Έκθεση ΓΣΕΒΕΕ: Αξιοσημείωτη δυναμική στις πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Το κόστος της κρίσης δεν κατανεμήθηκε ισομερώς σε όλους τους κλάδους, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται ότι η ανάκαμψη των τελευταίων ετών είναι εξίσου ανισομερής.
Αυτό προκύπτει από την έκθεση του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ υπογραμμίζεται η ύπαρξη μίας αξιοσημείωτης δυναμικής των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων να διευρύνουν τον επιχειρηματικό τους ορίζοντα. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικά εμπόδια. Στην έρευνα αποτυπώνεται ότι το κυριότερο εμπόδιο (με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση) για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
«Όπως φαίνεται στην Ελλάδα έχει πλέον διαμορφωθεί ένα στρεβλό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τέσσερις συστημικές τράπεζες να ελέγχουν την συντριπτική πλειοψηφία των ροών κεφαλαίου στην οικονομία. Είναι, επομένως, επιτακτική η ανάγκη διεύρυνσης των χρηματοοικονομικών υποδομών της χώρας, προκειμένου να έρθουμε πιο κοντά στον πολυπόθητο στόχο μιας υγιούς, μακροπρόθεσμης, σταθερής, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» καταλήγει ο πρόλογος της έκθεσης.
Η ελληνική οικονομία, όπως σημειώνεται: «εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα με τα πιο αδύναμα σημεία της να είναι η στρεβλή χρηματοοικονομική αγορά και το δυσμενές και ασταθές μακροοικονομικό περιβάλλον και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις. Αντιθέτως, παρουσιάζει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και στις υποδομές. Το σημαντικότερο πρόβλημα των ΜΜΕ αυτή τη στιγμή εντοπίζεται στην υψηλή φορολογία και στο φορολογικό πλαίσιο εν γένει. Ίσως, η μόνη θετική απόρροια της κρίσης υπήρξε η πρωτοφανής βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου η οποία όμως οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών. Εν τούτοις, φαίνεται πως τα τελευταία δύο έτη αναπτύσσεται μία δυναμική επέκτασης των εξαγωγών η οποία μένει να φανεί αν θα διατηρηθεί και στα επόμενα έτη».
Το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής
Ειδικά σε ό,τι αφορά στο κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως αναφέρεται, αυτή συντελέστηκε κυρίως μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Σχεδόν τα 2/3 (67,47%) της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής της δεκαετίας 2010- 2019 ύψους 173,6 δισ. ευρώ προήλθε από το σκέλος των φορολογικών εσόδων. «Έτσι, δημιουργήθηκε οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης και ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις» όπως υπογραμμίζεται.
Η «Έκθεση ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» αποτελεί ένα είδους απολογισμού των δέκα και πλέον ετών που έχουν παρέλθει από την εκδήλωση της κρίσης και της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Βασική επιδίωξη της έκθεσης είναι η αποτύπωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η ανάδειξη των διαρθρωτικών μεταβολών της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα προβλήματα ρευστότητας και άντλησης χρηματοδότησης, που σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία αναδεικνύονται ως τα σημαντικότερα εμπόδια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα σήμερα.
Όπως προκύπτει, η κύρια συνιστώσα της οικονομικής δραστηριότητας που έχει πληγεί περισσότερο είναι αυτή των επενδύσεων. «Αυτό είναι και ένα από πιο ανησυχητικά ευρήματα της έκθεσης, καθώς η απομείωση του κεφαλαίου της χώρας υπονομεύει τις μελλοντικές αναπτυξιακές της προοπτικές ενώ η ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας είναι ένας από τους πιο δύσκολους στόχους σε μία οικονομία» όπως υπογραμμίζεται.
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις με κριτήριο το μέγεθος της απασχόλησης εντοπίζονται στους κλάδους του χονδρικού και λιανικού εμπορίου.
Αναφορικά με την επίδραση της κρίσης στη δομή της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, υπήρξε μία μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων κατά 9,4% ενώ παράλληλα μειώθηκε το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που απασχολούν έως τέσσερα άτομα ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων. Η υποχώρηση του ρόλου των μικρών επιχειρήσεων αντικατοπτρίζεται και σε κλαδικό επίπεδο αφού από τους επτά κλάδους στους οποίους ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης μόνο ο κλάδος του τουρισμού συγκεντρώνει μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η μείωση των επιχειρήσεων είχε σαφές αντίκτυπο στην απασχόληση η οποία μειώθηκε κατά 17% στη δεκαετία, με τον τομέα της μεταποίησης να υφίσταται τη μεγαλύτερη συρρίκνωση. Όσον αφορά στη θέση στο επάγγελμα ως κυρίαρχη τάση αναδεικνύεται η μείωση των εργοδοτών με προσωπικό και η αύξηση των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.
Τα εμπόδια
Στην έκθεση περιλαμβάνεται παρουσίαση έρευνας γνώμης, που διεξήχθη με ευθύνη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με τη MARC Α.Ε. σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Τα ευρήματα αναφέρονται κυρίως σε διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η ανάλυση του λειτουργικού κόστους, η ιεράρχηση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ο βαθμός εξωστρέφειας, τα δίκτυα συνεργασίας και η ενσωμάτωση «μικρο-καινοτομιών».
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων:
♦ 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,8%) έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή/και την οργάνωση της επιχείρησης ή/και την εξωστρέφεια.
♦ 2 στις 10 επιχειρήσεις (19,5%) έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, ή/και για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ ή/και για κοινή αποθήκη.
♦ 1 στις 6 επιχειρήσεις (16,7%) εξάγει κάποιο ποσοστό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.
Ενώ οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν αξιοσημείωτη δυναμική στη διεύρυνση του επιχειρηματικού τους ορίζοντα, σημαντικά εμπόδια φαίνεται να παραμένουν.
Ως κυριότερο εμπόδιο – με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση- για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) αναδεικνύεται η έλλειψη ρευστότητας και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Εστιάζοντας στα δύο παραπάνω σημεία, μέρος της έκθεσης, αφιερώνεται στην ανάλυση της χρηματικής οικονομίας.
Εντυπωσιακή, όπως αναφέρεται, είναι η μείωση της συνολικής ποσότητας χρήματος στα χρόνια της ύφεσης και η μείωση της συνολικής χρηματοδότησης από το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα παραπάνω συνιστούν ένα φαινόμενο βίαιης απομόχλευσης της ελληνικής οικονομίας με συνεχώς μειούμενα υπόλοιπα χρηματοδοτήσεων και αρνητικές πιστωτικές επεκτάσεις.
Επίσης, προκύπτει πως το επίπεδο των επιτοκίων χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα της ευρωζώνης, χαρακτηριστικό που έχει αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Εθνική συναίνεση ζήτησε από τους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς
«Η κρίση που βιώσαμε ήταν και είναι μια κρίση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν διορθώσουμε αυτό, όσες θυσίες και να κάνουμε δεν θα την ξεπεράσουμε. Ο κόσμος όμως έχει αλλάξει από το 2010 μέχρι σήμερα και η ανταγωνιστικότητα θα κατακτηθεί με άλλους όρους». Αυτό ανέφερε απόψε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Στέργιος Πιτσιόρλας μιλώντας σε εκδήλωση που πραγματοποίησε η ΓΣΕΒΕΕ με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2019 για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ο κ. Πιτσιόρλας εξέφρασε την αισιοδοξία του, ότι στον τομέα των επενδύσεων η χώρα ξεκινά από καλύτερη αφετηρία μετά την έξοδο από τα Μνημόνια.
Συγκεκριμένα, τόνισε ότι παρατηρείται μεγάλη αύξηση στις επενδύσεις στον τεχνολογικό εξοπλισμό τις δυο τελευταίες χρονιές. «Πρόκειται για μια ποιοτική στροφή στην οικονομία μας, που θα κάνει την πορεία της ασφαλέστερη στο μέλλον. Οι επενδύσεις δεν είναι πια προς την κατοικία, αλλά σε πιο παραγωγικούς τομείς. Η στροφή στην εξωστρέφεια και την καινοτομία είναι μια κατάκτηση ενός κομματιού της ελληνικής επιχειρηματικότητας υπό την πίεση της κρίσης» ανέφερε και πρόσθεσε ότι η στροφή στις παραγωγικές επενδύσεις είναι πια ολοφάνερη και σε επίπεδο πολιτικής με πρόσφατο παράδειγμα την ψήφιση του νόμου για τις Στρατηγικές Επενδύσεις. «Το 2018, βρεθήκαμε σε εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στο καλύτερο σημείο από το 2006 που ήταν η καλύτερη χρονιά για τη χώρα» υπογράμμισε.
Ο κ. Πιτσιόρλας αναφέρθηκε στην ομιλία του και στις εξαγωγές, επισημαίνοντας ότι έχουν ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό και τόνισε την αναγκαιότητα αλλαγής των δομών που έχουμε για τη στήριξη των εξαγωγών. «Γνώμη μου είναι ότι θα πρέπει να εμπιστευτούμε τους συνδέσμους των παραγωγικών φορέων και οι κρατικές δομές να έχουν ρόλο επιτελικό, σχεδιασμού και κρατικής βοήθειας. Το έχουμε κάνει στον τουρισμό με εξαιρετικά αποτελέσματα» επεσήμανε.
Από την πλευρά του, ο Χρήστος Σταϊκούρας, τομεάρχης Οικονομίας της ΝΔ και βουλευτής Φθιώτιδας, ανέφερε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν την τελευταία δεκαετία μειώνοντας τη συνολική τους ύπαρξη κατά 200.000 επιχειρήσεις, εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό πυλώνα της παραγωγικής διαδικασίας, επενδύοντας διαρκώς, καινοτομώντας και εξάγοντας. Αποτελούν την κινητήρια δύναμη της οικονομίας με σημαντική συνεισφορά στον πλούτο, στην δημιουργία θέσεων εργασίας και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Ο κ. Σταϊκούρας υποστήριξε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα, καθώς η κυβέρνηση την τελευταία τετραετία επέβαλε 29 νέους φόρους, ενώ διόγκωσε τις ασφαλιστικές εισφορές δημιουργώντας πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και βιωσιμότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Το αποτέλεσμα των κυβερνητικών παραλείψεων την τελευταία τετραετία, είχε ως αποτέλεσμα, η μεγέθυνση της οικονομίας να είναι αναιμική, το ιδιωτικό χρέος να μεγαλώνει, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αδυνατούν και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας να υποχωρεί. «Η κυβέρνηση αδυνατεί να δρομολογήσει την αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας» εκτίμησε ο κ. Σταικούρας.
Τέλος, ο τομεάρχης Οικονομίας της ΝΔ, αναφέρθηκε στην ανάγκη ύπαρξης ενός σχεδίου που θα ενδυναμώσει την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, θα απελευθερώσει μη παραγωγικά δεσμευμένους ή αδρανείς πόρους της οικονομίας και θα επαναφέρει τη χώρα σε ανοδική πορεία.
Από το βήμα της εκδήλωσης της ΓΣΕΒΕΕ, ο Φίλιππος Σαχινίδης, γραμματέας του τομέα Οικονομικών του ΚΙΝ.ΑΛ, τόνισε μεταξύ άλλων, ότι η ανάπτυξη των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων δεν ισοδυναμεί με την ισοπέδωση των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ούτε και των αυτοαπασχολούμενων. Ο συνδυασμός ανάπτυξης με σταθερότητα, προϋποθέτει κρίσιμους οργανικούς ρόλους, τόσο για τις μικρές, όσο και για τις μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε συμβιωτικά σχήματα και οργανωμένες αλυσίδες αξίας με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. «Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες σε αυτήν την οικονομία για να γίνει ταχύτερη προσαρμογή στην εξωστρέφεια. Είναι τα βασικά οχήματα του διεθνούς τομέα της οικονομίας για την ταχεία ανάπτυξη των εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, με ρυθμούς που να υπερκαλύπτουν τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης» ανέφερε.
Επίσης, πρόσθεσε ότι η μικρομεσαία τάξη στη χώρα μας δεν αφορά αποκλειστικά επιχειρηματίες, αλλά μεγάλο αριθμό οικογενειών που θυσιάζονται και αγωνιούν για το μέλλον των παιδιών τους. «Αντί να επιβαρύνει η κυβερνητική πολιτική τους αυτοαπασχολούμενους με το επιχείρημα ότι ‘πέρασε η εποχή τους’, μια προοδευτική κυβέρνηση θα δημιουργούσε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τις μικρές αλλά και τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις» ανέφερε.
Ο Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, σε σύντομη παρέμβασή του υπογράμμισε ότι η μικρή και πολύ μικρή επιχειρηματικότητα, παρά την πρωτοφανή οικονομική κρίση, παραμένει ο κύριος μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας.
«Όλα αυτά τα χρόνια ζήσαμε αποεπένδυση, ζήσαμε φτωχοποίηση. Οι μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, πληρώσαν ένα βαρύ τίμημα με απώλεια του 25% των επιχειρήσεων, με χάσιμο χιλιάδων θέσεων εργασίας – αλλά ήρθε ο καιρός να πάμε μπροστά.
Μετά από αυτή την πρωτοφανή οικονομική κρίση που βιώσαμε, θα πρέπει να υπάρξει εθνική συναίνεση. Διαφορετικά, πάμε σε μια προεκλογική περίοδο με όξυνση. Νομίζω ότι ο δρόμος που ξεκινάει τώρα είναι δύσκολος και χρειάζονται συνέργειες. Χρειάζεται τα κόμματα να κάνουν αυτοκριτική, έτσι ώστε στη νέα σελίδα που ξεκινάμε, να βάλουμε όλοι μαζί πλάτη για να πάει η οικονομία και ο τόπος μπροστά και να δώσουμε ελπίδα στη νεότερη γενιά» ανέφερε.
Ο Γιώργος Κουράσης, γενικός γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ, επεσήμανε ότι τα τελευταία δέκα χρόνια οι μικρές επιχειρήσεις πλήρωσαν ένα μεγάλο τίμημα από την οικονομική κρίση και έχουν δραστηριοποιηθεί σε ένα εξαιρετικά δυσχερές περιβάλλον σε εθνικό επίπεδο, τόσο ως προς τη λειτουργία, όσο και ως προς την ανάπτυξή τους. Η παρούσα συγκυρία έρχεται να τις τοποθετήσει ταυτόχρονα σε ένα ακόμα πιο διεθνοποιημένο περιβάλλον, όπου οι αλλαγές που συμβαίνουν αλλά και αναμένονται, καθίστανται ραγδαίες.
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνιστούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικό αναπτυξιακό πυλώνα, με κρίσιμη συμβολή στην κοινωνική συνοχή και απασχόληση. Στην ιστορική αυτή συγκυρία, αναγκαία είναι η συντεταγμένη υποβοήθηση της προσαρμογής τους στα νέα οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα. Για τον σκοπό αυτό απαιτούνται κατάλληλες πολιτικές, που θα διευκολύνουν την αναπτυξιακή μετάβαση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων» τόνισε.
Πηγή: ΑΜΠΕ