Κ. Μελάς: Τι κρύβουν τα νέα μέτρα της κυβέρνησης


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Λίγο πριν από τις τριπλές εκλογές της 26ης Μαΐου ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μια νέα δέσμη μέτρων για την οικονομία. Πρόκειται για ένα πακέτο με άμεση εφαρμογή το οποίο θα ψηφιστεί εντός του Μαΐου και ένα δεύτερο πακέτο που αφορά το 2020 και το οποίο προγραμματίζεται να ψηφιστεί αργότερα, αλλά σε κάθε περίπτωση πριν ψηφιστεί ο προϋπολογισμός του 2020. Αφήνοντας κατά μέρος τα μέτρα που αφορούν το 2020, διότι θα μεσολαβήσουν οι εθνικές εκλογές, με άγνωστο αποτέλεσμα, θα περιοριστούμε στον σχολιασμό των μέτρων για το 2019.

Το πακέτο μέτρων του 2019 –το οποίο θα χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά με τα προβλεπόμενα πρωτογενή υπερπλεονάσματα του 2018 (περίπου 0,8% του ΑΕΠ ή 1,5 δισ. ευρώ)– θα περιλαμβάνει τα εξής:

1. Τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% που είναι σήμερα στο 13%.
2. Τη μετάταξη των τροφίμων από το 24% που είναι σήμερα στο 13%.
Αυτά τα δύο μέτρα έχουν συνολικό δημοσιονομικό κόστος 260 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιουνίου – Δεκεμβρίου.
3. Τη μείωση του ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο από το 13% που είναι σήμερα στο 6% τόσο για τους ιδιώτες, όσο και για τις επιχειρήσεις.
4. Την καταβολή της λεγόμενης 13ης σύνταξης με τον παρακάτω τρόπο:

1. Για συντάξεις έως 500 ευρώ θα καταβάλλεται μία ισόποση σύνταξη.
2. Για συντάξεις από 500 έως 600 ευρώ θα καταβάλλεται το 70% μίας σύνταξης (δηλαδή 350 – 420 ευρώ).
3. Για συντάξεις από 601 έως 1.000 ευρώ θα δίδεται το 50% (300 – 500 ευρώ).
4. Για συντάξεις άνω των 1.000 ευρώ θα δίδεται το 30% μίας ολόκληρης σύνταξης (από 300 ευρώ και πάνω)

Το κόστος αυτού του μέτρου ανέρχεται στα 800 εκατ. ευρώ.

Η καταβολή της λεγόμενης 13ης σύνταξης αναμένεται να έχει θετικές επιδράσεις από τη μεριά της ζήτησης (με δεδομένη την υψηλή οριακή ροπή για κατανάλωση των περισσοτέρων κοινωνικών στρωμάτων που θα γίνουν αποδέκτες) αλλά και σε πολλές περιπτώσεις τη μερική αποπληρωμή υποχρεώσεων προς το κράτος, τη ΔΕΗ και πιθανόν και σε άλλες υποχρεώσεις. Συνεπώς αναμένεται θετική επίδραση στη μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και συνεπώς στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Επιπλέον, αναμένονται θετικές επιδράσεις γενικότερα στην αγορά, διότι αποδέκτες της αυξημένης κατανάλωσης θα είναι οι διάφορες επιχειρήσεις.

Τα υπόλοιπα δύο μέτρα αναμένεται να έχουν θετικές επιδράσεις από τη μεριά της προσφοράς. Αυτό σημαίνει ότι η αναμενόμενη μείωση των τελικών προϊόντων θα δημιουργήσει μια αύξηση της ζήτησης (τουλάχιστον σε σειρά προϊόντων) με αποτέλεσμα την αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων. Ειδικά η μείωση του ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο θα μειώσει το βάρος των επιχειρήσεων όσον αφορά το κόστος παραγωγής των προϊόντων και τις δαπάνες των νοικοκυριών.

Σύμφωνα με τα παραπάνω οι εξελίξεις αναφορικά με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και την ανακούφιση των εμπλεκόμενων κοινωνικών στρωμάτων αναμένεται να είναι θετική.

Σε συνδυασμό με ήδη δρομολογημένα μέτρα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, οι 120 δόσεις και η αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης στις συντάξεις χηρείας, είναι προφανές ότι υπάρχουν οι συνθήκες έστω και περιορισμένης βελτίωσης της θέσης των στρωμάτων εκείνων που κατεξοχήν επλήγησαν τα προηγούμενα χρόνια.

Επίσης μπορούμε να πούμε ότι τα μέτρα αυτά δεν θα οδηγήσουν και σε κάποιον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, δεδομένων των μεγάλων πλεονασμάτων που έχουν επιτευχθεί. Όμως, πέραν του θετικού αποτελέσματος που θα έχουν στην άμεση αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τα μέτρα αυτά δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν μια θετική επίπτωση στον βασικό αναπτυξιακό μοχλό της οικονομίας, τις επενδύσεις.

Σήμερα η ελληνική οικονομία κατεξοχήν πάσχει από τη διαμόρφωση ενδογενών όρων ανάπτυξης που να στηρίζεται κυρίως στην παραγωγή. Αυτό φαίνεται από την αδυναμία αύξησης (ποσοτικής και ποιοτικής) των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκε σημαντικά –κατά 0,4% του ΑΕΠ ή κατά 13,6% ετησίως για δεύτερο συνεχές έτος–, συντείνοντας στην αδυναμία των συνολικών επενδύσεων.

Επίσης, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου γενικά στην οικονομία συρρικνώθηκε κατά 12,2% την περίοδο 2018/2019.

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι το κλειδί για έναν νέο κύκλο ανάπτυξης βρίσκεται κυρίως στη δυνατότητα ανάπτυξης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας (που συνήθως είναι και υψηλής ειδίκευσης ως προς την ποιότητα της εργατικής δύναμης που απασχολείται).

Και αυτό δεν μπορεί να επαφίεται απλώς στη σχετική αύξηση της καταναλωτικής δύναμης. Προφανώς, από μία κλίμακα και πάνω η αυξημένη ζήτηση αποτελεί κίνητρο για τις επιχειρήσεις, ώστε να επενδύσουν στη βελτίωση ή αναβάθμιση του εξοπλισμού τους ή στη διαμόρφωση νέων παραγωγικών μονάδων.

Όμως, στη σημερινή συνθήκη αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί ως μια «αυτόματη» διαδικασία. Για παράδειγμα, είναι πιθανόν μέρος της επιπλέον ζήτησης να καταλήξει απλώς στον χώρο των υπηρεσιών ή ακόμη και σε επιπλέον εισαγωγές και άρα να μην αποτελέσει κίνητρο επενδύσεων.

Συνεπώς, η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ως παράγοντας που ανοίγει τον δρόμο σε ποιοτικές ιδιωτικές επενδύσεις στη μεταποίηση, χρειάζεται να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των όποιων κυβερνητικών μέτρων.


Σχολιάστε εδώ