Θέλουμε πολιτικούς με δράση και όχι άρτιους ηθοποιούς
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Με το που πέρασαν οι γιορτινές μέρες της κρασοκατάνυξης και του αρνιού στη σούβλα, γιατί οι πιο πολλοί έτσι έζησαν αυτές τις μέρες της Θείας Θυσίας, άρχισε ο χορός των αποκαλύψεων, της απότομης προσγείωσης στην άσχημη πραγματικότητα.
Και αυτή η πραγματικότητα είχε σκεπάσει δράματα και γεγονότα που είχαν ξεχασθεί κάτω από τον παλμό των ημερών. Και αναρωτιέται κανείς: Ποιος επιτέλους θα αναλάβει τις ευθύνες ενός ολοκαυτώματος που άφησε κρανίου τόπο μέσα στην Αττική κι είχε ως αποτέλεσμα το φρικτό τέλος νέων, γέρων, παιδιών στο Μάτι; Ένας τόπος που έσφυζε από ζωή, από ζωντάνια, από μικρά όμορφα σπιτάκια μέσα σε ένα κατάφυτο δάσος.
Τα καλοκαίρια τα τζιτζίκια ακούγονταν ασταμάτητα ολημερίς και ολονυχτίς και οι παιδικές φωνές από αυτήν τη μικρή γωνιά του παραδείσου, σε ένα παιχνίδι ατελείωτο, γέμιζαν το αεράκι ίσα ίσα για να στεγνώσει τη φρεσκοπλυμένη μπουγάδα της κ. Φρόσως, απλωμένη στο δεμένο από δένδρο σε δένδρο σκοινί. Πιο αργά ο ήχος των ζαριών από το τάβλι που έπαιζε ο κ. Ανέστης με τον κ. Θόδωρα. Το στοίχημα έμοιαζε με αγώνα ποδοσφαίρου και τα ουζάκια που ακολουθούσαν ήταν μικρές στιγμές ενθουσιασμού, στιγμές μιας ζωής που λύτρωνε τις σκέψεις από τη δύσκολη καθημερινότητα.
Ένας μαύρος τόπος έμεινε, που η φύση προσπαθεί να ομορφύνει με αγριολούλουδα της άνοιξης κάτω από έναν κατάλευκο σταυρό, προσφορά στους ανθρώπους που άφησαν την ψυχή τους στους δρόμους, στα δένδρα, στον αέρα, αγκαλιασμένοι με τα παιδιά τους που ζητούσαν βοήθεια από ένα κράτος ανίκανο και απάνθρωπο.
Στη λύπη ποιος συμμετέχει, κύριοι; Ποια ήταν η προσφορά του κράτους στους νεκρούς που άφησαν πίσω όνειρα; Καιρός να σοβαρευτείτε, έχοντας κοντά σας τους ταλαιπωρημένους, τους δυστυχισμένους συγγενείς της Μάνδρας και του Ματιού. Να αναλάβετε τις ευθύνες σας σαν πραγματικοί συμπατριώτες ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους απροσδόκητα και τραγικά. Εκείνη η θάλασσα που έβραζε σκεπασμένη από καπνό, με ανθρώπους να πιάνονται από τα μικρά καραβάκια των ψαράδων, πώς θα μπορέσει να λείψει από τις εικόνες της τηλεόρασης και να φαντάζει σαν ταινία τρόμου;
Πώς θα μπορέσουμε να μην ξαναδούμε το νερό της βροχής, που μας βοηθά στις καλλιέργειες, σαν ένα πελώριο ποτάμι που έπνιξε και έφτασε ανθρώπους και αυτοκίνητα μέχρι τη θάλασσα;
Τι συμβαίνει σε αυτήν τη χώρα, που θαρρείς και ζει στους δικούς της δύο ρυθμούς; Στον ρυθμό της σκληρής πραγματικότητας και στον ρυθμό των πολιτικών, που αυτό που τους ενδιαφέρει είναι μόνο η εξουσία;
Θέλουμε πολιτικούς με δράση, με αλήθειες, με σοβαρότητα και όχι άρτιους ηθοποιούς μιας κακοπαιγμένης παράστασης.
Για ποιο κράτος δικαίου μιλάνε; Για ένα κράτος που αφήνει ανυπεράσπιστους τους πολίτες του.
Ως πότε ένα τραγικό γεγονός και μόνο θα ενώνει μια πόλη, ένα χωριό που σήμερα προσεύχεται για την ζωούλα ενός οκτάχρονου μικρού κοριτσιού; Τότε μόνο φαίνεται πως οι Έλληνες έχουμε ακόμα αισθήματα, γυρίζουμε πίσω στις ρίζες μας, στην πίστη που μας έδειχνε μέχρι σήμερα το φως το Θείο και μας έδωσε το δώρο της ζωής. Στην ουσία λοιπόν αυτοί είμαστε.