Π. Νεάρχου: Η αδιέξοδη οικονομική κρίση και η καθήλωση των εξοπλισμών δημιουργούν μέγα κίνδυνο για την Ελλάδα
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Oι ευφρόσυνοι πανηγυρισμοί για δήθεν έξοδο από τα Μνημόνια διαψεύδονται στην πράξη από τα νέα μέτρα λιτότητας και εκποίησης περιουσιών που ζητούν οι «θεσμοί», σε συνδυασμό με τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας. Διαψεύδονται επίσης από τις σκοτεινές προοπτικές της οικονομίας, που διαγράφουν πλήρες αδιέξοδο, δέκα σχεδόν χρόνια μετά την εισαγωγή των περιβόητων προγραμμάτων διασώσεως.
Όλοι μιλούν για την ανάγκη ενός αναπτυξιακού προγράμματος και για επενδύσεις. Το πρόγραμμα όμως παραμένει όνειρο θερινής νυκτός και οι επενδύσεις δεν έρχονται. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί δεν γίνεται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πώς θα διαμορφωθεί από μια χώρα αναπτυξιακό πρόγραμμα, στο πλαίσιο μιας διεθνούς οικονομικής και νομισματικής Ενώσεως, στην οποία κυρίαρχη πολιτική είναι ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και το ενιαίο νόμισμα;
Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, ταυτιζόμενος με την παγκοσμιοποίηση, θέλει ανοικτά σύνορα, αντιμάχεται τις εθνικές πολιτικές και προτάσσει ως αρχή όχι την προστασία της εθνικής παραγωγής και του εθνικού βιοτικού επιπέδου, αλλά τον διεθνή ανταγωνισμό, που έχει ως κοινό παρονομαστή τη φθηνότερη παραγωγή και τη χαμηλότερη αμοιβή εργασίας. Η ενοποίηση, με την παγκοσμιοποίηση, της αγοράς εργασίας μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών δίνει το πλεονέκτημα στο ευκίνητο διεθνές κεφάλαιο. Το τελευταίο έχει τη δυνατότητα να αντιπαραβάλλει στις αμοιβές της αγοράς μιας αναπτυγμένης χώρας τις αμοιβές των μη αναπτυγμένων χωρών και να χρησιμοποιεί υπέρ του τη διαφορά κόστους και ανταγωνιστικότητας.
Η πίεση αυτή που ασκείται ωθεί τις αγορές των αναπτυγμένων χωρών είτε στη μείωση ή καθήλωση των μισθών είτε στην εισαγωγή μεταναστών, που ανέχονται χαμηλότερους μισθούς, ή στον εκπατρισμό των επιχειρήσεων και στην εγκατάστασή τους σε ξένες χώρες φθηνού κόστους. Η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων γίνεται εφικτή γιατί με την ενοποίηση των αγορών και τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δεν έχει πρόβλημα μια επιχείρηση να παράγει σε μια άλλη χώρα τα προϊόντα της και να τα εξάγει χωρίς δασμούς ή χωρίς υψηλούς δασμούς στην παλαιά μητρόπολη.
Αυτό εξηγεί και τον πόλεμο των δασμών που ανέλαβε ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος εναντιώνεται στην παγκοσμιοποίηση, γιατί βλέπει σ’ αυτήν την παρακμή της Αμερικής. Για του λόγου το ασφαλές επισείει το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα που έχουν οι ΗΠΑ ύψους 800 δισ. δολαρίων. Ακόμη και η οικονομικά πιο ισχυρή χώρα του κόσμου δεν μπορεί να αντέξει επί πολύ ένα τέτοιο εμπορικό έλλειμμα, όταν παραλλήλως το δημόσιο χρέος της έχει εκτοξευθεί τα 22 τρισ. δολάρια.
Εάν οι ΗΠΑ έχουν πρόβλημα από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, της οποίας υπήρξαν, άλλωστε, το λίκνο, αναλογίζεται κανείς το πρόβλημα που έχουν μικρές και οικονομικά αδύναμες χώρες, οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν ως ελεύθερες αγοράς, πάνω στη βάση άκαμπτων κανόνων που επιβάλλει το ενιαίο νόμισμα. Η οριακή αντοχή της χώρας τινάχθηκε κυριολεκτικά στον αέρα από τη διεθνή κρίση του 2009 και από τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαχείρισή της.
Είναι σήμερα κοινός τόπος ότι η διαχείρισή της από τους Ευρωπαίους εταίρους έγινε με κύριο γνώμονα τη σταθερότητα του ευρώ και της Ευρωζώνης και τα ομόλογα των ξένων τραπεζών. Η τότε Ελληνική ηγεσία έπαιξε ρόλο θλιβερού κομπάρσου. Αρκεί να αναφέρουμε την καταγγελία του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού Ντ’ Αλέμα, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά: «Στήσαμε παγίδα στην Ελλάδα και τους ληστέψαμε. Από τα 250 δισ. που διετέθησαν για τη διάσωση της Ελλάδος τα 220 χρησιμοποιήθηκαν για τη διάσωση των Ευρωπαϊκών τραπεζών. Μόνο τα 30 δισ. κατέληξαν στον Ελληνικό προϋπολογισμό».
Γιατί η Ελλάδα θα έπρεπε να αναλάβει, στο πλαίσιο μιας διεθνούς κρίσεως, μια τέτοια διάσωση (bail out) ξένων τραπεζών; Ο ογκόλιθος αυτός είναι ασήκωτος για την Ελλάδα και μεταφράζεται σε μη βιώσιμο χρέος. Η πλήρης συνθηκολόγηση όμως των Ελληνικών ηγεσιών περιλαμβάνει και την παραδοχή ότι το χρέος της Ελλάδος είναι δήθεν βιώσιμο. Για να βγει μια τέτοια παραδοχή πρέπει να γίνει αποδεκτή η επ’ αόριστον συνέχιση της ακραίας λιτότητας, χειρότερα ακόμη η φτωχοποίηση της χώρας, τα εξωφρενικά δημοσιονομικά πλεονάσματα, η βαρύτατη φορολογία, ο ΕΝΦΙΑ, ο υψηλός ΦΠΑ και η αρπαγή, βεβαίως, της εθνικής περιουσίας.
Πώς θα γίνει, λοιπόν, ανάπτυξη και αναπτυξιακός σχεδιασμός υπ’ αυτές τις συνθήκες; Πώς θα χρηματοδοτηθεί η οικονομία και θα ενισχυθεί η απασχόληση, όταν η χώρα δεν έχει το δικό της νόμισμα και αναγκάσθηκε να εκμηδενίσει και τις δημόσιες επενδύσεις; Οι ιδιωτικές επενδύσεις, χωρίς ευνοϊκή φορολογία και κίνητρα, δεν μπορούν να έρθουν, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις αποικιακού τύπου συμβάσεων και αρπαγής των ασημικών της χώρας.
Η δεινή αυτή οικονομική κατάσταση και η παθητική ιδίως αντιμετώπισή της με την καλλιέργεια της ιδέας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και άλλη επιλογή υποσκάπτει την αυτοπεποίθηση του λαού και δεν αφήνει χώρο σε μια δυναμική και δημιουργική ελπίδα. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο. Εάν η Ελλάδα βρήκε τον δρόμο της αναπτύξεως και στάθηκε στα πόδια της μέσα σε λίγα χρόνια μετά την τρομερή δεκαετία του 1940, πρέπει να υπάρχει και σήμερα ένας δρόμος. Εάν το εμπόδιο γι’ αυτό είναι το ενιαίο νόμισμα και η αποδοχή ως δήθεν βιώσιμου ενός δυσθεώρητου χρέους, που φορτώθηκε στη χώρα ως διάσωση (bail out) ξένων τραπεζών, τότε τα θέματα αυτά πρέπει να τεθούν ευθέως επί τάπητος. Ο Ελληνικός λαός θα πρέπει να αποφανθεί εάν θα συνεχίσει μοιρολατρικά έναν δρόμο που δεν βγάζει πουθενά ή εάν θα επιλέξει έναν άλλο δρόμο, με πίστη και αποφασιστικότητα.
Εν τω μεταξύ, η δεινή οικονομική κατάσταση επηρεάζει δραματικά και την εθνική άμυνα, σε μια στιγμή που από την άλλη πλευρά του Αιγαίου το καθεστώς Ερντογάν προωθεί συστηματικά τον άκρατο επεκτατισμό σε βάρος της χώρας και εποφθαλμιά απροκάλυπτα τα ενεργειακά κοιτάσματα στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου.
Η καθήλωση των εξοπλισμών για περισσότερο από μία δεκαετία έχει φέρει τα αμυντικά συστήματα στα όριά τους και έχει εμποδίσει τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων και την αγορά νέων. Η άμυνα, δεδομένης της αμεσότητας της απειλής, δεν μπορεί να περιμένει, ούτε μπορεί να αναζητηθεί υποκατάστατο στον κατευνασμό και στον ενδοτισμό.
Παρ’ όλη τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, πρέπει να εξευρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια και οι χρηματοδοτικές τεχνικές για την άμεση ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν πρέπει στο θέμα αυτό να κυριαρχήσουν, πέραν των οικονομικών, ιδεοληψίες για τους αμυντικούς εξοπλισμούς, που λειτουργούν ως τροχοπέδη και αποπροσανατολίζουν από την ουσία του θέματος.
Η Τουρκική πλευρά επιδίδεται σε μια φρενίτιδα εξοπλισμών για να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων και να δημιουργήσει όρους κυριαρχίας στο Αιγαίο και κατά προέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να το ανεχθεί και να το επιτρέψει, γιατί διακυβεύεται η εθνική της ακεραιότητα και ασφάλεια.