Η κατάρα των Παλμιζάνο

Η κατάρα των Παλμιζάνο

Συγγραφέας
Rafel Nadal
Μετάφραση
Βασιλική Κνήτου


«Πρέπει να μου υποσχεθείς πως, αν είναι αγόρι, θα παραστήσεις ότι είναι δικό σου και θα το μεγαλώσεις σαν Κονβερτίνι. Θα το πούμε Βιταντόνιο. Μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε ότι είναι προς τιμήν του άντρα μου, του Βίτο Ορόντσο, που το έχει σπείρει, και του Αντόνιο, που θα του δώσει το όνομα και την ελπίδα να επιβιώσει της κατάρας των Παλμιζάνο.»

Σε ένα χωριό στον Νότο της Ιταλίας, η μοίρα δύο οικογενειών, των Παλμιζάνο και των Κονβερτίνι, ενώνεται για πάντα όταν η Ντονάτα και η Φραντσέσκα, δύο νεαρές χήρες που οι άντρες τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο, συνωμοτούν ενάντια στην κατάρα που βαραίνει τους άντρες της οικογένειας Παλμιζάνο. Τα παιδιά τους, ο Βιταντόνιο και η Τζοβάνα, θα μεγαλώσουν αγνοώντας το μεγάλο οικογενειακό μυστικό που τα ενώνει και θα περάσουν μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, με φόντο τα αμπέλια και τους ελαιώνες της Απουλίας.

Η συγκλονιστική σάγκα δύο οικογενειών που παγιδεύονται ανάμεσα σε δύο πολέμους κι ενός άντρα που παλεύει ενάντια στο πεπρωμένο του. Ένα μυθιστόρημα για τη μοίρα και τη δύναμη της αγάπης, ποτισμένο από τα αρώματα του Ιταλικού Νότου.

> Ο Καταλανός συγγραφέας – φαινόμενο που μεταφράστηκε σε 22 χώρες 

Απόσπασμα βιβλίου

Αν ο Θεός ήθελε να στείλει στη Γη ένα σημάδι για το τέλος του κόσμου, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε διαλέξει αυτή την τρομερή μέρα σ’ εκείνη τη γωνιά του ιταλικού νότου. Στην πραγματικότητα, η αποκάλυψη θα πρέπει να είχε ήδη ξεκινήσει, γιατί στις δύο το απόγευμα της 24ης Αυγούστου του 2012, όταν φτάσαμε στο Μπελοροτόντο, η θερμοκρασία είχε αγγίξει τους τριάντα εννιά βαθμούς και όλα έδειχναν ότι θα συνέχιζε να ανεβαίνει.
«Δεν μου φτάνει ο αέρας», διαμαρτυρήθηκα χαμηλόφωνα για να μην ξοδέψω περισσότερες δυνάμεις από το αναγκαίο, ενώ αναρωτιόμουν τι στον δαίμονα γυρεύαμε εκεί, να περπατάμε κάτω απ’ τον ήλιο, σ’ εκείνο το έρημο χωριό που υψωνόταν χαράζοντας ομόκεντρους κύκλους πάνω σ’ έναν λόφο της Απουλίας.
Η Άννα, η γυναίκα μου, δεν αποκρίθηκε. Προχωρούσαμε σαν σε αργή κίνηση, σέρνοντας τα πόδια μας και προσπαθώντας να κάνουμε οικονομία στη λιγοστή ενέργεια που μας απέμενε. Ανηφορίζαμε από έναν πολύ μακρύ δρόμο, κάτω από έναν ήλιο τιμωρό, γυρεύοντας μια σκιά ή ένα κενό ανάμεσα στα σπίτια, ίσως κάτι σαν βίγλα που να κοιτάζει προς τον κάμπο, με την ελπίδα πως εκεί ενδεχομένως να φυσούσε λίγο. Όποτε σταματούσαμε για να ξαναπάρουμε δυνάμεις, εκμεταλλευόμασταν την ευκαιρία για να αερίσουμε τις μουσκεμένες απ’ τον ιδρώτα μπλούζες μας, που κολλούσαν στην πλάτη και στα πλευρά μας.
Το χωριό φαινόταν εγκαταλελειμμένο. Από την ώρα που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο παρκαρισμένο στο κάτω μέρος, το μόνο σημείο ζωής που είχαμε συναντήσει ήταν δυο σκυλιά που κοιμούνταν ξαπλωμένα πάνω σ’ ένα παλιό χαλάκι, στη σκιά κάτι κάδων για τα σκουπίδια. Όταν φτάσαμε στο τέρμα της Κόρσο ΧΧ Σετέμπρε, στο πιο ψηλό μέρος του χωριού, ένα ηλεκτρονικό θερμόμετρο μας ανακοίνωσε ότι η θερμοκρασία είχε μόλις σκαρφαλώσει στους σαράντα βαθμούς.
Ήμασταν έτοιμοι να τα παρατήσουμε, νικημένοι από την προφανή αποτυχία μας, όταν στρίβοντας σε μια γωνία βρήκαμε την πλατεία. Ήταν μια μεγάλη βίγλα που έβλεπε προς τον κάμπο πάνω απ’ τα αμπέλια και τις ελιές, με μια υπέροχη πανοραμική θέα μέχρι την Αδριατική σχεδόν. Τρεις χαρουπιές και δύο βελανιδιές δέσποζαν σ’ εκείνη τη μικρή όαση. Στη σκιά της πυκνής και θαλερής φυλλωσιάς των δέντρων υψώνονταν δύο μνημεία καλυμμένα από στεφάνια λουλουδιών με κορδέλες και ταινίες στα χρώματα της ιταλικής σημαίας. Υπήρχαν και δυο ξύλινα παγκάκια, μισοξεβαμμένα. Στο πρώτο καθόταν ένας γέροντας που είχε αποκοιμηθεί ή είχε πάθει κάποια κρίση που τον είχε βγάλει προσωρινά εκτός παιχνιδιού: είχε τα μάτια κλειστά, το κεφάλι γερμένο στο πλάι και το στόμα μισάνοιχτο· ανέπνεε μετά δυσκολίας, λες και κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο και κανένας δεν το είχε πάρει ακόμα είδηση. Εν πάση περιπτώσει, κρίνοντας απ’ την όψη του, φαινόταν πως δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ξανασηκωθεί από κει. Στα πόδια του ξεκουραζόταν ένα σκυλί, ξαπλωμένο όπως μόνο τα σκυλιά της Μεσογείου ξέρουν να ξαπλώνουν, όταν αφήνονται να γείρουν στη σκιά, το καλοκαίρι, την ώρα που ο ήλιος καίει τη γη· το καημένο το ζώο φαινόταν επίσης να βρίσκεται ένα βήμα πριν από τον θάνατο. Το άλλο παγκάκι ήταν ελεύθερο και σωριαστήκαμε πάνω του εντελώς εξαντλημένοι.
Όταν χαλαρώσαμε, κοιμηθήκαμε κι εμείς λιγάκι, ζαλισμένοι από τη ζέστη κι απ’ το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών που έξυναν την κοιλιά τους σε κάποιο κλαδί των χαρουπιών. Μισή ώρα αργότερα είχαμε συνέλθει και πήγαμε προς τη βίγλα, στην άλλη άκρη της πλατείας. Η θέα προς την κοιλάδα της Ίτρια και τη χώρα των τρούλων1 , μέχρι πέρα στην ακτή, ήταν απαράμιλλη· η καλύτερη που είχαμε δει απ’ την αρχή του ταξιδιού μας. Πάλι, όμως, δεν φυσούσε ούτε πνοή ανέμου.
Η Άννα έμεινε να βγάζει φωτογραφίες. Εγώ πλησίασα ένα από τα μνημεία που είχα με δει στο κέντρο της πλατείας, που αποδείχτηκε πως ήταν ένας μονόλιθος αφιερωμένος στους νεκρούς του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Πάνω του είχε χαραγμένο ένα πέτρινο αστέρι με τα ονόματα των ντόπιων που είχαν σκοτωθεί στις μάχες. Μέτρησα σαράντα δύο ονόματα και η λεπτομερής ανάγνωση της λίστας με άφησε και πάλι χωρίς ανάσα: τα μισά θύματα είχαν το ίδιο επίθετο και θα πρέπει να ανήκαν στην ίδια οικογένεια, τους Παλμιζάνο. Οδηγούμενος από τη διαίσθησή μου έτρεξα στο άλλο μνημείο, που ήταν αφιερωμένο στους νεκρούς του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Στη λίστα που ήταν χαραγμένη πάνω στη στήλη δεν υπήρχε κανένας Παλμιζάνο· υπέθεσα πως η οικογένεια και το επίθετό της δεν θα είχαν επιβιώσει από τον αφανισμό του πρώτου πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, η αναλογία των ονομάτων ήταν και πάλι συνταρακτική: αυτήν τη φορά, οι μισοί από τους νεκρούς ανήκαν στην οικογένεια Κονβερτίνι…

1 Σ.τ.Μ. : Iταλικά στο πρωτότυπο· trulli, πληθυντικός της λέξης «trullo». Αναφέρεται στις παραδοσιακές πέτρινες κωνικές στέγες, τους «τρούλους» των σπιτιών του Αλμπερομπέλο, στην Απουλία.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Είπαν για το βιβλίο

«Το τοπίο της ιταλικής Απουλίας είναι γοητευτικό και συνάμα επαναστατικό. Αυτός ο συγγραφέας θα συζητηθεί!»
Emili Rosales–  Υπεύθ. Έκδοσης των οίκων Destino και Group 62, επιμελητής του Carlos Ruiz-Zafon


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Ραφέλ Ναδάλ γεννήθηκε το 1954 στη Χιρόνα και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους Καταλανούς συγγραφείς.
Αρθρογραφεί στη LaVanguardia και συνεργάζεται τακτικά με διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια.
Έχει βραβευτεί με τα βραβεία Premio Josep Pla, Joaquim Amat-Pinella και Anglada.
Οι ιστορίες του διαδραματίζονται στην επαρχία της Ισπανίας και της Ιταλίας κατά την περίοδο του φασισμού.
Η κατάρα των Παλμιζάνο έγινε διεθνές best seller και μεταφράστηκε σε 22 χώρες.
Το 2019 του απονεμήθηκε για το νέο του βιβλίο, El fill de lItalià, το μεγάλο βραβείο του Ινστιτούτου Ramon Llull.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ

Κατηγορία: Παγκόσμια Λογοτεχνία, Ιστορικό Εποχής
ISBN : 978-960-461-947-4

 


Σχολιάστε εδώ