Εμμ. Γούναρης: Η δυνατότητα καταγγελίας της Συμφωνίας των Πρεσπών
Υπό του
Δρος ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΟΥΝΑΡΗ
Εμπειρογνώμονος, Πρεσβευτού ε.τ.,
Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Βερολίνου (FU Berlin)
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών τίθεται σε ισχύ, μια συμφωνία δώρο προς τα Σκόπια από τον έλληνα πρωθυπουργό και τους 153 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, του Ποταμιού, της ΔΗΜΑΡ και των αξιοθρήνητων αποστατών, δηλαδή δώρο μιας κυβερνητικής μειοψηφίας που γίνεται απόλυτη πλειοψηφία όταν συμπράττουν οι καρεκλοκένταυροι υποστηρικτές της. Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού διερωτάται αν και κατά πόσο η Συμφωνία αυτή μπορεί να καταγγελθεί!
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τη Σύμβαση της Βιέννης (1969) περί δικαίου των διεθνών συνθηκών, οι διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών δεσμεύουν την Ελλάδα και τα Σκόπια, αλλά δεν είναι επικρατέστερες ουσιωδών διατάξεων του Συντάγματος αυτών, έστω και αν θεωρηθούν αυτές δικαιοπρακτικές κανόνων γενικού διεθνούς δικαίου!
Αυτό το τελευταίο, καλό είναι να το γνωρίζουν όλες οι προσεχείς ελληνικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα όμως αυτοί που συνέπραξαν στην υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Εκ πρώτης λοιπόν όψεως η Συμφωνία αυτή ναι μεν είναι δύσκολο να καταγγελθεί, χωρίς όμως να αποκλείεται μια τέτοια δυνατότητα. Ήδη από τώρα έχουν δοθεί τέτοιες ευκαιρίες καταγγελίας με τις συχνές άμεσες και έμμεσες διαστρεβλώσεις των Σκοπίων, που είναι αντίθετες με το περιεχόμενο της Συμφωνίας αυτής.
Μια καταγγελία της Συμφωνίας αυτής εκ μέρους της Ελλάδος μπορεί να γίνει με ρητή κοινοποίηση προς τα Σκόπια και τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών περί αποδέσμευσης της Ελλάδος από τον συμβατικό θεσμό της Συμφωνίας λόγω παραβίασης ουσιωδών κανόνων της Συμφωνίας εκ μέρους των Σκοπίων, όταν προκύψει μια τέτοια παραβίαση.
Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Ευσταθιάδη, το άρθρο 56 της Σύμβασης της Βιέννης (1969) περί των Συνθηκών προβλέπει ότι μια συνθήκη (συμφωνία, πρωτόκολλο κ.λπ.) που δεν περιέχει διατάξεις σχετικές με την κατάργησή της ή δεν προβλέπει τη δυνατότητα καταγγελίας της ή αποχώρησης από αυτή δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας ή αποχώρησης. Πλην, όμως, αν διαπιστωθεί ότι η πρόθεση των μερών που συνήψαν τη συμφωνία ήταν να γίνει δεκτή η δυνατότητα καταγγελίας ή αποχώρησης ή αν το δικαίωμα της καταγγελίας ή αποχώρησης θα μπορούσε να συναχθεί από τη φύση της συμφωνίας, τότε μπορεί η συμφωνία αυτή να καταγγελθεί. Το άρθρο 20 της Συμφωνίας των Πρεσπών δίδει τη δυνατότητα αυτή.
Η Σύμβαση της Βιέννης, εκτός των ανωτέρω, με βάση το άρθρο 50 προβλέπει και την ειδική περίπτωση ουσιώδους παραβίασης της διμερούς συνθήκης, όταν η παραβίαση υπό του ενός μέρους επιτρέπει στο άλλο να επικαλεσθεί την παραβίαση ως λόγο λήξεως της ισχύος της συνθήκης ή ολικής ή μερικής άρσεως εφαρμογής της.
Στις ουσιώδεις παραβιάσεις στην προκειμένη περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών αναφέρουμε τυχών αλυτρωτικές ανακοινώσεις εκ μέρους των Σκοπίων αναφορικά με το όνομα αυτών, αλλαγές αυτού, ανακοινώσεις εκ μέρους τους περί υπάρξεως «μακεδονικών μειονοτήτων» στην Ελλάδα, αμφισβήτηση υπαρχόντων συνόρων, αναφορές ψευδών στοιχείων, όπως αυτή του άρθρου 1 δ3 (γ), σύμφωνα με το οποίο δήθεν η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων αναγνώρισε την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας» κ.λπ.
Τα περί υποβολής μίας διαφοράς των δύο μερών στο Διεθνές Δικαστήριο (άρθρο 19 δ3 της Συμφωνίας) δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι αφορούν ουσιώδεις διαφορές οι οποίες άμεσα μπορεί να οδηγήσουν στην καταγγελία αυτής, αλλά άλλους, ερμηνευτικής φύσεως κανόνες της Συμφωνίας. Μια κατάργηση της Συμφωνίας μπορεί επίσης να γίνει μέσω μιας μεταγενέστερης συμφωνίας, ήτοι, διά νεότερης καταργητικής ρήτρας, περιεχομένης σε μια νεότερη συνθήκη. Αυτονόητο είναι ότι είναι δυνατή επίσης μια μερική κατάργηση της Συμφωνίας σχετικά με μία ή περισσότερες διατάξεις αυτής. Κατάργηση ή τροποποίηση ή αναθεώρηση συνθήκης μπορεί να προκύψει με μια αντικατάσταση αυτής από μια νεότερη συνθήκη.
Επίσης, λήξη της ισχύος της συνθήκης μπορεί να προκύψει συνεπεία απρόβλεπτων ή αβέβαιων γεγονότων, όπως η ριζική μεταβολή των περιστάσεων κ.λπ. (rebus sic stantibus). Αυτό βέβαια μπορεί να ισχύσει αν οι συμβαλλόμενοι θεωρήσουν ως όρο βασικό της ισχύος της συνθήκης τη διατήρηση της νομικής ή πραγματικής καταστάσεως βάσει της οποίας συνήφθη η συνθήκη αυτή, το οποίο και ευσταθεί.
Εκτός των άλλων, με βάση το άρθρο 19 παρ. 3 της Συμφωνίας των Πρεσπών, μια κατάργηση της Συμφωνίας μπορεί να επέλθει με βάση απόφασης δεόντως εντεταλμένου διεθνούς οργάνου, όπως, π.χ., δι’ ενός Διεθνούς Δικαστηρίου.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι μια καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών εκ πρώτης όψεως είναι αρκετά δύσκολη, όχι όμως και ακατόρθωτη! Οι δημιουργοί της Συμφωνίας αυτής μεταξύ άλλων έλαβαν υπόψη τους και θέσπισαν κανόνες που να δυσκολεύουν την κατάργηση αυτή. Θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς ότι η δημιουργία της Συμφωνίας αυτής είναι προϊόν όχι μόνο της Ελλάδος και των Σκοπίων αλλά ιδίως της ΕΕ, της Γερμανίας και του ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ το μόνο που ήθελαν ήταν να μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ – με τι όνομα δεν φαίνεται να τους ενδιέφερε ιδιαίτερα. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έκανε οτιδήποτε γι’ αυτό.
Μια καινούργια ελληνική κυβέρνηση αποτελούμενη από κόμμα που έχει καταδικάσει τη Συμφωνία των Πρεσπών ευθύς εξαρχής μπορεί να πετύχει την καταγγελία αυτής, αρκεί να παρακολουθεί όλες τις πράξεις και ενέργειες όλων των κυβερνήσεων των Σκοπίων που είναι αντίθετες με το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία πρέπει να γίνει άμεσα, έπειτα από μια παραβίαση ουσιώδους κανόνα της Συμφωνίας.
Βέβαια, η παρούσα σκοπιανή κυβέρνηση τα γνωρίζει αυτά και δύσκολα θα προβεί σε τέτοιες παραβιάσεις ουσιωδών κανόνων. Μία όμως σκοπιανή κυβέρνηση του VMRO ευθύς αμέσως θα καταγγείλει όρους της Συμφωνίας αυτής, προκειμένου να πετύχει ακόμη πιο σκληρούς για την Ελλάδα όρους προς όφελος των Σκοπίων.
Η νέα ελληνική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, εκτός βέβαια αν προέρχεται αυτή και πάλι από τον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να πετύχει τουλάχιστον την αντικατάσταση όρων της Συμφωνίας, όπως «μακεδονική γλώσσα», «Μακεδόνες», «μακεδονική εθνικότητα», εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των Σκοπίων για είσοδό τους όχι μόνο στο ΝΑΤΟ, κάτι που ήδη έχει γίνει, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διπλωματική ιστορία θα αναφέρει μια μέρα ως γνήσιους πατριώτες –για τον πατριωτισμό τους και τη θέση που πήραν για το Σκοπιανό– τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Δημήτρη Κουτσούμπα, πραγματικούς αριστερούς, που εκφράσθηκαν ευθύς εξαρχής εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως επίσης τον Βασίλη Λεβέντη, συμπεριλαμβανομένου και του Πάνου Καμμένου, παρόλο που ο τελευταίος αυτός δεν εκμεταλλεύθηκε ορισμένες καταστάσεις ώστε να συμβάλει στην αποτυχία της δημιουργίας της Συμφωνίας αυτής.
Όσο για το βραβείο του Μονάχου, που έλαβαν ο έλληνας πρωθυπουργός και ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα βραβείο αισχύνης για τον έλληνα πρωθυπουργό, που κατόρθωσε να δημιουργήσει και να θέσει σε ισχύ μια Συμφωνία στην οποία ήταν αντίθετο το σύνολο του ελληνικού λαού! Αυτό θα βαρύνει τον κ. Τσίπρα για πάντα. Όσο για τον σκοπιανό πρωθυπουργό, ήταν πράγματι ένας άθλος, αφού κατόρθωσε να πετύχει κάτι το ακατόρθωτο, δηλαδή, την πλήρη αποδοχή από την Ελλάδα των πιο απίθανων και θρασειών απαιτήσεων των Σκοπίων.
Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει ψευδοαριστερά. Αυτό θα είναι πλέον το νέο σύνθημα των Ελλήνων.