Ν. Στραβελάκης: Ευρωπαϊκή Ένωση και ελληνικά σκάνδαλα, ένας έρωτας που δεν κρύβεται
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η συζήτηση για τα σκάνδαλα, τον χρηματισμό και τις ευθύνες πολιτικών προσώπων έχει καταλάβει την πολιτική σκηνή. Μετά το μπαράζ για τους Πετσίτη, Αρτεμίου, κ.ά., που αφορούσε την κυβέρνηση και τον κ. Παππά, ήρθε το αίτημα παραπομπής Λοβέρδου για τη Novartis και έπεται συνέχεια. Η ταύτιση των πολιτικών ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, λόγω των ασφυκτικών όρων της μνημονιακής (ενισχυμένης) εποπτείας, έχει καταστήσει τα σκάνδαλα και τη σκανδαλολογία το μοναδικό πεδίο αντιπαράθεσης των δύο. Είναι ο εύκολος τρόπος να κατηγορήσουν αλλήλους χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
Όμως ακόμα και εδώ η ταύτιση ιδεών και απόψεων κατατρέχει τους μονομάχους της φακής. Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να υιοθετούν το βασικό αστικό αφήγημα της εποχής μας αναφορικά με την αντιμετώπιση της διαφθοράς και διαπλοκής. Αυτό περιγράφεται στο βιβλίο του οικονομολόγου του ΜΙΤ Ατζέμογλου και του πολιτικού επιστήμονα του πανεπιστημίου του Σικάγο Ρόμπινσον με τίτλο «Γιατί τα έθνη αποτυγχάνουν». Το επιχείρημα είναι ότι εάν οι αστικοί θεσμοί είναι ισχυροί και περιεκτικοί (inclusive), δηλαδή είναι ξεκάθαροι, ώστε να περιλαμβάνουν όλη την κοινωνία και όχι μόνο μικρές ομάδες, τότε η διαφθορά υποχωρεί σε όφελος της κοινωνικής ευημερίας.
Πάνω σε αυτό το ιδεολόγημα χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες σε Ελλάδα και Ευρώπη προσπάθησαν να δικαιολογήσουν και να επιβάλουν ένα σύνολο αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων στα χρόνια της κρίσης. Στη λογική της ενιαίας αντιμετώπισης των δανειοληπτών και συνακόλουθα της απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς, παραδείγματός χάρη, στηρίχθηκε η απαίτηση των δανειστών για κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, που οδήγησε στο νομοσχέδιο έκτρωμα πριν από λίγες μέρες. Αντίστοιχη λογική διαπνέει και την απαίτηση της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και μάλιστα χωρίς κατώτατη τιμή, με άλλα λόγια το ξεπούλημά τους.
Οι οπαδοί των «μεταρρυθμίσεων», στους οποίους έχει προστεθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, που μένει μόνο να επισημοποιήσει τον «δεσμό» του με την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, διακηρύττουν ότι σε ένα περιβάλλον «περιεκτικών θεσμών» δεν υπάρχει χώρος για Πετσίτηδες και Λαυρεντιάδηδες και Novartis και Λοβέρδους αντίστοιχα.
Βέβαια, αυτό που θέλουν είναι να μην υπάρχει χώρος για προστασία της πρώτης κατοικίας, για συλλογικές διεκδικήσεις των εργαζομένων ή για κοινωνικό και εργατικό έλεγχο στην παιδεία, την υγεία, τις τράπεζες και την ενέργεια. Κάθε προσπάθεια κάλυψης κοινωνικών αναγκών ατόμων ή ομάδων καθιστά τους αστικούς θεσμούς αποσπασματικούς, δηλαδή προνομιακούς για πρόσωπα και ομάδες. Αυτό δίνει χώρο, σύμφωνα με τους οπαδούς της αστικής άποψης, για τη διαπλοκή της εξουσίας με συντεχνίες και συμφέροντα.
Είναι φυσικά ένα μεγάλο ψέμα. Τα χρόνια της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «περιεκτικών θεσμών» η διαφθορά και η διαπλοκή όχι μόνο δεν περιορίσθηκε, αλλά διογκώθηκε μαζί με το δημόσιο χρέος.
Ο λόγος είναι ότι όσο πιο αδύναμη είναι η παραγωγική βάση μιας οικονομίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο χώρος για διαφθορά και διαπλοκή. Όπως γράφει ο Μαρξ σε ένα άρθρο/ανταπόκριση για την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών το 1853: «Η ενότητα ανάμεσα στην εξουσία… και το μονοπωλιακό χρηματικό κεφάλαιο, ανάμεσα στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και την ένδοξη επανάσταση του 1688 προωθήθηκε από την ίδια δύναμη με την οποία τα φιλελεύθερα συμφέροντα… έχουν συναντηθεί και διαπλακεί σε όλες τις χώρες και σε όλες της εποχές (με την εξουσία), με τη δύναμη της διαφθοράς». Είναι ένας εξορθολογισμός της αστικής άποψης, που εξηγεί στο σήμερα γιατί θέριεψε η διαφθορά με την κατάρρευση της παραγωγικής βάσης της Ελλάδας, η οποία εντάθηκε με την είσοδο στην ΕΕ και το ευρώ.
Η προσπάθεια των κομμάτων του ευρωμονόδρομου να αποφύγουν τη συζήτηση για τα αντιδραστικά μέτρα της μνημονιακής εποπτείας στο πλαίσιο των ευρωεκλογών, κρυπτόμενοι πίσω από τα σκάνδαλα αλλήλων, απλώς αναδεικνύει μία ακόμη αποτυχία του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της δεν βασίζεται καν σε εκλεγμένους θεσμούς και στην οποία άτυπα συμβούλια, όπως το Eurogroup, ή διορισμένοι «θεσμοί», όπως το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, αποφασίζουν για την τύχη ανθρώπων και χωρών. Μένει να αναδειχθούν τα ζητήματα αυτά από τις δυνάμεις της ρήξης και της αποδέσμευσης, οι οποίες πρέπει να πείσουν τον κόσμο, και ιδιαίτερα τον κόσμο της Αριστεράς, να πάει στην κάλπη για να καταδικάσει την πολιτική του ευρωμονόδρομου στο σύνολό της και όχι τον έναν ή τον άλλον εκφραστή της.