Ν. Γ. Χαριτάκης: «Γόρδιος δεσμός»

Ν. Γ. Χαριτάκης: «Γόρδιος δεσμός»

Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ


Με αφορμή την ιστορία των Σκοπιών έχουμε αρχίσει να αμφισβητούμε όχι μόνο τα ιστορικά γεγονότα αλλά και τη βιολογία. Για παράδειγμα, πόσο πραγματικά απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων είναι οι σύγχρονοι Έλληνες και ιδιαίτερα οι πολιτικοί μας; Μήπως είναι καιρός να αποδεχθούμε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν έχει καμιά βιολογική σχέση με το DNA ενός σύγχρονου έλληνα πολιτικού; Μήπως το δικό μας DNA ταιριάζει με εκείνο των Άγγλων, που, όπως εμείς, έτσι κι αυτοί, συζητούν, διαπραγματεύονται και ζητούν παρατάσεις επί παρατάσεων, αρκεί να μη χρειαστεί να κόψουν τον «Γόρδιο δεσμό» της αναποφασιστικότητάς τους;

Η συμπεριφορά του μεγάλου Μακεδόνα στην περίπτωση διαδικασία λήψης αποφάσεων έμεινε στην Ιστορία. Όταν ο ηγέτης δεν μπορεί να σταθμίσει το κόστος που συνεπάγεται η απόφασή του, έχει το σπαθί και μένει στην Ιστορία. Έτσι ερμήνευσε η Ιστορία τη συμπεριφορά του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έτσι την καταγράψαμε στη μνήμη μας. Ο μεγάλος Όσκ. Ουάιλντ γράφει: «Ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει, ο γενναίος με ένα σπαθί, ο δειλός με ένα φιλί». Αυτή είναι η μοίρα των δημοσίων λειτουργών που αναλαμβάνουν να αποφασίσουν για εμάς.

Η τελευταία εβδομάδα μας έδωσε ευτυχώς πλήθος γεγονότων που θεμελιώνουν την άποψη ότι, τελικά, οι σημερινοί διοικούντες δεν έχουν καμιά σχέση με την ιστορία των μακεδόνων προγόνων μας.

Η χώρα ζει εδώ και μία δεκαετία στη μιζέρια της. Οικονομική, ηθική, θεσμική και συνολικά πνευματική. Αφού έχασε ένα 30% της παραγωγικής της δυνατότητας, αφού πέτυχε να ισορροπήσει σε σχεδόν μηδενική ανάπτυξη, με το 20% των δυνάμενων να εργαστούν ως ανέργους ή υποαπασχολούμενους, αφού έσπρωξε 400.000 πρωταθλητές της εργασίας σε άλλες αγορές, αφού, εκλιπαρώντας, δεσμεύθηκε σε Μνημόνια και μακροχρόνιες υποχωρήσεις, αφού παραδέχθηκε ότι η μόνη διέξοδος στο αδιέξοδο του άρματος της οικονομίας ήταν η επιλογή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μπροστά στον Γόρδιο δεσμό κατέληξε να προβληματίζεται για το κατά πόσο η «ολιγαρκής αφθονία» είναι πιθανά καλύτερη λύση για εμάς και τα παιδιά μας.

Αποδεχθήκαμε μοιρολατρικά τη θέση που μας υπέδειξαν. Υπάρχουμε ως «λάθρα βιώσαντες» και αφού εμείς, γιατί όχι και οι νέοι. Δεχόμαστε να ισορροπούμε στα σημερινά επίπεδα καθαρού εισοδήματος και όχι στα προ κρίσης, γιατί πεισθήκαμε ότι μας προέκυψε από «μη βιώσιμη αφθονία». Με απλά λόγια, δεν μας άξιζε να ζούμε όπως ζούσαμε προ κρίσης και πρέπει να είμαστε και ικανοποιημένοι που βιώνουμε, δεμένοι με «Γόρδιο δεσμό», την ολιγαρκή αφθονία.

Η ολιγαρκής αφθονία είναι μία μορφή «μοναστικής ζωής». Το πόσο κοντά στις συνθήκες διαβίωσης με το Άγιο Όρος ή με το Θιβέτ βρίσκεται είναι θέμα προσωπικής άποψης. Για πολλούς συμπολίτες μας η λύση μπορεί να φα­ντάζει και ως αφθονία. Μια πρόωρη σύνταξη, κάποια κοινωνικά επιδόματα, κάποια περιστασιακή εργασία σε ανασφάλιστο ή ημιανασφάλιστο περιβάλλον, κάποια έσοδα από προγονικά περιουσιακά στοιχεία και η ζωή συνεχίζεται. Αν μάλιστα ένα κομμάτι της αφθονίας προέρχεται από μεταβιβαστικές πληρωμές αλλοδαπών συμμάχων και εταίρων, ακόμη καλύτερα, αφού στον χρόνο οι επιδιώξεις μεταλλάσσονται σε πεποιθήσεις.

Σήμερα, στη δική μας «Φρυγία», κουρασμένοι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου παρακολουθούμε άνευρα τους ηγέτες μας να προβληματίζονται αν θα κόψουν ή όχι τον δεσμό που κρατάει ακίνητο το άρμα του «Γόρδιου». Παραβλέπουμε την ταύτιση του σπαθιού τού τότε με τις επενδύσεις του σήμερα. Επιλέγουμε στασιμότητα και «ολιγαρκή αφθονία» και εμποδίζουμε τις επενδύσεις. Μας καλύπτει να παραπονιόμαστε και να μεμψιμοιρούμε για το παρελθόν και ποιος ήταν υπεύθυνος για την κρίση και χάνουμε τον στόχο των επενδύσεων.

Δεν πρέπει να ανησυχούμε. Η οικονομία έχει πλέον ισορροπήσει στην «ολιγαρκή αφθονία» της. Η βαλκανική μας ταυτότητα είναι εξασφαλισμένη. Θα πηγαίνουμε στα Σκόπια, που μαζί με την Αλβανία θα προοδεύουν, και θα λέμε ότι σε εμάς οφείλεται η ανάπτυξή τους. Θα ξεχάσουμε ότι η Κύπρος ήταν προέκταση της χώρας και θα τη συγκρίνουμε με τη Μάλτα, γιατί σύντομα δεν θα συγκρίνεται μαζί μας. Θα προσπαθούμε μαζί με τους αδελφούς Τούρκους να διαμορφώσουμε υπερφίαλα τη γεωπολιτική των Βαλκανίων και θα υποβαθμιζόμαστε σταθερά, ζώντας ευτυχείς, κατ’ ευφημισμόν, σε συνθήκες «ολιγαρκούς αφθονίας».

Στη συζήτηση ξεχνάμε κάποιους. Όλους αυτούς που ζηλεύουν το παρελθόν, αυτούς που δεν είναι ολιγαρκείς, αυτούς που θέλουν να τολμήσουν και να κερδίσουν ή να χάσουν, αυτούς που δεν σταματούν να βλέπουν τη χώρα ως μία ευκαιρία. Για παράδειγμα, τα 6.000 νέα παιδιά που παρακολούθησαν το συνέδριο για την επιχειρηματικότητα και τη σταδιοδρομία που διοργάνωσε ο φίλος Ι. Λαδόπουλος. Είναι όσοι έφυγαν γιατί δεν τους χωράει ο τόπος. Μαζί μ’ αυτούς και εμείς που έχουμε αντιληφθεί ότι για να επανέλθουμε στα επίπεδα καθαρών ατομικών εισοδημάτων του 2008 και ακόμη καλύτερα αρκεί να κόψουμε τον δεσμό που μας κρατάει δεμένους στην «ολιγαρκή αφθονία».

Για να επανέλθουμε στο επίπεδο του ΑΕΠ του 2008 μέσα σε μία τετραετία απαιτούνται σωρευτικά μόνο 40 δισ. καθαρές επενδύσεις (δεν μετράμε αποσβέσεις). Σήμερα οι καθαρές επενδύσεις είναι μηδενικές. Με απλή αριθμητική, αν γίνουν οι επενδύσεις, το ΑΕΠ από 190 δισ. το 2019 θα βρεθεί το 2022 στα 260 δισ. Ως ποσό τα 40 δισ. δεν είναι τεράστιο, αν υπολογίσουμε ότι περίπου 15 δισ. μας χαρίζει η ΕΕ μέσω διαφόρων προγραμμάτων και άλλα 3 – 5 δισ. μπορούν να ενισχυθούν κεφαλαιακά από αξιόπιστους διεθνείς επενδυτικούς οργανισμούς.

Αν υπάρχουν λοιπόν ευκαιρίες τα κεφάλαια βρίσκονται, αρκεί να μην υπάρχουν εμπόδια στην ανάπτυξη. Αρκεί να συμφωνήσουμε ότι θα ακολουθούμε κοινά αποδεκτούς κανόνες αμοιβαιότητας των συμβατικών υποχρεώσεων, ιδιαίτερα μάλιστα εκεί που εμπλέκεται το Δημόσιο. Εκεί που όταν οι υπεύθυνοι δεν μπορούν να αναλάβουν το κόστος, γιατί κανείς δεν τους ζητάει ευθύνες, δεν θα αποφεύγουν την απόφαση, αλλά θα ακολουθούν τη λύση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το ΚΑΣ έχει άποψη για την επένδυση της COSCO. Η κυβέρνηση δεσμεύθηκε και η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει να λύσει τον δεσμό. Είκοσι χρόνια κάναμε να δώσουμε τον Αστέρα, γιατί είχαμε, ως ΕΟΤ, ενστάσεις. Τα δίκτυα απαιτούν σοβαρές επενδύσεις, αλλά δεν αποδεσμεύονται από τις δουλείες του παρελθόντος. Τα ΕΛΠΕ δεσμεύο­νται συμβατικά και το Δημόσιο παρεμβαίνει και δεν γίνονται επενδύσεις στην έρευνα υδρογονανθράκων. Ο ΟΣΕ αμφισβητεί τα δικαιώματα της ΕΡΓΟΣΕ. Η ΔΕΗ δεσμεύει ιδιώτες όσον αφορά την τιμή στην οποία θα πωλούν την πρώτη τους ύλη στα εργοστάσια, που οφείλει να πωλήσει σε τρίτους.

Κατά παρέκκλιση των κανόνων του ανταγωνισμού, κατασκευαστικές επιχειρήσεις ξεχνούν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν σε θέματα καρτέλ και διεκδικούν έργα με την ίδια συμπεριφορά. Ασφαλιστικές εταιρείες που ασφάλισαν κατασκευαστικά δάνεια κάνουν ότι δεν γνωρίζουν ότι είναι και δική τους ευθύνη να αναλάβουν να πληρώσουν την εγγύηση του χρέους. Συζητάμε ακόμη το Ελληνικό, τα λιμάνια και συνεχώς φέρνουμε εμπόδια στις επενδύσεις των αεροδρομίων. Αν οι επενδύσεις δεν γίνουν από εμάς, δεν χρειάζεται να γίνουν ποτέ. Ευτυχώς έχουμε το Δημόσιο να βάζει εμπόδια στην ανάπτυξη. Γιατί το θέμα είναι ποιος θα βγει δήμαρχος Πειραιά.

Επιτέλους, όμως, πόσο δύσκολο είναι η όποια δημόσια απόφαση να κοστολογείται από τα δικαστήρια και να χρεώνεται στον προϋπολογισμό της δημόσιας υπηρεσίας, που παρεμβαίνει όπως ακριβώς και στις ιδιωτικές υποθέσεις; Πόσοι νομίζουν ότι στην εποχή μας δεν μπορούμε να μετρήσουμε το κόστος στην ανάπτυξη των παρεμβατικών εμποδίων και αναστολών της αυθαίρετης δημόσιας διοίκησης;

Γιατί, διαφορετικά, αν μπορούμε να μετρήσουμε, τότε δεν το τολμάμε, γιατί δεν θέλουμε ό,τι άλλοτε ο Μέγας Αλέξανδρος.


Σχολιάστε εδώ