Ν. Γ. Χαριτάκης: Εμείς και η ΕΕ: Από λαμπρό αστέρι σε παρία
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
H χώρα στην περίοδο της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από μία εντυπωσιακή μετάλλαξη. Από λαμπρό και υποδειγματικό αστέρι της ευρωπαϊκής σύγκλισης, όταν από περίπου 2.000 ευρώ κατά κεφαλήν το 1975 ξεπερνά και τελικά καταλήγει στα 20.000 ευρώ, σήμερα αποτελεί όχι μόνο για τους εταίρους μας αλλά και για εμάς τους ίδιους, με όση ειλικρίνεια διαθέτουμε, τον παρία της Ευρωζώνης. Και το ερώτημα είναι γιατί…
Μας χωρίζουν έξι εβδομάδες από την ημέρα των ευρωεκλογών. Αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του καθενός να διατηρήσει την τελευταία εβδομάδα για προσωπικό διαλογισμό, σε σχέση με τη θέση που θα εκφράσει στην πολιτική του επιλογή, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε σε πέντε Κυριακές, μαζί με τη σημερινή, την πορεία της σχέσης Αθηνών – Βρυξελλών. Πορεία που ένας ανεξάρτητος αναλυτής θα την παρομοίαζε με μία συζυγική σχέση, όπου από έναν ευτυχισμένο γάμο φτάνει στα πρόθυρα του διαζυγίου και σήμερα απλά υπάρχει.
Το 2012 το Νόμπελ των Οικονομικών δίδεται σε δύο σπουδαίους επιστήμονες, τον, L. Shapley και τον Alv. Roth. Αναγνωρίζεται η συμβολή τους σ’ ένα σημαντικά ενδιαφέρον ερώτημα, που μάλιστα δεν αφορά μόνο την οικονομική επιστήμη αλλά και πλήθος άλλων πρακτικών εφαρμογών. Στην απλούστερη διατύπωσή του, το πρόβλημα που επιλύουν αφορά τον τρόπο με τον οποίο «μπορούμε να σπρώξουμε δύο διαφορετικούς παίκτες στο καλύτερο γι’ αυτούς δυνατό αποτέλεσμα».
Είναι η θεωρία του «ταιριάσματος» ή, διαφορετικά, πώς βρίσκουμε τα αναγκαία υλικά για να φτιάξουμε τη συνταγή για έναν τέλειο γάμο. Έναν γάμο που να μπορεί να επιβιώσει μέσα από αντιπαλότητες και συνεργασίες. Πρακτικές εφαρμογές αυτής της θεωρίας βρίσκουμε σήμερα στην κατανομή των μαθητών στα δημόσια σχολεία των ΗΠΑ, στην τοποθέτηση ασκούμενων γιατρών για ειδικότητα στα διάφορα νοσοκομεία, με εισαγωγή ποιοτικών κριτηρίων, μέχρι τη δημιουργία αλγόριθμου, όσο σκληρό και αν ακούγεται, για την εξασφάλιση νεφρού σε νεφροπαθείς.
Επανερχόμενοι λοιπόν στο βασικό μας ερώτημα, ας προβληματιστούμε σε σχέση με το «τι σχεδιάστηκε λάθος στον γάμο Ελλάδος και ΕΕ». Σκοπός είναι να διατυπώσουμε τις τέσσερις πιο βασικές σχεδιαστικές αδυναμίες του αλγόριθμου που ίσχυσε από τη Μεταπολίτευση μέχρι τώρα. Του ίδιου που σήμερα, αντί να υποβοηθά τη χώρα να επανέλθει στο εφικτά καλύτερο επίπεδο διαβίωσης, συντηρεί τη μίζερη και αδιέξοδη κοινωνική της πορεία. Ρωτάμε λοιπόν: Τι χρειάζεται να αλλάξει στη σχέση, ώστε να μπορούμε να ταιριάξουμε με την ΕΕ;
Οι ευρωεκλογές δεν είναι δημοψήφισμα. Αποτυπώνουν τις πεποιθήσεις του καθενός μας σε σχέση με εκείνες τις πολιτικές ομάδες που μπορούν να συμβάλουν καλύτερα στην προσαρμογή του αλγόριθμου που μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να φέρει τα μέρη (Αθήνα – Βρυξέλλες) σ’ ένα αλληλέγγυο αποτέλεσμα. Στις ευρωεκλογές δεν τίθεται ερώτημα παραμονής στην ΕΕ. Εκείνο που μας αφορά λοιπόν είναι το πώς θα αποφύγουμε κάτι αντίστοιχο με την ταλαιπωρία που υφίσταται μια άλλοτε μεγάλη αυτοκρατορία, όπως η Μεγάλη Βρετανία, στο θέμα της εξόδου της από την ΕΕ. Διότι στη μεν Μεγάλη Βρετανία ο αλγόριθμος σχεδιάστηκε ώστε να μη λειτουργεί θετικά στη διαδικασία εξόδου της, στη δε Ελλάδα σχεδιάστηκε ώστε να καθίσταται αδιέξοδη η παραμονή μας.
Ακολουθούν λοιπόν 1 + 4 κείμενα. Ένα εισαγωγικό, το σημερινό, και τέσσερα για καθεμία σχεδιαστική αδυναμία. Έτσι μάλιστα γινόμαστε και αλληλέγγυοι με τη μόδα των σειρών. Μόδα που ξεκίνησε από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, προχώρησε στο ραδιόφωνο και πλέον, για να κρατηθεί ζωντανή η αναγνωσιμότητα των εφημερίδων, περνάει στον Τύπο.
Η πρώτη από τις τέσσερις σχεδιαστικές αδυναμίες αφορά την εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα της δημόσιας διοίκησης. Η απόκλιση μεταξύ ισχύοντος προβληματισμού και ποιοτικών αξιολογήσεων στην εξουσία ήταν μεγάλη από το 1975 και συνέχισε να διευρύνεται με αυξανόμενο ρυθμό στο πέρασμα του χρόνου. Όσο η οικονομία συνέκλινε, τόσο η πολιτική και διοικητική διάρθρωση απέκλινε συστημικά. Στη δεκαετία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η απόκλιση γίνεται ανυπέρβλητη με αποτέλεσμα να έρθει στην επιφάνεια το διοικητικό – πολιτικό ερώτημα: «Ποιος διοικεί τελικά, η κυβέρνηση ή η ‘‘τρόικα’’;».
Η προφανής αδυναμία κατανόησης των «θεσμών» και ιδιαίτερα της συμμετοχής των κοινοτικών οργάνων στη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα μετά τη θεσμική αλλαγή που προέκυψε από την κρίση, δημιουργεί συνεχή αντιπαλότητα μεταξύ εθνικών και κοινοτικών διοικητικών οργάνων. Η χώρα την περίοδο της κρίσης, αντί να αναζητά την κοινοτική αλληλεγγύη, κυρίως λόγω των ποιοτικών αδυναμιών της δημόσιας διοίκησης, αγωνίζεται τον ιερό αγώνα της μάχης για εθνική κυριαρχία.
Η δεύτερη αδυναμία του αλγόριθμου που θα μας επέτρεπε, αν θέλαμε, να επιταχύνουμε την έξοδό μας από την κρίση αφορά την έννοια της στρατηγικής προικοθηρίας. Όπως έχει διατυπωθεί κατ’ επανάληψη, η χώρα μεταπολεμικά έως και σήμερα πριμοδοτείται, κατά μέσον όρο, με περίπου 4% του ΑΕΠ της. Από τις ΗΠΑ (1950 – 1974) και από την ΕΕ (1975 – σήμερα). Σημασία δεν έχει το γιατί, σημασία έχει ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δημιουργεί εθισμό. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, η χώρα καθίσταται junky των δωρεάν ενισχύσεων των συμμάχων και των εταίρων. Η στιγμιαία διακοπή της συγκεκριμένης δόσης, μέχρι να συμφωνηθεί η ρύθμιση και η διαγραφή του 53% του δημοσίου χρέους, αναδεικνύει δικαιωματικά στοιχεία εθνικής αντιπαλότητας. Επιχειρήματα του τύπου «γιατί μόνο τόσα» ή «ναι, αλλά υπάρχουν και δικά τους εθνικά συμφέροντα που επιβάλλουν τη διαγραφή και άρα μπορούμε να διαπραγματευθούμε καλύτερα» γεννούν τη μάχη για την προικοθηρία. Μάχη που απορροφά υπερβολικά μεγάλο εθνικό διαπραγματευτικό πλούτο.
Η τρίτη αδυναμία συνίσταται στη μη κατανόηση των ορίων δανεισμού της οικονομίας από τις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά το 2000, όπου λειτουργούμε στη ζώνη του ευρώ, με ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Σημειώνεται ότι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης η χώρα περνά από το στάδιο της μετατροπής μεγάλου μέρους του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο (περίοδος κοινωνικοποίησης 1980 – 1990), συνεχίζει με την προσπάθεια συγκράτησης της σχέσης δημοσίου δανεισμού / ΑΕΠ, βασικής μεταβλητής ελέγχου της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους (1990 – 2000), αξιοποιεί την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα και την είσοδο της χώρας στο ευρώ για να μετασχηματίσει το εσωτερικό σε διεθνές δημόσιο χρέος (2000 – 2010) και μεσούσης της κρίσης αντιλαμβάνεται επώδυνα τη σχέση μεταξύ φερεγγυότητας και ρευστότητας, ακόμη και για εκείνους τους οργανισμούς όπως το Δημόσιο, που μέχρι τότε θεωρείτο διεθνώς αξιόπιστο. Η πολιτική ηγεσία αδυνατεί να συλλάβει ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης οι λέξεις «φερεγγυότητα» και «ρευστότητα» ταυτίζονται με τις λέξεις «στέρηση» και «πρόοδος».
Τέλος, η τέταρτη αφορά την ανυπαρξία ενός μηχανισμού υπέρβασης από τις δυνάμεις της κοινωνικής αδράνειας. Αν και σχεδόν όλοι καταλαβαίνουν την κρίση, λίγοι είναι εκείνοι που προσπαθούν να μην την υπερβούν σε βάρος άλλων κοινωνικών ομάδων. Είναι η στιγμή που η αδράνεια του status quo υπερνικά την υπέρβαση.
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι δεν δίνουμε έμφαση στην αδράνεια αυτή καθ’ εαυτή, αλλά στην αποτίμησή της από την Πολιτεία. Έχοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι όσο υψηλότερα αποτιμά η κοινωνία την αδράνεια από την υπέρβαση, τόσο αναλογικά συρρικνώνεται η δυναμική της αποδέσμευσής της από το status quo. Είναι η στιγμή που ζούμε συνθήκες ιδρυματισμού των πολιτών.
Όπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι όσοι σχεδιάζουν αλγόριθμους σε μηχανές, όταν ο σχεδιασμός τους έχει αδυναμίες, τότε υποχρέωσή τους είναι και να τους διορθώσουν. Στα κείμενα που θα ακολουθήσουν ευελπιστούμε ότι θα προτείνουμε τις ικανές και αναγκαίες προσαρμογές.
Φωτό: neapaseges.gr