Όταν η προστασία της κύριας κατοικίας στοχεύει «στη μη χειροτέρευση της θέσης των πιστωτών»!

Της
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ Γ. ΑΜΠΑΖΗ
Δικηγόρου


Στην πυρά οι οφειλέτες

Με διαδικασίες fast track υπερψηφίστηκε και από την αντιπολίτευση το νέο πλαίσιο προστασίας (;) της κύριας κατοικίας. Ωστόσο αμφίβολη καθίσταται η ουσιαστική προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, καθώς τόσο από την αιτιολογική έκθεση όσο και από το σύνολο των άρθρων του νόμου προκύπτει αβίαστα ότι η φιλοσοφία και το πνεύμα της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης στοχεύει στην εν γένει προστασία, για ακόμη μία φορά, των πιστωτών-τραπεζών, και μάλιστα με συνεισφορά του Δημοσίου.

Συγκεκριμένα, το ποσό της ρύθμισης που επιβάλλεται τελικώς στον οφειλέτη δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση με το ύψος των οικονομικών του δυνατοτήτων. Ούτε υπάρχει ειδικότερη πρόβλεψη προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση του οφειλέτη και της οικογένειάς του. Επιπλέον, δεν υπάρχει σαφής τρόπος υπολογισμού τόσο της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, όσο και των λοιπών περιουσιακών του στοιχείων.

Περαιτέρω, ο τρόπος υπολογισμού της οφειλής αποκλείει πολλούς δανειολήπτες από την εν γένει προστασία, καθώς συνυπολογίζονται στην απαίτηση όχι μόνο το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο αλλά και κεφαλαιοποιημένοι τόκοι και τυχόν έξοδα εκτέλεσης, ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά σχετικά με την τύχη του εγγυητή, όπως υπήρχε στο προγενέστερο νομοθετικό πλαίσιο.

Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί ότι η κατάθεση αίτησης στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και η απόρριψη αυτής δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στον μη επιλεχθέντα αιτούντα, καθώς σε περίπτωση που έχει ήδη κατασχεθεί το ακίνητό του και έχει ορισθεί ημερομηνία πλειστηριασμού ο μοναδικός τρόπος να αναστείλει ο οφειλέτης τον πλειστηριασμό, όπως ρητώς αναφέρεται στις νέες διατάξεις, είναι η προσφυγή του στην αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εξαιρουμένων των λοιπών προβλεπόμενων διατάξεων περί δικαστικής προστασίας σε ανάλογη περίπτωση.

Δηλαδή, ο οφειλέτης δύναται μόνο να αιτηθεί από το δικαστήριο να αναστείλει τον προγραμματισμένο πλειστηριασμό, πιθανολογώντας ότι θα έχει καταφέρει να αποπληρώσει την επίδικη οφειλή σε περίοδο μόλις έξι μηνών, προκειμένου η αίτησή του να γίνει δεκτή από το δικαστήριο.

Επιπρόσθετα, με μεγάλη έκπληξη διαβάσαμε στην αιτιολογική έκθεση ότι «οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί απάτης (σε περίπτωση ανειλικρινούς δήλωσης σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη) κρίνεται ότι δεν παρέχουν επαρκή προστασία στους εξαπατηθέντες πιστωτές, καθώς για την ακύρωση της σύμβασης απαιτείται τήρηση δικαστικής διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό, προβλέπεται αυτοδίκαιη ακυρότητα της ρύθμισης…».

Δηλαδή, σε περίπτωση που ο δανειολήπτης παραλείψει, ακόμα και χωρίς δόλο, να συμπεριλάβει στην αίτησή του κάποιο περιουσιακό του στοιχείο ή κάποια απαίτηση από δανειακή οφειλή, τότε οι πιστωτές (τράπεζες) θα μπορούν μονομερώς, κατά την κρίση τους και χωρίς προσφυγή στη δικαιοσύνη, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να ακυρώσουν τη συνολική ρύθμιση. Σε αυτήν την περίπτωση ο οφειλέτης θα εκπέσει της ρύθμισης.

Με αυτόν τον τρόπο όμως η αιτιολογική έκθεση δημιουργεί την εντύπωση ότι διαμορφώνει δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων. Μία για τους ευάλωτους και αδύναμους, που προσφεύγουν στα δικαστήρια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, για να προστατευθούν σε περίπτωση εξαπάτησής τους και μία άλλη, για τους οικονομικά ισχυρούς, οι οποίοι δύνανται αυτοβούλως και ως άλλοι δικαστές να προστατεύονται από μόνοι τους, όταν οι ίδιοι κρίνουν ότι εξαπατήθηκαν, χωρίς καμία δικαστική συνδρομή.

Τέλος, η αιτιολογική έκθεση συνεχίζει να μας εκπλήσσει, καθώς στη 12η σελίδα της αναφέρει τα εξής: «Η παράγραφος 6 ρυθμίζει την περίπτωση που το Δημόσιο καθυστερεί την καταβολή της εγκριθείσας συνεισφοράς. Η πρόβλεψη της έκπτωσης του οφειλέτη, όταν συσσωρευτεί καθυστέρηση εννέα μηνιαίων δόσεων συνεισφοράς, επιδιώκει την άσκηση πολιτικής πίεσης στην εκάστοτε κυβέρνηση, προκειμένου να αποφεύγονται καθυστερήσεις στην καταβολή της συνεισφοράς για γραφειοκρατικούς λόγους».

Σε αυτή δε την περίπτωση, πέραν της –όλως επιεικώς– απαράδεκτης προτροπής του οφειλέτη στην άσκηση πολιτικής πίεσης στο Δημόσιο, προκειμένου αυτό να τηρήσει τις νόμιμες υποχρεώσεις του και μάλιστα προτροπή που συ­ντελείται σε επίσημη κατατεθείσα και ψηφισθείσα αιτιολογική έκθεση νόμου, εντύπωση προκαλεί ότι καλείται ο οφειλέτης, για να μην εκπέσει της ρύθμισης, να καταβάλει τελικώς ο ίδιος το ποσό της συνεισφοράς του Δημοσίου, «αν όχι το καθυστερούμενο ποσό, τουλάχιστον τέτοιο ποσό που θα αποτρέψει την έκπτωσή του».

Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι κύριο μέλημα της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης δεν είναι η προστασία της κύριας κατοικίας των αδύναμων δανειοληπτών, αλλά είναι η αρχή «της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών».


Σχολιάστε εδώ