Π. Νεάρχου: Η κρίση των S-400 μητέρα εξελίξεων στις σχέσεις των ΗΠΑ με Ελλάδα και Κύπρο

Π. Νεάρχου: Η κρίση των S-400 μητέρα εξελίξεων στις σχέσεις των ΗΠΑ με Ελλάδα και Κύπρο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Oι Ελληνο-Αμερικανικές σχέσεις δεινοπάθησαν ήδη από τη δεκαετία του ’50, ως αποτέλεσμα της θεωρήσεως της Ελλάδος και της Τουρκίας από την Ατλαντική Υπερδύναμη ως ενιαίου και αδιαχώριστου στρατηγικού διδύμου. Με αυτήν την αντίληψη ενετάχθη και η Τουρκία στο ΝΑΤΟ, μαζί με την Ελλάδα, και υπερνικήθηκαν οι αντιδράσεις που υπήρχαν από άλλους συμμάχους στην επέκταση του ΝΑΤΟ, που ήταν ένα Αμυντικό Σύμφωνο για τον Βόρειο Ατλαντικό, μέχρι τη Μέση Ανατολή. Πάνω στην ίδια αυτή βάση αντιμετωπίσθηκαν επίσης Ελλάδα και Τουρκία ως κοινός στρατηγικός χώρος από το Δόγμα Τρούμαν το 1947.

Σε μια πρώτη φάση, στη δεκαετία του ’50, ανανεώθηκε, με αφορμή το ΝΑΤΟ και την αντιπαράθεση με τον άλλο Συνασπισμό, η λεγόμενη Ελληνο-Τουρκική φιλία, που είχε εγκαινιασθεί στη δεκαετία του ’30 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κεμάλ Ατατούρκ. Η φιλία αυτή δοκιμάσθηκε σκληρά ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια όμως του τελευταίου, ενώ η Ελλάδα ήταν κατεχόμενη, η Άγκυρα επιδίωξε απροσχημάτιστα να εξοντώσει την Ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως, με όπλο τον περίφημο φόρο επί της περιουσίας «Βαρλίκ».

Στο πλαίσιο επίσης της γνωστής πολιτικής του επιτήδειου ουδέτερου, διαπραγματευόταν πριν από τον πόλεμο αλλά και κατά τη διάρκειά του, τόσο με τους Γερμανούς όσο και με τους συμμάχους Βρετανούς, «ανταλλάγματα» στο Αιγαίο, παραχώρηση δηλαδή σ’ αυτήν νήσων του Αιγαίου, για την ενδεχόμενη έξοδό της στον Πόλεμο, υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς.

Η έκρηξη του Κυπριακού και η ακραία αδιαλλαξία της Βρετανικής διπλωματίας ώθησαν τα πράγματα αρχικά σε μια Αγγλο-Ελληνική αντιπαράθεση, που δεν άργησε όμως να μετεξελιχθεί αργότερα σε Ελληνο-Τουρκική. Η Βρετανική διπλωματία, για να αντισταθμίσει την Ελληνική πίεση για Ένωση, ενέπλεξε την Τουρκία στο Κυπριακό, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε ρητά παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα πάνω στην Κύπρο με τη Συνθήκη της Λωζάννης (άρθρα 16 και 20). Προηγουμένως, η κυβέρνηση του Στρατάρχη Παπάγου είχε σιωπηρά εγκαταλείψει το δόγμα Βενιζέλου, σύμφωνα με το οποίο η Ελληνική πλευρά θα έπρεπε να αποφύγει τη δημιουργία προβλήματος με τη Μ. Βρετανία και την Ιταλία αντιστοίχως για την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα και να επιδιώξει μ’ αυτές φιλική διευθέτηση του προβλήματος.

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε μεταπολεμικά, ιδίως με την αποδοχή της αρχής της αυτοδιαθέσεως για την ελευθερία των λαών, στο πλαίσιο του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, πολλαπλασίασε τις πιέσεις για δράση στην Κύπρο και οδήγησε το 1955 στην ανάληψη ένοπλου αγώνα. Το πρόβλημα των Δωδεκανήσων είχε λήξει, με την απόδοσή τους στην Ελλάδα από τη Διάσκεψη των Παρισίων του 1947.

Η επανεμπλοκή της Τουρκίας στην Κύπρο, αρχικά ως «ενδιαφερόμενου μέρους» και αργότερα, μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, ως εγγυήτριας δυνάμεως, δυναμίτισε κυριολεκτικά τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις και έθεσε επανειλημμένα σε δοκιμασία και τις Ελληνο-Αμερικανικές σχέσεις. Οι ΗΠΑ είχαν ως πρώτη προτεραιότητα τη διαφύλαξη της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ, που επέβαλλε την αποτροπή ανοικτής Ελληνο-Τουρκικής ρήξεως. Η πολιτική αυτή κατέληγε σταθερά, ρυμουλκούμενη σ’ έναν βαθμό και από τη Βρετανική πολιτική, που ενεργούσε στην Κύπρο σε συμμαχία με τον Τουρκικό παράγοντα, σε πιέσεις προς την Ελληνική πλευρά για υποχωρήσεις υπέρ της Ά­γκυρας.

Οι ΗΠΑ εκτιμούσαν ότι η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας, λόγω γεωγραφίας, των Στενών των Δαρδανελλίων, δημογραφικού όγκου και Μουσουλμανικής ταυτότητας, που τη συνέδεε με τον Μουσουλμανικό κόσμο, ήταν στρατηγικά σημαντικότερη από την Ελλάδα και δεν θα έπρεπε να αποξενωθεί από την Αμερικανική πολιτική.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Κύπρο, ορισμένοι διαπράττουν το λάθος να πιστεύουν ότι εάν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αυτές θα μπορούσαν να είναι υπέρ της Κύπρου και να μην υποστηρίξουν, π.χ., το 1974 την Τουρκική εισβολή. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν είχε κανένα πρόβλημα να εξυπηρετήσει τα Αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα και ανταποκρίθηκε θετικά σε ό,τι του είχαν ζητήσει. Το πρόβλημα ήταν ότι οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να εξυπηρετηθούν μόνο τα δικά τους, με τη στενή έννοια, στρατηγικά συμφέροντα. Ήθελαν και μια «λύση» στο Κυπριακό που να ικανοποιεί την Τουρκία.

Η τελευταία όμως ήθελε έδαφος στην Κύπρο, δηλαδή διχοτόμηση, με τη μία μορφή ή την άλλη.
Η απόσταση, επομένως, που διανύθηκε με το Νομοσχέδιο περί Ασφάλειας και Ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, που εισήχθη στο Κογκρέσο με την πρωτοβουλία των γερουσιαστών Μενέντεζ και Ρούμπιο, εκ μέρους αντιστοίχως των Δημοκρατών και των Ρεπουμπλικάνων, είναι πολύ μεγάλη. Έρχεται μετά την επιμονή της Τουρκικής πλευράς να παραλάβει το σύστημα S-400, παρά τις Αμερικανικές προειδοποιήσεις, και να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο τις στρατηγικές σχέσεις με τη Ρωσία.

Η Τουρκία του Ερντογάν, έχοντας την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος των λεγομένων Γκιουλενιστών και ακραίως καχύποπτη για τον ρόλο των ΗΠΑ και του Ισραήλ στο θέμα των Κούρδων, είναι διατεθειμένη να αναλάβει κινδύνους στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Πιστεύει, άλλωστε, ότι αυτό είναι το τίμημα για μια άλλη πορεία της Τουρκίας, όχι πλέον ως χώρας εξαρτημένης από τις ΗΠΑ, αλλά ως ανεξάρτητης δυνάμεως, με στρατηγικό βάθος τον Μουσουλμανικό κόσμο αλλά και ερείσματα στην Ευρασία.

Αξιολογεί, στο πνεύμα αυτό, ως πολύ αναγκαία και χρήσιμη σήμερα τη στρατηγική σχέση με τη Ρωσία, από την οποία δεν θέλει μόνο να αντλήσει συγκυριακή στήριξη αλλά και στρατιωτική τεχνολογία, την οποία να μεταγγίσει στη δική της φιλόδοξη πολεμική βιομηχανία.

Η κρίση αυτή στις Αμερικανο-Τουρκικές σχέσεις φέρνει στην πρώτη γραμμή ως στρατηγικούς εταίρους των ΗΠΑ αλλά και του Ισραήλ την Ελλάδα και την Κύπρο. Για πρώτη φορά επιδεικνύεται ενδιαφέρον από την Αμερικανική πλευρά για τις Τουρκικές παραβιάσεις του Ελληνικού Εθνικού χώρου και της ΑΟΖ της Κύπρου και καλείται εντός 90 ημερών ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών να ενημερώσει σχετικά το Κογκρέσο.

Αίρεται επίσης, με το ίδιο νομοσχέδιο, το embargo Αμερικανικών όπλων στην Κύπρο και γίνεται αναφορά στην ενέργεια της Ανατολικής Μεσογείου και στην Τριμερή εταιρική σχέση Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα και πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Η σπουδή για κατευνασμούς, ενδοτισμούς και υποχωρήσεις είναι ανεπίτρεπτη, γιατί αντιφάσκει με τους νέους συσχετισμούς που διαμορφώνονται.


Σχολιάστε εδώ