης, όπου η τελευταία αστοχεί. Κατανοεί δηλαδή ότι η αγορά παράγει νέο πλούτο και ότι η πολιτική τον διανέμει δίκαια. Αυτή είναι και η πολιτική πρόταση που, τα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, έβαλε τέλος στην «ξεχασμένη» Ελλάδα, με πολίτες πολλών κατηγοριών, τη χώρα των δελτίων κοινωνικών φρονημάτων και απελευθέρωσε τα κοινωνικά στεγανά με μεγάλες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Από τη μισθολογική ισότητα ανδρών – γυναικών και την καθιέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων έως τον ΑΣΕΠ, με την αξιοκρατική επιλογή της στελέχωσης του δημόσιου τομέα. Πρόκειται για τις μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού, που έγιναν πράξη από τη Δημοκρατική Παράταξη. Είναι η εποχή όπου όλοι οι πολίτες έζησαν καλύτερα με το ΠΑΣΟΚ, είτε έμεναν στο Περιστέρι είτε σε οποιαδήποτε άλλη γειτονιά, στην πόλη ή στο χωριό.
Είναι η πραγματική αλλαγή που γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στις δύο όχθες του Κηφισού.
Οι παλιοί το θυμούνται, ήρθε η ώρα και οι νέοι να το μάθουν, να το ζήσουν.
Σε μια κοινωνία που δεν θα «ξεχνά» το Περιστέρι, αλλά θα ξεκινάει με όλους.
Κίνημα Αλλαγής τώρα!