Δεν έκλεισαν οι «μαύρες τρύπες» της Συμφωνίας των Πρεσπών
Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με την επίσκεψη του Τσίπρα στα Σκόπια
-Δεν μετριούνται όλα με το κέρδος και τις «επενδύσεις»
Και τι απέμεινε τελικά από την «ιστορική» επίσκεψη Τσίπρα στα Σκόπια; Οι selfies, οι αγκαλιές, οι υποσχέσεις για «τσουνάμι» ελληνικών επενδύσεων στα Σκόπια, η νατοϊκή υποχρέωση για (δωρεάν) επιτήρηση του εναέριου χώρου της γειτονικής χώρας και η συμφωνία βάσει της οποίας θα πρέπει να… αντιμετωπισθεί το θέμα των εμπορικών σημάτων και της χρήσης των όρων «Μακεδονία – μακεδονικός».
Και, φυσικά, ως απάντηση στους κομπασμούς περί εκπαραθύρωσης της Τουρκίας από τα Σκόπια και τα Βαλκάνια, η απάντηση ήρθε από την κυβέρνηση Ζάεφ ακριβώς την επόμενη ημέρα, με την άφιξη του τούρκου υπουργού Άμυνας και «γερακιού» της τουρκικής κυβέρνησης Χουλουσί Ακάρ για επίσημη επίσκεψη, με την οποία επιβεβαίωσε τις σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας – «Βόρειας Μακεδονίας».
Η αγωνία του κυβερνητικού κλιμακίου που επισκέφθηκε τα Σκόπια, συνοδεύοντας τον πρωθυπουργό, προκειμένου να διασκεδάσει το άσχημο κλίμα που υπάρχει στην Ελλάδα και να πείσει για την αναγκαιότητα της Συμφωνίας με δηλώσεις που εξιδανικεύουν ακόμη και τις προβληματικές πτυχές της Συμφωνίας των Πρεσπών, ήταν προφανής.
Ακόμη και σοβαρά ζητήματα, όπως τα εμπορικά σήματα αλλά και το γεγονός ότι καμιά κίνηση δεν έχει γίνει από την κυβέρνηση Ζάεφ για την έστω και προσχηματική ρύθμιση που προβλέπει την τοποθέτηση μικρής πινακίδας στα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου στο κέντρο των Σκοπίων, επιχειρήθηκε να υποβαθμιστούν. Με τρόπο που τελικά διευκολύνει τη σκοπιανή πλευρά να αποφύγει ή να κωλυσιεργήσει στην εφαρμογή της Συμφωνίας.
Στην επιχειρηματολογία που ακούστηκε κυριάρχησε ο ισχυρισμός ότι όλα τα προβλήματα, με τα εμπορικά σήματα, τα αγάλματα κ.λπ., δεν προέκυψαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά εκκρεμούσαν από παλιά…
Βεβαίως, με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να υποβαθμιστεί η ευθύνη της κυβέρνησης, καθώς πλέον όλα αυτά τα προβλήματα, τα οποία μονομερώς προκαλούσε η άλλη πλευρά και κάθε φορά έβρισκε μπροστά της η Ελλάδα, έχουν νομιμοποιηθεί. Τα αγάλματα, αντί να απομακρυνθούν, παραμένουν στη θέση τους με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας (να μπει ταμπελάκι που να αναφέρει ότι τα αγάλματα έχουν σημείο αναφοράς την Αρχαία Ελλάδα), ενώ το θέμα των εμπορικών σημάτων έπρεπε να λυθεί με τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου η Ελλάδα είχε διπλωματικά όπλα (πριν τα καταθέσει στα πόδια του κ. Ζάεφ), ώστε να πιέσει για μια θετική λύση για τις επιχειρήσεις και τα προϊόντα της Μακεδονίας.
Προτίμησε όμως να δώσει ακόμη ένα μπόνους στον κ. Ζάεφ, καθώς τώρα θα πρέπει οι επιχειρηματικές κοινότητες των δύο χωρών να συμφωνήσουν και μετά η επιτροπή που θα συσταθεί να υλοποιήσει τις αποφάσεις τους. Και όλα αυτά σε βάθος τριών ετών, όπου καθημερινά θα δημιουργούνται τετελεσμένα. Βέβαια, οι της ελληνικής αντιπροσωπείας «ξέχασαν» να μας πουν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν προβλέπει τι θα γίνει στην περίπτωση που οι επιχειρηματικές κοινότητες των δύο χωρών δεν συμφωνήσουν για την εμπορική χρήση των όρων «Μακεδονία – μακεδονικός».
Σε ό,τι αφορά τη μεγάλη επιχειρηματική αποστολή που συνόδευσε τον πρωθυπουργό στα Σκόπια, οι μεγαλύτεροι όμιλοι δραστηριοποιούνται ήδη εδώ και δύο – τρεις δεκαετίες στα Σκόπια. Εξάλλου η Ελλάδα παραμένει, παρά την οικονομική κρίση και την απώλεια των παραρτημάτων των ελληνικών τραπεζών, ο δεύτερος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στα Σκόπια.
Χωρίς να υποβαθμίζεται η σημασία της οικονομικής διείσδυσης, οι πανηγυρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης για το γεγονός ότι ελληνικοί όμιλοι θα επενδύσουν στα Σκόπια προκαλούν αντιφάσεις και προβληματισμούς.
Όλες αυτές οι επενδύσεις στο παρελθόν, και σε κομβικούς μάλιστα κλάδους της σκοπιανής οικονομίας, καθόλου δεν συνέβαλαν στην εξυπηρέτηση των ελληνικών στρατηγικών στόχων, για την επίτευξη μιας αξιοπρεπούς λύσης στο ονοματολογικό, ενώ συγχρόνως συνέβαλαν στην κερδοφορία ομίλων που είχαν μεταφέρει στο εξωτερικό την έδρα τους και συνεπώς δεν φορολογούνταν στην Ελλάδα.
Και έτσι η περίφημη ελληνική διείσδυση στα Σκόπια, εκτός ίσως από ορισμένες μικρές επιχειρήσεις είτε του τουρισμού είτε του λιανεμπορίου, ελάχιστη συμβολή είχε στην ελληνική οικονομία αλλά και στην πολιτική επιρροή της Ελλάδας, καθώς οι επιχειρηματίες –και δικαιολογημένα– ασχολήθηκαν κυρίως με την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους.
Όσο για την εξαγγελία της διάθεσης 200 εκατ. ευρώ από τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό για την ενίσχυση των επιχειρήσεων που θα επενδύσουν στα Σκόπια και στα Βαλκάνια, μάλλον θα πρέπει να την ξανασκεφθεί η κυβέρνηση, γιατί το όλο εγχείρημα, όπως εξαγγέλθηκε και χωρίς να υπάρχει θεσμικό πλαίσιο επιλογής των επιχειρήσεων που θα χρηματοδοτηθούν και μηχανισμός ελέγχου της επιδοτούμενης επένδυσης, δεν προοιωνίζεται χρηστή διαχείριση και όφελος της ελληνικής οικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής.
Η πλήρης ομαλοποίηση των σχέσεων με τη γειτονική χώρα, με την εξάλειψη της διαφοράς της ονομασίας, ήταν αναγκαία. Αλλά, όπως έδειξε και η πρώτη, ιστορική, επίσκεψη έλληνα πρωθυπουργού στα Σκόπια, δυστυχώς, η Συμφωνία των Πρεσπών άφησε πίσω της ανοικτούς λογαριασμούς, που θα συνεχίσουν να προκαλούν προβλήματα και να δηλητηριάζουν τις σχέσεις των δύο λαών…
Φωτο: enikonomia