Η αγάπη γλιτώνει

Η αγάπη γλιτώνει


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


Προχθές συζητούσα με έναν αγαπημένο μου φίλο. Ξαφνικά άρχισε να μου διαβάζει μία παράγραφο από κάποιο δοκίμιο και απόρησα, γιατί μου περιέγραφε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα. «Πολύ σωστός», του απάντησα, «ξέρεις, όμως, είναι γραμμένο το 1940 από τον Έριχ Φρομ, στο βιβλίο του ‘‘Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία’’».

Μου έκανε εντύπωση, πρόθυρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια λόγω της άπλετης ελευθερίας να τη χειριστούν και τρόμαζαν μπρος σε εκείνο το αντικομφορμιστικό κίνημα που επικρατούσε παντού.

Σκέφθηκα ότι το έχω ακούσει και από τον θαυμάσιο ηθοποιό και φίλο τον Κ. Κωνσταντόπουλο στην «Απολογία» του Σωκράτους ένα χειμωνιάτικο βροχερό βράδυ σε μια μικρή θεατρική αίθουσα. Τότε τον είχα ρωτήσει αφελώς και ηλιθίως: «Πώς θυμάσαι όλο αυτόν τον μονόλογο;». Με κοίταξε και μου είπε: «Ξέρω τι λέω». Έλα όμως που εγώ δεν άκουγα και δεν καταλάβαινα παρά μόνο τη λέξη «ελευθερία». «Δηλαδή, εσύ τι κατάλαβες με ρώτησε;». «Το ξέρω θα σου έλεγα», του είπα, ότι από συναίσθημα αντιλαμβάνομαι πόσο γρήγορα και απότομα η ελευθερία μπορεί να αλλάξει μορφή και να γίνει βία ανεξέλεγκτη, να ξεθεμελιώσει κοινωνίες, επηρεασμένη από τις συνθήκες που επικρατούν σε έναν τόπο».

Ήταν έλλειψη κανόνων και αξιών, η φτώχεια, η πείνα, η αθρόα και ατελείωτη μεταφορά κυνηγημένων από γειτονικές χώρες, δηλαδή, η εκμετάλλευση προσφύγων από εμπόλεμες περιοχές.

Όλα αυτά κάνουν την ελευθερία κόμπο στον λαιμό, που σε γεμίζει απελπισία, που σε κάνει να ασφυκτιάς κάτω από το βάρος της σκληρής μορφής των δύο πλευρών του ιδίου νομίσματος, «ελευθερία» και «υποδούλωση» σε οικονομικά συμφέροντα που έχουν ξεπεράσει τα όρια του πλουτισμού. Φοβερίζουν, σκοτώνουν χωρίς κανέναν ενδοιασμό σαν ένα αρπακτικό, απαιτούν, προσπαθούν να δημιουργήσουν πόλεμο μέσα στις πόλεις, χτυπώντας παντού. Για να ζήσουν χωρίς κόπο, χωρίς βάσανο.

Είναι σαν να βρισκόμαστε σε ένα καράβι με χαλασμένη την πυξίδα, που πηγαίνει λάθος και δέρνεται ανελέητα από τα τεράστια αγριεμένα κύματα, αφού κανείς σαν σήμερα δεν μπόρεσε να τιθασεύσει τη φύση. Πελαγοδρομούμε μουσκεμένοι ως το κόκκαλο με μάτια ορθάνοιχτα, ψάχνοντας να βρούμε στο βάθος του ορίζοντα τη γη της γαλήνης.

Τρέμουν τα χείλη ακούγοντας και βλέποντας εγκλήματα, ληστείες, μωρά να θυσιάζονται στον βωμό του παραλογισμού, που μεγαλώνει και όλο μεγαλώνει μαζί με τη βία. Παιδιά φεύγουν μαζί με γονιούς χαμένους στο έρεβος της αδυναμίας τους, της απελπισίας τους, της κρυφής μοναξιάς, που καιροφυλακτεί πίσω από κλειστές πόρτες.

Η πλήξη απ’ το τυφλό παρόν, που τους στερεί το δικαίωμα να έχουν την αξιοπρέπεια να συντηρήσουν την οικογένειά τους, και η αγανάκτηση μεγαλώνουν, κάνοντας τα καθημερινά εγκλήματα συνήθεια. Έτσι η ελευθερία χάνει την πραγματική της έννοια και παίρνει τη θέση της η βία, ο τρόμος, ο ασυλλόγιστος παροξυσμός της ανέχειας, της πείνας, γίνεται αναρχία.

Η αγάπη χάνεται, ο χαρακτήρας αλλάζει, η ψυχή ματώνει και εκδικείται. Για ποια αγάπη μου μιλάς; Για ποια ξεχαρβαλωμένη κοινωνία, για ποια οικογένεια, που δεν έχει την πολυτέλεια να καθίσει γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι; Τότε μόνο θα μπορούσε να ελπίζει κανείς πως όλα μπορεί να συμβούν.

Η σύμπνοια μπορεί να γαληνέψει τους ανθρώπους. Στις 18 Απριλίου, στην εκπομπή του κ. Αρναούτογλου, αργά το βράδυ, άκουσα την ομιλία του πατρός Χρήστου Μήτσιου και κατάλαβα πώς μπορεί κάποιος να αισθανθεί το γλυκό νέκταρ της ανθρωπιάς να κατακλύζει την ψυχή του. Η μοναδική επωδός που έκλεινε την κάθε του θέση ήταν «η αγάπη γλιτώνει». Με λόγια απλά, με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση, ζήτησε την προσέλευση του λαού στην Εκκλησία, ζήτησε να πιστέψουμε στη θυσία του Θεανθρώπου, δάκρυσε και έδωσε ειρήνη σε ένα εκκλησίασμα που άκουγε μαγνητισμένο τα τρυφερά του λόγια και βοήθεια στο προσκοπικό του έργο. Αυτή η εκπομπή θα πρέπει, αλήθεια, να μεταδοθεί ξανά. Αξίζει τον κόπο.


Σχολιάστε εδώ