Πρωτιά με διαφορά στις ευρωεκλογές δίνει νίκη στις βουλευτικές
Σημείο καμπής για την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνιστούν οι ευρωεκλογές του Μαΐου, καθώς το αποτέλεσμα της κάλπης θα δρομολογήσει ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και παράλληλα θα προδιαγράψει την έκβαση των εθνικών εκλογών. Αντίθετα με τις προηγούμενες φορές, αυτή η αναμέτρηση θα εξελιχθεί μέσα σε κλίμα σφοδρής αντιπαράθεσης και πόλωσης, ιδίως μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας, καθώς άπαντες αντιλαμβάνονται τη σημασία του πολιτικού μηνύματος που θα εκπέμψει το εκλογικό αποτέλεσμα.
Μια βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να φέρει πιο κοντά τις εθνικές εκλογές, σε μια ύστατη προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αποφύγει την ολική κατάρρευση. (Εξ ου και τις τελευταίες ημέρες διακινούνται σενάρια για τον Ιούνιο.) Σε μια τέτοια περίπτωση είναι πολύ πιθανό να βγουν τα μαχαίρια στον ΣΥΡΙΖΑ και οι επιλογές του κ. Τσίπρα να μπουν στο στόχαστρο της κριτικής των στελεχών. Αντίθετα, μια «μικρή ήττα», με διαφορά πέντε – έξι μονάδες, θα θεωρηθεί διαχειρίσιμη και θα δώσει χρόνο στην κυβέρνηση –μέχρι τον Οκτώβριο–, ώστε να προσπαθήσει να βελτιώσει το κλίμα.
Από την άλλη, μια ευρεία επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας (με πάνω από οκτώ – δέκα μονάδες) θα συνιστά «ψήφο εμπιστοσύνης» προς τον κ. Μητσοτάκη και θα του δώσει την απαραίτητη ώθηση για την τελική αντεπίθεση στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές. Αν η νίκη είναι περιορισμένη, της τάξης των τεσσάρων έως έξι μονάδων, το πρόβλημα θα μεταφερθεί στο γήπεδο της Νέας Δημοκρατίας και δεν θα λείψουν –είναι βέβαιο– οι γκρίνιες για πρόσωπα και στρατηγικές.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εκτός από τη μεταξύ τους διαφορά ρόλο θα παίξουν και τα ποσοστά που θα συγκεντρώσουν τα δύο κόμματα. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο σημαντική θα είναι μια ευρεία νίκη της Νέας Δημοκρατίας, συνοδευόμενη από ένα ποσοστό της τάξης του 30% και πάνω, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε τη βάση για την αυτοδυναμία στις εθνικές εκλογές.
Αν και ο Κυρ. Μητσοτάκης αποφεύγει να οριοθετήσει τον στόχο του για τις ευρωεκλογές, το κατώτατο σημείο του πήχη είναι το 30% και οι επτά – οκτώ ευρωβουλευτές. Όπως και να ‘χει πάντως, από την Πειραιώς στέκονται σε δύο σημεία: Πρώτον, στο γεγονός ότι διαχρονικά ο νικητής των ευρωεκλογών κερδίζει τις εθνικές εκλογές, διπλασιάζοντας συνήθως τη διαφορά από το δεύτερο κόμμα. Και, δεύτερον, ότι το 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές άγγιξε το 37%, αν και στις ευρωεκλογές έμεινε πολύ κάτω από το 30% (26%).
Σε μια προσπάθεια να αναδείξει την κρισιμότητα των ευρωεκλογών η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας έχει ξεκινήσει «εκστρατεία αφύπνισης» της ελληνικής κοινωνίας, έχει προσδώσει στην αναμέτρηση χαρακτήρα δημοψηφίσματος και ξορκίζει τη λογική της «χαλαρής ψήφου». Τακτική που προσυπογράφουν τα περισσότερα από τα κορυφαία στελέχη, προεξάρχοντος του πρώην προέδρου Β. Μεϊμαράκη, ο οποίος σε κάθε ευκαιρία επισημαίνει την κρισιμότητα των εκλογών. Με καθυστέρηση μπαίνει σταδιακά στην ίδια λογική και η κυβέρνηση, ενώ η αρχική εκτίμηση στο Μέγαρο Μαξίμου ήταν ότι η «χαλαρή ψήφος» θα ευνοήσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το βέβαιο είναι ότι στις ευρωεκλογές θα κριθεί πρωτίστως η κυβέρνηση. Για τα ως τώρα πεπραγμένα της αλλά και για όσα υποσχέθηκε προεκλογικά και για διάφορους λόγους δεν υλοποίησε. Οι πολίτες θα έχουν την ευκαιρία, ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια, να καταδικάσουν ή να… επιβραβεύσουν με την ψήφο τους τον Αλ. Τσίπρα και την κυβέρνηση. Δευτερευόντως θα κριθεί και η Νέα Δημοκρατία.
Στο αποτέλεσμα θα αποτυπωθεί ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πρόσωπο του Κυρ. Μητσοτάκη, καθώς επίσης και η απήχηση που έχουν οι θέσεις και οι προτάσεις του κόμματος στα μείζονος σημασίας ζητήματα.