Π. Νεάρχου: Η Τουρκική πολιτική μόνιμα επεκτατική…

Π. Νεάρχου: Η Τουρκική πολιτική μόνιμα επεκτατική…

…έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου δεν είναι εκλογική – συγκυριακή, αλλά


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Τα αποτελέσματα των Δημοτικών εκλογών είναι, αναμφισβήτητα, ένα πλήγμα για το καθεστώς Ερντογάν. Ο ίδιος, με την κλιμάκωση της ρητορικής του αλλά και με τη συμμαχία με τους ακραίους εθνικιστές του Μπαχτσελί, έδωσε δημοψηφισματικό χαρακτήρα στις εκλογές. Το στοίχημα δεν του βγήκε, όπως τις προηγούμενες φορές. Η απώλεια των τριών μεγάλων Δήμων, της Κωνσταντινουπόλεως, της Σμύρνης και της Άγκυρας, είναι πλήγμα στο γόητρο του Ερντογάν και απαρχή μιας ανάστροφης πορείας, που θα περιορίσει την εντυπωσιακή επιρροή του στην Τουρκική κοινωνία και πολιτική.

Το καθεστώς θα προσπαθήσει, όπως ήδη το εξήγγειλε, να περιορίσει τις ε­ντυπώσεις, με ανακαταμέτρηση των ψήφων στην Κωνσταντινούπολη, ελπίζοντας ότι, λόγω του μικρού αριθμού ψήφων της εκλογικής διαφοράς, μπορεί να γίνει το θαύμα και να ανακηρυχθεί τελικά νικητής ο υποψήφιος του ΑΚΡ.

Σε κάθε περίπτωση, η σχετική εκλογική αποτυχία του Ερντογάν μετριάζεται από το γεγονός ότι μέχρι το 2023 δεν θα υπάρξουν άλλες εκλογικές αναμετρήσεις. Το καθεστώς μπορεί κατά το διάστημα αυτό να επιδοθεί απερίσπαστο στην αντιμετώπιση των οικονομικών αλλά και των άλλων προβλημάτων που έχει μπροστά του, με κορυφαίο τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ, λόγω των S-400, αλλά και την προώθηση των στρατηγικών στόχων που θέτει, με αναφορά τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας το 2023.

Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, το αμεσότερο πρόβλημα είναι η σταθεροποίηση της Τουρκικής λίρας και η διατήρηση ενός υψηλού ρυθμού αναπτύξεως, που έγινε, κατά την τελευταία 15ετία, το όχημα επιρροής και επικρατήσεως του Ερντογάν. Κατά την περίοδο αυτή το εθνικό εισόδημα της Τουρκίας τριπλασιάσθηκε. Η επιτυχία αυτή οφείλεται στον σταθερό προγραμματισμό και στην εισροή μεγάλων ξένων επενδύσεων, όπως επίσης στο άνοιγμα της μεγάλης Ευρωπαϊκής αγοράς, παραλλήλως προς τις προσβάσιμες αγορές των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Μέσης Ανατολής.

Το πολιτικό περιβάλλον έχει αλλάξει από τότε σε σημαντικό βαθμό. Οι ΗΠΑ, ως αποτέλεσμα και της διαμάχης για τους S-400, έχουν αναθεωρήσει τη ρήτρα του πιο ευνοούμενου κράτους, από την οποία η Τουρκία απεκόμιζε μεγάλα πλεονεκτήματα για τις εξαγωγές της. Η Άγκυρα προσβλέπει στην Ευρώπη, ασκώντας πίεση για την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενώσεως, που θα της επιτρέψει πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, χωρίς να είναι χώρα-μέλος. Συνδέει το αίτημα αυτό με το γνωστό θέμα του ελέγχου της παρανόμου μεταναστεύσεως, το οποίο χρησιμοποιεί ως διπλωματικό όπλο.

Η Ελλάδα, ως συνήθως, δεν φέρνει καμιά αντίρρηση και δεν προβάλλει καμιά επιφύλαξη, αν και είναι προφανές ότι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενώσεως της Τουρκίας με την Ευρώπη θα καταφέρει ένα άλλο ακόμη πλήγμα στην ήδη υποφέρουσα και αιμορραγούσα Ελληνική εθνική παραγωγή. Η Ελλάδα, συνεχίζοντας επίσης με τη σημερινή κυβέρνηση την ολέθρια πολιτική των ανοικτών συνόρων στη λαθρομετανάστευση, καθίσταται στην ουσία όμηρος της Τουρκικής πολιτικής. Η τελευταία ρυθμίζει αναλόγως της συγκυρίας τις μεταναστευτικές «ροές» σχετικά ελεγχόμενες για την Ευρώπη, αλλά σταθερές και επαρκείς για τη δημιουργία μιας μεγάλης Μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα και για το δημογραφικό γκριζάρισμα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Οι πολιτικές αλλαγές που έχουν συντελεσθεί και συντελούνται στη Μέση Ανατολή έχουν περιπλέξει τις σχέσεις της Τουρκίας με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία. Οι Τουρκικές απώλειες αντισταθμίζονται όμως, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, από τις προνομιακές σχέσεις με το πλούσιο Κατάρ, στο οποίο η Άγκυρα πουλά προστασία έναντι του συνασπισμού των Αραβικών χωρών, μ’ επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, που το αντιμάχεται και το πιέζει.

Το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα για το καθεστώς Ερντογάν είναι η σύγκρουση με τις ΗΠΑ, στο επίκεντρο της οποίας είναι το πυραυλικό σύστημα S-400. Η Άγκυρα παραμένει ανυποχώρητη, έχοντας μετατρέψει το θέμα σε σύμβολο ανεξάρτητης πολιτικής και κλειδί των σχέσεών της με τη Ρωσία του Πούτιν, τις οποίες θεωρεί απαραίτητες για την αποτροπή Δυτικών πιέσεων και σχεδιασμών στο θέμα των Κούρδων.

Οι ΗΠΑ, με διαδοχικές δηλώσεις υψηλών αξιωματούχων, με τελευταία εκείνη του Αμερικανού Αντιπροέδρου Μάικ Πενς, κλιμακώνουν τις πιέσεις προς την Άγκυρα αλλά και τις προσφορές για ένα εναλλακτικό προς τους S-400 πακέτο. Η κρίση δεν φαίνεται να βαίνει προς επίλυση, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις σχέσεις της Άγκυρας με το ΝΑΤΟ και τη Δύση, γιατί το καθεστώς Ερντογάν θέλει να εκμεταλλευθεί τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Ρωσίας για να προωθήσει την ιδέα της ανεξάρτητης «μεγάλης» Τουρκίας και για να είναι σε θέση να αποτρέψει ανεπιθύμητες εξελίξεις στο Κουρδικό.

Ήδη, αμέσως μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, το καθεστώς Ερντογάν άρχισε να εξαγγέλλει προετοιμασίες για την εισβολή Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στις ελεγχόμενες από τους Κούρδους περιοχές ανατολικά του Ευφράτη. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου σπεύδει παραλλήλως στην Ουάσινγκτον για να μετριάσει τις Αμερικανικές αντιδράσεις τόσο στην περίπτωση Τουρκικής εισβολής ανατολικά του Ευφράτη όσο και για το σύστημα S-400, το οποίο η Τουρκική πλευρά θέλει να παρουσιάσει ως μια «τελειωμένη ιστορία» και τετελεσμένο γεγονός.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, δεν υπάρχει τίποτε νεότερο στην Τουρκική πολιτική. Αυτή είναι πάγια και δεδομένη, ανεξάρτητα από εκλογικές σκοπιμότητες. Το χειρότερο μάλιστα είναι το γεγονός ότι η ιδεολογία του επεκτατισμού δεν περιορίζεται στο καθεστώς Ερντογάν. Η Αντιπολίτευση υπερακοντίζει, π.χ., στις καταγγελίες ότι η Ελλάδα κατέχει δήθεν 18 «Τουρκικά» νησιά στο Αιγαίο. Δεν αναμένεται επομένως καμιά ύφεση στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις μετά τον πυρετό των εκλογών. Αντιθέτως, η Άγκυρα είναι πεπεισμένη ότι οι ενδείξεις υποχωρητικότητας, που εξέφρασαν οι διαδοχικές δηλώσεις Κοτζιά και Κατρούγκαλου για το Αιγαίο και για Τουρκικά «δικαιώματα» στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι αποτέλεσμα των πιέσεων και των απειλών της. Γιατί, λοιπόν, να εγκαταλείψει ένα όπλο που αποδίδει;

Αντιθέτως, έχει κάθε λόγο να εμμένει σ’ αυτό, εν όψει της ενάρξεως, προσεχώς, του λεγόμενου διερευνητικού διαλόγου, σ’ επίπεδο Γενικών Γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών. Το ίδιο ισχύει για την Κύπρο. Η Άγκυρα παραμένει ανυποχώρητη στις γνωστές θέσεις για «πολιτική ισότητα», εγγυήσεις, παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη «λύση» και «μοιρασιά» του φυσικού αερίου της ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου.

Ελλάδα και Κύπρος πρέπει γι’ αυτό να ενισχύσουν τα ερείσματα των στρατηγικών τους συμμαχιών και την άμυνά τους και να αποφύγουν την υπονόμευσή τους με μια αντιφατική πολιτική και αυταπάτες κατευνασμού που δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, αλλά εγκλωβίζουν την Ελληνική πλευρά σε λογικές ενδοτισμού και υποχωρήσεων.


Σχολιάστε εδώ