Χρ. Μπότζιος: Βαθμιαία και σταθερή η στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Πόσο θα διαρκέσει η ένταση στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις;
Ο τίτλος είναι περισσότερο ρητορικός, γιατί πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι ΗΠΑ και Τουρκία αργά ή γρήγορα θα τα βρουν. Πού στηρίζεται αυτή η εκτίμηση; Η απάντηση είναι η ιστορία και τα αμοιβαία συμφέροντα των δύο χωρών. Είναι γνωστό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέχεια της οποίας αποτελεί η σημερινή Τουρκία, ήταν σε συνεχή και διαρκή αντιπαλότητα με τον δυτικό κόσμο. Από τα μέσα όμως του 19ου αιώνα οι οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν να συνεργάζονται με τις δυτικές χώρες, πότε χωριστά και πότε συλλογικά.
Οι Νεότουρκοι, και ιδίως ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ, στρέφονται ενεργότερα προς τη Δύση, μία σχέση που αποκτάει σταθερές βάσεις με την ένταξη της Τουρκίας –συγχρόνως με την Ελλάδα– στο ΝΑΤΟ ( 1952) και αργότερα με την απόκτηση status υποψηφίας προς πλήρη ένταξη στην ΕΕ με τη διαδικασία των προενταξιακών διαπραγματεύσεων, οι οποίες όμως από ετών καρκινοβατούν.
Η παρούσα ένταση στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσινγκτον δεν έχει ακριβή ημερομηνία λήξης, αλλά μπορούμε να τη συνδέσουμε, άμεσα ή έμμεσα, με τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα τις πολεμικές συγκρούσεις στη Συρία, κυρίως κατά του ISIS. Το φάσμα δημιουργίας κουρδικών οντοτήτων σε Ιράκ και Συρία με απώτερο στόχο τη δημιουργία κουρδικού κράτους, για την οποία η Άγκυρα υποπτευόταν αμερικανική υποστήριξη, οδήγησε το καθεστώς Ερντογάν σε προσέγγιση με τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ τους είχαν δοκιμασθεί σοβαρά από δύο γεγονότα, την κατάρριψη ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους και την εν ψυχρώ δολοφονία του ρώσου πρέσβη, διαπιστευμένου στην Άγκυρα.
Η ανοχή, αν όχι και συνδρομή της Μόσχας σε τουρκικές στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων εντός συριακού εδάφους, ελεγχόμενου από τις ρωσικές δυνάμεις, ώθησε τον Ερντογάν σε ενεργότερη συνεργασία με τη Μόσχα αλλά και την Τεχεράνη, με αποκορύφωμα την καταρχήν συμφωνία για την προμήθεια του αντιπυραυλικού συστήματος των S-400 από τη Ρωσία, γεγονός που εξόργισε την Ουάσινγκτον και επέτεινε την κρίση στις διμερείς αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις με άλλες νατοϊκές χώρες.
Παρά τις συνεχείς επαφές σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, ακόμη και σε επίπεδο Προέδρων της Δημοκρατίας, η Άγκυρα φαίνεται, μέχρι στιγμής, ανυποχώρητη στο θέμα της προμήθειας των S-400, παρότι από αμερικανικής πλευράς έχουν γίνει δελεαστικές αντιπροτάσεις για τα ισοδύναμα αμερικανικά PATRIOT. Ενδεχόμενη απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος από την Τουρκία, εκτός της πολιτικής σημασίας, θίγει και τη συμβατότητα με το νατοϊκό οπλικό σύστημα αλλά και τα συμφέροντα της (μεγαλύτερης στον κόσμο) αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Ο τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται προ μεγάλων διλημμάτων. Οι επιλογές είναι δύσκολες και πιθανόν να έχουν υψηλό πολιτικό κόστος. Θα μπορούσε να ακυρώσει την προμήθεια των S-400, γεγονός, όμως, που θα δυσαρεστούσε και θα χαλάρωνε τις σχέσεις με τη Μόσχα, ή θα μπορούσε να επιμείνει στην προμήθειά τους, επιδεινώνοντας όμως τις σχέσεις με την Ουάσινγκτον αλλά και με άλλες δυτικές χώρες, οι οποίες έχουν δεχθεί διάφορες φραστικές επιθέσεις και απειλές από τον Πρόεδρο Ερντογάν.
Προφανώς δεν είναι τυχαίες οι πρόσφατες δηλώσεις του ιταλού υπουργού Εσωτερικών και προέδρου του κόμματος της Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι, αλλά και εκπροσώπων άλλων χωρών, οι οποίοι επισήμαναν ότι «η Τουρκία δεν θα είναι ποτέ Ευρώπη και η πορεία της ένταξης στην ΕΕ πρέπει να διαγραφεί». Είναι πολύ πιθανό ΗΠΑ και Τουρκία να βρουν κάποια φόρμουλα ομαλοποίησης των διμερών σχέσεων, που υπαγορεύεται άλλωστε και από αμοιβαία συμφέροντα οικονομικής και στρατηγικής φύσης.
Είναι, επίσης, πιθανό ο τούρκος Πρόεδρος να υποχωρήσει, αλλά το πολιτικό κόστος θα είναι υψηλό. Θα τρωθεί η εικόνα του ως αποφασιστικού ηγέτη και ισότιμου συνομιλητή με τις μεγάλες χώρες. Θα ήταν το δεύτερο πλήγμα μετά την απώλεια των μεγάλων πόλεων κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές. Ήδη συζητείται ότι ο νεοκλεγείς δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως, που ανήκει στο κεμαλικό κόμμα, νέος στην ηλικία, Σακρέτ Μεμέτογλου εφεξής θα είναι ένας υπολογίσιμος πολιτικός αντίπαλος.
Η απρόβλεπτη, επαμφοτερίζουσα και η αντιδυτική ρητορική που από ετών ακολουθεί ο τούρκος Πρόεδρος έχει, σε ικανό βαθμό, συμβάλει στην επανεκτίμηση των δυτικών εταίρων μας όσον αφορά τη στρατηγική θέση της Ελλάδος και τη σημασία της για τη Δύση, που για πολλές δεκαετίες ήταν υποβαθμισμένη. Από επίσημες δηλώσεις ευρωπαίων και αμερικανών αξιωματούχων διαπιστώνεται ότι υπάρχει αλλαγή στην αντιμετώπιση της χώρας μας με θετικές εκτιμήσεις για τον ρόλο της Ελλάδας ως σταθεροποιητικού παράγοντα όχι μόνο στη Βαλκανική αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Στη νέα αυτή αντίληψη μεγάλως έχει συμβάλει η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ακολουθεί και εφαρμόζει η κυβέρνηση, όπως και οι τριμερείς ή πολυμερείς συνεργασίες με τις χώρες της περιοχής, που επινοήθηκαν και προωθήθηκαν από τον πρώην υπουργό των Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά και συνεχίζονται επιτυχώς από τον σημερινό υπουργό κ. Γιώργο Κατρούγκαλο. Ο έλληνας υπουργός, που αποφεύγει επιμελώς τους εντυπωσιασμούς, είχε εσχάτως σειρά επαφών, σε ευρωπαϊκό και αμερικανικό επίπεδο, με ομολόγους του, ενώ κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής του στις ΗΠΑ έδωσε σειρά διαλέξεων σε γνωστά αμερικανικά πανεπιστήμια, όπως το Columbia, και ερευνητικά κέντρα που ασχολούνται με τη διεθνή πολιτική, όπου ανέλυσε την ελληνική εξωτερική πολιτική, τις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες και τα προβλήματα με την Τουρκία, προβάλλοντας παράλληλα την εποικοδομητική συμβολή της Ελλάδας στην εμπέδωση της ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή μας.
Η αναγνώριση αυτού του ρόλου και της στρατηγικής σημασίας της Ελλάδας αρχίζει να γίνεται ορατή. Μαζί δε με την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας μας μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη δυνατότητα αντιμετώπισης των προκλήσεων και απειλών που δεχόμαστε κυρίως εξ Ανατολών. Αρκεί βέβαια αυτά να γίνουν αντιληπτά και από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας. Τα θετικά αποτελέσματα θα φανούν βήμα προς βήμα.