Π. Νεάρχου: Κρίση στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσινγκτον και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις

Π. Νεάρχου: Κρίση στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσινγκτον και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και καθεστώτος Ερντογάν έφτασαν σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, για το οποίο και οι δύο πλευρές προσπαθούν να μην αποβεί σημείο από το οποίο δεν θα μπορεί να υπάρχει επιστροφή. Οι τελευταίες πρωτοβουλίες από την πλευρά της Άγκυρας ήταν η αποστολή στην Ουάσινγκτον του υπουργού Αμύνης Χουλουσί Ακάρ αλλά και του υπουργού Οικονομίας, και γαμπρού του Ερντογάν, Αλμπαϊράκ.

Ο δεύτερος, με τη διαμεσολάβηση του γαμπρού του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, είχε και ολιγόλεπτη συνάντηση με τον Αμερικανό Πρόεδρο. Το αίτημα που υπέβαλε ήταν να «προστατευθεί» η Τουρκία από τον Αμερικανό Πρόεδρο με βέτο σε απόφαση του Κογκρέσου για τα αεροσκάφη F-35 και για άλλες κυρώσεις που προβλέπονται από τον Αμερικανικό νόμο CAATSA (επιβολή κυρώσεων σε χώρες που αντιστρατεύονται τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ).

Κοινή γραμμή των δύο απεσταλμένων του Ερντογάν ήταν η μετάδοση του μηνύματος ότι η παραλαβή των πυραύλων S-400 είναι «τελειωμένη υπόθεση» και δεν είναι πλέον υπό συζήτηση και ότι δεν πρέπει να υπάρξουν αντίποινα από τις ΗΠΑ, με την αναστολή της παραδόσεως των F-35 και άλλες κυρώσεις, που θα εξωθήσουν την Τουρκία και σε άλλες συμφωνίες, στρατηγικού επιπέδου, με τη Ρωσία.

Απ’ ό,τι μεταδίδεται από την Ουάσινγκτον, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει κάτι στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις. Ο Ερντογάν επιμένει στους S-400 γιατί θεωρεί το σύστημα αυτό στρατηγικό όπλο, όχι μόνο για την Τουρκική άμυνα αλλά και για την εικόνα της νέας Τουρκίας που θέλει να προβάλει. Η στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία, στη φάση αυτή, του εξασφαλίζει ένα έρεισμα, που του επιτρέπει να προωθήσει την πολιτική της ανεξάρτητης από τη Δύση Τουρκίας και τα σχέδιά του για αυτόνομη, σε προοπτική, αμυντική ικανότητα, σε στρατηγικό επίπεδο. Του επιτρέπει επίσης να έχει έναν ισχυρό σύμμαχο για τη διεθνή στήριξη του καθεστώτος του και για να μπορεί να αντιπαρατίθεται με τις ΗΠΑ στο θέμα των Κούρδων της Συρίας.

Η θέση της Ρωσίας για το θέμα των Κούρδων, όπως και για κείνο των Ισλαμιστών του Ιντλίμπ, δεν συμπίπτει με την Τουρκική θέση. Διακυβεύεται όμως σήμερα ένα πολύ σημαντικότερο θέμα, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, και η Μόσχα δίδει, βεβαίως, προτεραιότητα σ’ αυτό, παραπέμποντας ευσχήμως τις διαφορές στη διαδικασία Αστάνα για τη Συρία που συμφωνήθηκε μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν.

Οι Αμερικανοί διαπιστώνουν από την πλευρά τους ότι η κρίση με την Άγκυρα έχει βάθος, γιατί συνδέεται με το όλο φαινόμενο Ερντογάν, που έχει οδηγήσει, στο εσωτερικό, στην Ισλαμοποίηση της Τουρκικής πολιτικής και, στο εξωτερικό, σε μια πλήρη αλλαγή πολιτικής, εμπνευσμένης από το όραμα μιας «μεγάλης», ανεξάρτητης και Ισλαμιστικής Τουρκίας. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, που άρχισε με το Δόγμα Τρούμαν το 1947, όταν οι ΗΠΑ, παραλλήλως προς την Ελλάδα, που σπαρασσόταν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, άπλωσαν και πάνω από την Τουρκία προστατευτική αιγίδα, ενάντια στις αξιώσεις που ήγειρε η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν κατά του «επιτήδειου ουδέτερου», μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ενώπιον της νέας αυτής καταστάσεως, η Ατλαντική Υπερδύναμη είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει μια άλλη γραμμή συμμαχικού μετώπου, που να λαμβάνει υπ’ όψιν τη νέα γεωπολιτική αλλά και ενεργειακή πραγματικότητα της περιοχής. Από την άποψη αυτή, η Τριπλή Συνεννόηση Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ έχει κεφαλαιώδη σημασία, όπως επίσης η παράλληλη Τριπλή Συνεννόηση Ελλάδος, Κύπρου, Αιγύπτου.

Η Αίγυπτος αναδύεται ως μια νέα δύναμη του Αραβικού κόσμου, αν και πάντοτε ήταν η πολυπληθέστερη, γιατί ενισχύεται σήμερα από τα πολύ μεγάλα ενεργειακά αποθέματα που εντοπίσθηκαν στη δική της ΑΟΖ και αναμένεται να της προσδώσουν αναπτυξιακή και οικονομική δύναμη, πέραν της δημογραφικής. Η Αίγυπτος είναι επίσης στρατιωτικά ισχυρή και μπορεί να διαδραματίσει αυξημένο ηγετικό ρόλο στον Αραβικό κόσμο.

Ανταγωνίζεται επίσης ευθέως την Τουρκική επιρροή, που επιχειρεί να διεισδύσει και να αποκτήσει μόνιμες βάσεις στη γειτονική και πλούσια σε υδρογονάνθρακες Λιβύη. Η επίθεση του Στρατηγού Χαφτάρ αιφνιδίασε τους υποστηρικτές των αντιπάλων του στην Τρίπολη. Η προέλαση των στρατευμάτων του οφείλεται και σε ισχυρή Ρωσική υποστήριξη. Είναι αβέβαιο ακόμη πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα. Η στρατιωτική όμως επιτυχία του Στρατηγού Χαφτάρ έχει γράψει ήδη ισχυρή υποθήκη υπέρ της επανενοποιήσεως της Λιβύης, που βρίσκεται ακόμη σε χαώδη κατάσταση, έντεκα χρόνια μετά την ανατροπή του Συνταγματάρχη Καντάφι.

Οι νέες αυτές εξελίξεις αναβαθμίζουν αναμφισβήτητα την Ελλάδα και την Κύπρο και καθιστούν ακόμη πιο σημαντική την πορεία των πολιτικών εξελίξεων στο εσωτερικό τους. Στο Κυπριακό, π.χ., η Τουρκική πλευρά κατέστησε, με δημόσιες δηλώσεις, απολύτως σαφές ότι αναμένει από την Ελληνική πλευρά να δηλώσει γραπτώς ότι δέχεται να μοιρασθεί ισοτίμως με τους Τουρκοκυπρίους τον ενεργειακό πλούτο της Κυπριακής ΑΟΖ και μόνο τότε θα συναινέσει σε νέο γύρο διακοινοτικών συνομιλιών για δήθεν «λύση» του Κυπριακού.

Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζει παραλλήλως ότι δεν τίθεται θέμα να υποχωρήσει η Τουρκική πλευρά είτε στη λεγόμενη «πολιτική ισότητα», την εξίσωση δηλαδή του 18% με το 80%, είτε στα δύο άλλα καθοριστικά θέματα που θέτει, τη διατήρηση, δηλαδή, των εγγυήσεων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος μονομερούς επεμβάσεως της Τουρκίας, και την παραμονή στο διηνεκές Τουρκικού στρατού στην Κύπρο, δηλαδή και μετά τη «λύση».

Με βάση τις Τουρκικές αυτές αξιώσεις, παραλλήλως μάλιστα προς αυτές που περιλαμβάνονται στο μανιφέστο της «Γαλάζιας Πατρίδας», που θεωρεί Τουρκική υφαλοκρηπίδα το μεγαλύτερο μέρος της Κυπριακής ΑΟΖ, τι νόημα έχει η σπουδή της Ελληνικής πλευράς να επαναρχίσει τις διακοινοτικές συνομιλίες, με νέες εκ των προτέρων παραχωρήσεις; Για να συζητήσει τι; Την παράδοση όλης της Κύπρου στον Τουρκικό έλεγχο;

Με την ίδια λογική, τίθενται τα ίδια ερωτήματα για την ακολουθούμενη πολιτική στην Ελλάδα. Προς τι η ενδοτική, εξευμενιστική πολιτική, όταν η Τουρκία προκαταλαμβάνει οποιαδήποτε συζήτηση με τη «Γαλάζια Πατρίδα», την οποία έσπευσε να καταθέσει και στον ΟΗΕ ως διεκδικούμενο απ’ αυτήν θαλάσσιο χώρο;

Προς τι ο νέος γύρος διερευνητικών συνομιλιών, όταν η Άγκυρα διακηρύσσει ως μανιφέστο τις επεκτατικές διεκδικήσεις της και παραβιάζει συστηματικά και σκοπίμως τον Ελληνικό εναέριο και θαλάσσιο χώρο, με στόχο την ανατροπή του υπάρχοντος διεθνούς status quo;

Προφανώς, το ζητούμενο είναι μια άλλη πολιτική και στρατηγική και η άμεση ενίσχυση της άμυνας και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Φωτο: DW

Σχολιάστε εδώ