Το τοπίο των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας

Το τοπίο των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας

Του
Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ
Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής
Σχολής ΕΚΠΑ


Ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων!
Προ είκοσι ακριβώς ετών, με τη φράση αυτή από τον ειρμό της ένατης ωδής που ψάλλεται την εορτή του Ευαγγελισμού, ο προώρως εκδημήσας Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, σε κείμενό του της εποχής εκείνης, θέλησε εμφατικά να υπογραμμίσει τη δυσκολία της ενασχολήσεως μη επαϊόντων με τα καθόλου εκκλησιαστικά ζητήματα.

Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας στη χώρα μας στρέβλωσαν εξαρχής. Και είναι ανάγκη στο σημείο αυτό να σταχυολογήσω όλως επιλεκτικά και προφανώς ελλειπτικά κάποιους σταθμούς εκκλησιαστικής πολιτικής, για να αναδείξω και να καταδείξω αυτήν τη στρέβλωση, που ξεκίνησε με την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας…

Το Σύνταγμα του 1844, «εν ονόματι της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», όρισε στα άρθρα 1 και 2 τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, καθορίζοντας, πιθανότατα ανεπιγνώστως, την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσα και Αυτοκέφαλη…

Και ο μεν προσδιορισμός «επικρατούσα», που επρόκειτο να ταλανίσει γενεές και γενεές νομικών έως και σήμερα, ελήφθη, βεβαίως, αμέσως μεν από το Σύ­νταγμα της Επιδαύρου του 1822, στο οποίο, όμως, όπως έχει καταδειχθεί, τέθηκε υπό την επίδραση του πρόσφατου τότε Συντάγματος του Ιονίου Κράτους, του έτους 1817, που χρησιμοποιούσε τον όρο «dominante» για δύο θρησκείες, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη θρησκεία δηλαδή της πλειονότητας των πολιτών, όσο και για την Αγγλικανική Εκκλησία, τη θρησκεία δηλαδή του Ηγεμόνα, προκειμένου να θέσει σε τρίτη μοίρα τη Ρωμαιοκαθολική και τελευταία την Εβραϊκή…

Εξ ετέρου, ο προσδιορισμός «Αυτοκέφαλη» ήταν επίσης έωλος, διότι, μετά την πραξικοπηματική, «αυτογνώμονα», ανακήρυξη της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος ως «Αυτοκέφαλης» από τους Βαυαρούς, το 1833, δεν είχε υπάρξει ακόμη συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το μόνο κανονικώς αρμόδιο να ανακηρύξει την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η Εκκλησία κατέληξε υποχείριο του Κράτους, που έφθασε μέχρι του σημείου να τη χρησιμοποιήσει ακόμη και ως όργανο αντεγκληματικής πολιτικής, καθιερώνοντας νομοθετικώς (Ν. Σ’/1852, άρθρο Ι’), κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, τη δυνατότητα επιβολής από τον επιχώριο επίσκοπο του επιτιμίου του προσωπικού αφορισμού για την αποκάλυψη των υπαίτιων τέλεσης παράνομων πράξεων, εκμεταλλευόμενο τη δεισιδαιμονία του ολιγογράμματου τότε ελληνικού λαού.

Τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844 επανέλαβε αμετάβλητες το Σύνταγμα του 1864, εκείθεν δε και το Σύνταγμα του 1911, με το οποίο φθάσαμε αισίως στον Εθνικό Διχασμό του 1915 – 1917, με τους εν ενεργεία Αρχιερείς να διαμελίζονται σε μία Σύνοδο υπό τον Μητροπολίτη Αθηνών, η οποία επέβαλε τον μεγάλο αφορισμό, το «ανάθεμα», στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 12/12/1916 και σε άλλη, των λεγόμενων τότε «Νέων Χωρών», με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος και επέπρωτο να προεδρεύσει του «ανώτατου εκκλησιαστικού δικαστηρίου», που καθαίρεσε ή κήρυξε έκπτωτους τους αντιβενιζελικούς αρχιερείς, όταν επικράτησε και επανήλθε στην Αθήνα ως πρόεδρος της κυβέρνησης του ενωμένου πάλι κράτους ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Δεν μπορώ να παρακάμψω την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Σεπτεμβρίου 1928, που εκδόθηκε ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις με την Ελληνική Πολιτεία και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, με την οποία το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε τη διοίκηση των μητροπόλεών του στις λεγόμενες τότε «Νέες Χώρες», δηλαδή την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, «επιτροπικώς» και «εν τοις επί μέρους», υπό δέκα ρητούς και συγκεκριμένους «Όρους».

Της πράξεως αυτής είχε, όμως, όλως περιέργως προηγηθεί, δύο μόλις μήνες ενωρίτερα, ο ν. 3615/1928, επί κυβερνήσεων Αλέξανδρου Ζαΐμη και Ελευθερίου Βενιζέλου, που ρύθμιζε ήδη την εκκλησιαστική διοίκηση των Νέων Χωρών και μάλιστα περιόριζε σε τέσσερις τους δέκα «Όρους» της Πράξεως, προκαλώντας με τη νέα αυτή στρέβλωση μόνιμη εστία προστριβών στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος, που διαρκεί έως και σήμερα και δυστυχώς οξύνεται τελευταίως και πάλιν…

Με το Σύνταγμα του 1911 φθάσαμε στην 4η Αυγούστου και τη δικτατορία Μεταξά, η οποία αποδυνάμωσε και τελικώς κατάργησε οριστικά τη συμμετοχή αιρετών λαϊκών στη διοίκηση των ενοριών και των μητροπόλεων και την εκλογή των εφημερίων έπειτα από καθολική ψηφοφορία των ενοριτών της κάθε ενορίας.

Όταν μετά την πτώση της δικτατορίας, με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974, επαναφέρθηκε προσωρινά σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, επαναφέρθηκαν αυτοθρόως σε ισχύ και οι διατάξεις για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, ουσιαστικώς δηλαδή το καθεστώς που ίσχυε απαραλλάκτως από το Σύνταγμα του 1844.

Και όταν, μετά την οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, ξεκίνησε η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952, με την κατάθεση τον Ιανουάριο του 1975 από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή σχεδίου Συντάγματος, εκείνη η στιγμή ήταν, κατά την άποψή μου, το κατάλληλο πολιτικό momentum, όπως το έχω εξηγήσει σε πολλά κείμενά μου, για μια ρηξικέλευθη αλλαγή στις σχέσεις αυτές, το οποίο ατυχώς χάθηκε.

Και τούτο, παρά τις σημαντικές αλλαγές που περιείχε ήδη το πρώτο σχέδιο της Κυβέρνησης Καραμανλή, όπως, λ.χ., η απουσία από την κεφαλίδα του Συντάγματος της επικλήσεως της Αγίας Τριάδας, και τις ακόμη πιο προωθημένες θέσεις των κομμάτων της τότε αντιπολιτεύσεως, της Ενώσεως Κέντρου και του ΠΑΣΟΚ.

Και αυτό που τελικώς προέκυψε στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 ήταν η επανάληψη της βασικής διατυπώσεως του Συντάγματος του 1844, η «υποβάθμιση», τρόπον τινά, των σχετικών ρυθμίσεων από τα πρώτα άρθρα στο άρθρο 3Σ, ο διαχωρισμός των περί θρησκευτικής ελευθερίας εδαφίων στο άρθρο 13, κυρίως δε η προσθήκη στο άρθρο 3 μιας, ορθής καταρχήν, αναφοράς στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928.

Η προσθήκη αυτή κρίθηκε αναγκαία για να εξευμενισθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τις αντικανονικές ρυθμίσεις του Καταστατικού Χάρτη της δικτατορίας, που ήταν έργο του εκλεκτού της, τότε Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’, του Κοτσώνη, με μια διατύπωση, όμως, που η γραμματική ερμηνεία της δημιούργησε, ως και εκ της πάγιας σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μία ακόμη στρέβλωση και μια νέα αφορμή τριβών με τον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως…

Σχετικά με την πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 3, όπως κατατέθηκε, υποστηρίχθηκε και τελικώς, έστω οριακά, υπερψηφίσθηκε από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, μέσα σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης, που είναι τελείως αντίθετο με το ίδιο το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών με την αναθεωρητική διαδικασία διατάξεων του Συντάγματος, που απαιτούν ευρύτερες συγκλίσεις και συναινέσεις.

Την πρόταση αυτή, στην οποία δεν βλέπω ευκρινή την αναθεωρητική διάθεση και την εντάσσω σε ένα ευρύτερο σχέδιο συμφωνίας με τη διοίκηση της Εκκλησίας, θα τη χαρακτηρίσω, όλως επιεικώς, οξύμωρη.

Και το δικαιολογώ ευθύς αμέσως:

Εν πρώτοις διατηρείται η επίκληση της Αγίας Τριάδας στο προοίμιο του Συντάγματος, ακολούθως προστίθεται στην αρχή του άρθρου 3 το εδάφιο «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη» και ευθύς αμέσως έπεται ο βασικός κορμός του άρθρου 3, όπως ισχύει σήμερα, που ξεκινά με τη φράση «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία». Τέλος, δε, υπό το άρθρο 3 προστίθεται ερμηνευτική δήλωση ότι «ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας».

Η θρησκευτική ουδετερότητα, όμως, της Ελληνικής Πολιτείας είναι ήδη δεδομένη ως εκ της ισχύος του άρθρου 13Σ, που καθιερώνει το μείζον, δηλαδή τη θρησκευτική ελευθερία, κάτι πολύ περισσότερο από την ανεξιθρησκία, τη θρησκευτική ανοχή, που καθιέρωναν ήδη τα πρώτα επαναστατικά Συντάγματα.

Καθιερώνει, δηλαδή, ένα δικαίωμα με «ευρύτερο και θετικότερο περιεχόμενο», για να επαναλάβω την κλασική διατύπωση του Αριστόβουλου Μάνεση, που παρέχει «αξίωση έναντι της Πολιτείας να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη διαμόρφωση και εκδήλωση της θρησκευτικής συνειδήσεως». Και βεβαίως το δικαίωμα αυτό καθιερώνεται και από σειρά διεθνών συνθηκών που έχει υπογράψει η χώρα μας, με πρώτη την ΕΣΔΑ (άρθρο 9), που έχουν υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας.

Συνεπώς, η συγκεκριμένη προσθήκη δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό και προφανώς τέθηκε για να εξισορροπήσει τις αρνητικές εντυπώσεις που προκαλεί στην εκλογική πελατεία του κυβερνώντος κόμματος ακόμη και η διατήρηση της επικλήσεως της Αγίας Τριάδος στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, άξονας της οποίας ορίζεται «η διακριτότητα Κράτους – Εκκλησίας».

Και ήδη ερωτάται: Τι δέον γενέσθαι;
Δεν διαθέτω, ατυχώς, ούτε το προφητικό χάρισμα ούτε προορατικές ιδιότητες. Συνεπώς δεν γνωρίζω καν εάν τελικώς θα γίνει η αναθεώρηση και βεβαίως εάν τελικώς θα περιληφθεί και το άρθρο 3.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε παλαιότερο άρθρο του («Τα Νέα», 15/11/2018) έκανε ήδη λόγο για το «μυστήριο της θείας οικονομίας» που φαίνεται να λειτουργεί στο ζήτημα της αναθεωρήσεως του άρθρου 3.

Ας μου επιτραπεί, εγώ να επικαλεσθώ τη Θεία Χάρη, «την πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα» και να ευχηθώ να φωτίσει τα μέλη της Αναθεωρητικής Βουλής, που θα προέλθει από τις εκλογές, έτσι ώστε, μια και τέθηκε τελικώς προς αναθεώρηση το άρθρο 3, με την απαιτούμενη πλέον πλειοψηφία των 180 βουλευτών να ψηφίσει την ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 3, όπως έχει ήδη σταθερά προτείνει η επιστήμη, προκειμένου να επιλυθεί το χρόνιο ζήτημα ερμηνείας του όρου «επικρατούσα» και αφετέρου να διατυπωθεί ρητά στο Σύνταγμα η ισχύς του συνόλου των διατάξεων του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928, προκειμένου να αρθεί «η πέτρα του σκανδάλου», που ταλανίζει εδώ και εννέα δεκαετίες τις σχέσεις Αθηνών και Φαναρίου.

Θα βρει τη δύναμη η Αναθεωρητική Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές να το πράξει; Το εύχομαι εκθύμως, αλλά πολύ αμφιβάλλω…
—————
* Το παραπάνω κείμενο είναι η εισήγηση του κ. Ι. Μ. Κονιδάρη στη δημόσια συζήτηση που οργάνωσε ο «Κύκλος Ιδεών» στις 18 Μαρτίου στην Αθήνα με τη συμμετοχή επίσης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομου Σαββάτου, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, της κ. Τασίας Χριστοδουλοπούλου, αντιπροέδρου της Βουλής, και του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, καθηγητή της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης.


Σχολιάστε εδώ