Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Τόσκα

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Τόσκα

Παρασκευή 05.04.2019 | 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Χ. Λαμπράκης


Φλογερή, σαγηνευτική, σπαρακτική. Η μοιραία Φλόρια Τόσκα, βγαλμένη από το ομώνυμο έργο του Βικτοριέν Σαρντού, ντυμένη με την υποβλητική μουσική του Τζιάκομο Πουτσίνι – σε λιμπρέτο των πιστών συνεργατών του Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα –  στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σόκαρε με τον σκληρό ρεαλισμό της. Σήμερα όμως, θεωρείται μνημειώδης, μια από τις πιο αγαπημένες όπερες του ιταλικού βερισμού. Το σοκ που προκάλεσε η πρεμιέρα του 1903 δικαιολογεί το φαίνεσθαι της εποχής, αφού πρόκειται για ιστορία που μιλά για την κατάχρηση της εξουσίας, την αδικία, τον απελπισμένο έρωτα ενώ σκιαγραφεί φόνους, απόπειρα βιασμού, ακόμα και αυτοδικία. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, παρουσιάζει την ανεπανάληπτη Τόσκα σε μορφή κοντσερτάντε. Στον ομώνυμο ρόλο, η ραγδαία ανερχόμενη σοπράνο Βαλεντίνα Μπόι, ενώ οι καταξιωμένοι Δημήτρης Πακσόγλου (τενόρος) και Δημήτρης Τηλιακός (βαρύτονος) θα ερμηνεύσουν αντίστοιχα, τον πατριώτη Μάριο Καβαραντόσσι και τον σκοτεινό σαδιστή Βαρόνο Σκάρπια σε μια διανομή που ολοκληρώνουν εκλεκτοί λυρικοί τραγουδιστές. Στο πόντιουμ, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Στέφανος Τσιαλής, διευθύνει τις ιδιαίτερα δημοφιλείς άριες του οπερατικού ρεπερτορίου.


Το σχόλιο της Βαλεντίνα Μπόι:

Με ενδιαφέρουν σημαντικά έργα όπερας και ρόλοι όπως της Φλόρια Τόσκα καθώς, τόσο στο έργο εν γένει, όσο και μέσα από την προσωπικότητα της είναι έντονο το δραματικό στοιχείο, απαιτώντας από την ερμηνεία να το αναδείξει. Επιπλέον, η Τόσκα, αποτελεί ερμηνευτική πρόκληση και γιατί συνδιαλέγεται με διαφορετικές εκφράσεις του μπελ κάντο. Και βέβαια η αντιπαράθεση του καλού και του κακού τόσο στη ζωή, όσο και στην όπερα, είναι διαρκής και διαχρονική και άρα απολύτως σύγχρονη. 

Το σχόλιο του Δημήτρη Πακσόγλου:

Ο ρόλος του Μάριο είναι ρόλος ζωής για εμένα, κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να τον ερμηνεύσω νιώθω υπέροχα. Ιδιαίτερα τώρα, που πρόκειται να συμπράξω με την εκπληκτική Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, τον μαέστρο Στέφανο Τσιαλή αλλά και εξαιρετικούς, αγαπημένους συναδέλφους. Εύχομαι οι θεατές να νιώσουν την ίδια συγκίνηση που αισθάνομαι εγώ όταν ερμηνεύω τον συγκεκριμένο ρόλο.

Το σχόλιο του Δημήτρη Τηλιακού:

Η Τόσκα είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα της περιόδου του βερισμού, ένα πραγματικό θρίλερ με έντονα πάθη και εξάρσεις. Ο ρόλος που ερμηνεύω είναι ο Σκάρπια και ανήκει επάξια στους κορυφαίους ρόλους για βαρύτονο τόσο για την φωνητική όσο και για τη θεατρική του υπόσταση. Είναι εκπρόσωπος της εξουσίας, σκοτεινός, φιλήδονος μέχρι σαδισμού, παγιδεύει με αριστοτεχνία στην ίντριγκα το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του, την Τόσκα, την οποία εξοντώνει ψυχικά στήνοντας μπροστά στα ματιά της το πιο σκληρό βασανιστήριο κατά του αγαπημένου της με μοναδικό σκοπό να την κατακτήσει.
Και βέβαια, είναι μεγάλη χαρά που συνεργάζομαι για ακόμη μια φορά με τη σημαντικότερη  ορχήστρα της χώρας μας. 

Το σχόλιο του μαέστρου:

Κάθε όπερα του Πουτσίνι είναι πρόκληση γιατί έχει έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις και συχνές αλλαγές ρυθμού και διάθεσης. Το ίδιο συμβαίνει και στην Τόσκα, η οποία είναι ένα κλασικό οπερατικό έργο, με ρυθμικές μεταβάσεις, στις οποίες η Ορχήστρα πρέπει να δείξει ευελιξία. Επίσης, πρέπει να συνοδεύει τους ερμηνευτές με διακριτικότητα, αποτυπώνοντας παράλληλα το συμφωνικό στίγμα του συνθέτη. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι η Τόσκα είναι ένα έργο συναισθηματικά φορτισμένο – μία τραγική ιστορία που δεν καταλήγει σε happy end- ένα μεγάλο αριστούργημα με πολύ γνωστές και αγαπημένες μελωδίες, ήταν οι παράγοντες που με οδήγησαν να την επιλέξω κατά τη φετινή καλλιτεχνική περίοδο.


Για την ιστορία…

ΤΖΑΚΟΜΟ ΠΟΥΤΣΙΝΙ (1858 – 1924)
Τόσκα, όπερα σε τρεις πράξεις

Α’ Πράξη – Εκκλησία Σάντ’ Αντρέα ντέλλα Βάλλε (Άγιος Ανδρέας του Κάμπου), Ρώμη
Β’ Πράξη – Μέγαρο Φαρνέζε, διαμέρισμα του Σκάρπια
Γ’ Πράξη – Καστέλ Σάντ’ Άντζελο

Ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Βικτοριέν Σαρντού (1831-1908) υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τα περίπου εβδομήντα έργα του (αρκετά εκ των οποίων άντλησαν τη θεματολογία τους από ιστορικά γεγονότα) γνώρισαν αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία. Το δραματικό θεατρικό του έργο Τόσκα (La Tosca) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1887 στο Παρίσι με τη θρυλική Σάρα Μπερνάρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία και πραγματοποίησε πολλές και επιτυχείς διεθνείς περιοδείες υποδυόμενη τον ρόλο της Τόσκα.

Δύο χρόνια μετά την παρισινή πρεμιέρα της Τόσκα, ο Ιταλός συνθέτης Τζάκομο Πουτσίνι, ενώ ετοιμαζόταν για την πρεμιέρα της όπεράς του Έντγκαρ στη Σκάλα του Μιλάνου, ήρθε σε επαφή με το έργο του Σαρντού και ενθουσιασμένος ζήτησε από τον εκδότη του, Τζούλιο Ρικόρντι, να εξασφαλίσει τα δικαιώματα για να συνθέσει μία όπερα βασισμένη στην Τόσκα. Ο Σαρντού όμως δίστασε να δώσει τα δικαιώματα σε έναν νέο και ως τότε μη επιτυχημένο συνθέτη όπερας. Ο Πουτσίνι αφοσιώθηκε στη σύνθεση της όπερας Μανόν Λεσκώ, η οποία και γνώρισε το 1893 μία θριαμβευτική επιτυχία, όπως συνέβη λίγο αργότερα (1896) με τη Μποέμ. Βλέποντας, ωστόσο, το 1895 στη Φλωρεντία τη Σάρα Μπερνάρ να υποδύεται την Τόσκα, η επιθυμία του να καταπιαστεί με αυτή την ηρωίδα αναζωπυρώθηκε. Στο μεταξύ ο Σαρντού είχε δώσει την έγκρισή του για μία όπερα βασισμένη στην Τόσκα, στον Ιταλό συνθέτη Αλμπέρτο Φραντσέττι, ο οποίος όμως (με κάποιον τρόπο που δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί) πείστηκε να αποσυρθεί και να παραχωρήσει την άδεια ενασχόλησης με το εν λόγω θέμα στον Πουτσίνι. Οι λιμπρετίστες Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, που είχαν γράψει το λιμπρέτο τόσο για τη Μανόν Λεσκώ όσο και για τη Μποέμ, ανέλαβαν να κάνουν το ίδιο και για την Τόσκα.

Τον Σεπτέμβριο του 1899 η παρτιτούρα της όπερας ήταν έτοιμη και εστάλη στον Ρικόρντι προς έκδοση, ενώ η πρεμιέρα της δόθηκε στο Θέατρο Costanzi στη Ρώμη (στην πόλη όπου εξελίσσεται άλλωστε το έργο) στις 14 Ιανουαρίου 1900. Οι πρώτες κριτικές δεν υπήρξαν και τόσο ευμενείς: ένα έργο, στο οποίο περιλαμβάνονται δύο αυτοκτονίες, δύο φόνοι, μία σκηνή βασανιστηρίων και μία απόπειρα βιασμού, θεωρήθηκε εκείνη την εποχή ακατάλληλο για τον χώρο της όπερας. Αλλά η δραματική δύναμη της μουσική του Πουτσίνι ήταν αρκετή για να χαρίσει αρκετά σύντομα στην Τόσκα μία σταθερή θέση στο οπερετικό ρεπερτόριο διεθνώς και να την καταστήσει ένα από τα πλέον μνημειώδη και αγαπημένα έργα του ιταλικού βερισμού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι στο έργο περιλαμβάνονται μερικές από τις πιο δημοφιλείς άριες της ιταλικής όπερας στο σύνολό της, όπως η άρια της Α’ Πράξης “Recondita armonia” (ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι τραγουδά για τη σχέση που παρουσιάζει το πορτρέτο που φιλοτεχνεί με το πρόσωπο της αγαπημένης του, Φλόρια Τόσκα), η άρια της Β’ Πράξης “Vissi d’arte” (η συντετριμμένη Τόσκα στοχάζεται πάνω στο χτύπημα που έχει δεχθεί από τη Μοίρα) και η άρια της Γ’ Πράξης “E lucevan le stele” (ο Καβαραντόσσι λίγο πριν την εκτέλεσή του σκέφτεται την αγαπημένη του).

ΣΥΝΟΨΗ

Α’ Πράξη
Βρισκόμαστε στη Ρώμη, τον Ιούνιο του 1800, λίγους μήνες μετά την αποκατάσταση των Παπικών Κρατών. Ο Τσέζαρε Αντζελόττι, πρώην ύπατος της (βραχύβιας) Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (1798-1799) μπαίνει στον ναό του Σάντ’ Αντρέα ντέλλα Βάλλε (Άγιος Ανδρέας του Κάμπου), έχοντας αποδράσει από τη φυλακή του Καστέλ Σάντ’ Άντζελο. Αναζητά και βρίσκει το κλειδί για το ιδιωτικό παρεκκλήσι των Ατταβάντι, το οποίο η αδερφή του, μαρκησία Ατταβάντι, έχει κρύψει, και κρύβεται στο παρεκκλήσι. Ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι έρχεται για να συνεχίσει την εργασία του σε ένα πορτρέτο της Μαρίας Μαγδαληνής. Ο Αντζελόττι μιλά με τον Καβαραντόσσι, που είναι παλιός του φίλος και ομοϊδεάτης. Ωστόσο, η συνομιλία τους διακόπτεται από την έλευση της λυρικής τραγουδίστριας Φλόρια Τόσκα, ερωμένης του Καβαραντόσσι. Ο Αντζελόττι κρύβεται πάλι, ενώ η Τόσκα που έχει ακούσει ομιλίες φοβάται μήπως ο εραστής της μιλούσε με κάποια άλλη γυναίκα. Η ζήλεια της ενισχύεται από την παρατήρηση των ομοιοτήτων ανάμεσα στο πορτρέτο της Μαγδαληνής και τη μαρκησία Ατταβάντι. Ο Καβαραντόσσι καθησυχάζει τους φόβους της κι εκείνη αποχωρεί. Καβαραντόσσι και Αντζελόττι συνεχίζουν τη συνομιλία τους αλλά τους διακόπτει ένας κανονιοβολισμός, που σημαίνει ότι η απόδραση έχει γίνει αντιληπτή, κι έτσι οι δύο άνδρες αποχωρούν βιαστικά. Ο βαρόνος Σκάρπια, αρχηγός της αστυνομίας, εισέρχεται στο παρεκκλήσι με τον ακόλουθό του, Σπολέττα. Υποπτεύεται ότι ο Αντζελόττι έχει καταφύγει στον ναό και συνομιλώντας με τον νεωκόρο ισχυροποιούνται οι υποψίες του. Ερευνώντας τον χώρο ανακαλύπτει μία βεντάλια με το οικόσημο των Ατταβάντι, την οποία και δείχνει στην Τόσκα που φτάνει εκείνη τη στιγμή. Εκείνη αναχωρεί για το σπίτι του Καβαραντόσσι φοβούμενη ότι θα τον βρει με τη μαρκησία και ο Σκάρπια διατάζει τον Σπολέττα να την ακολουθήσει. Επιθυμία του είναι να συλλάβει τους Καβαραντόσσι και Αντζελόττι και να κάνει την Τόσκα δική του. Ο ναός γεμίζει με πιστούς που γιορτάζουν την υποτιθέμενη ήττα του Ναπολέοντα από τους Αυστριακούς στη μάχη του Μαρένγκο.

Β’ Πράξη
Στο Μέγαρο Φαρνέζε, ο Σκάρπια δειπνεί. Ο Σπολέττα έρχεται για να του ανακοινώσει πως δεν εντόπισε τον Αντζελόττι αλλά συνέλαβε τον Καβαραντόσσι για ύποπτη συμπεριφορά. Ο Σκάρπια ανακρίνει τον κρατούμενο, ενώ η Τόσκα (που έχει καλέσει ο Σκάρπια) ακούει από ένα διπλανό δωμάτιο τις φωνές του εραστή της από τα βασανιστήρια που υφίσταται. Εκείνος αρνείται να αποκαλύψει οτιδήποτε αλλά εκείνη για να σώσει τον αγαπημένο της από τα μαρτύρια αποκαλύπτει στον Σκάρπια ότι ο Αντζελόττι είναι κρυμμένος σε ένα πηγάδι στο σπίτι του Καβαραντόσσι. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνουν τα νέα της οριστικής νίκης του Ναπολέοντα επί των αυστριακών δυνάμεων και ο Καβαραντόσσι προς στιγμήν πανηγυρίζει. Η Τόσκα μένει μόνη με τον Σκάρπια, ο οποίος, προκειμένου να χαρίσει τη ζωή στον αγαπημένο της, της ζητά να του δοθεί. Εκείνη αρνείται αρχικά αλλά αναγκάζεται να ενδώσει, ακούγοντας μάλιστα ότι ο Αντζελόττι αυτοκτόνησε όταν τον εντόπισαν. Ο Σκάρπια υπόσχεται στην Τόσκα να προβεί σε εικονική εκτέλεση του Καβαραντόσσι και υπογράφει ένα έγγραφο που θα επιτρέψει στους ερωτευμένους να εγκαταλείψουν τη Ρώμη ασφαλείς. Καθώς ο Σκάρπια επιχειρεί να την αγκαλιάσει, η Τόσκα τον μαχαιρώνει και αρπάζει το χαρτί που εγγυάται την ελευθερία της και του Καβαραντόσσι.

Γ’ Πράξη
Ξημερώνει η επόμενη μέρα, από μακριά ακούγεται η φωνή ενός νεαρού βοσκού και ο Καβαραντόσσι περιμένει να εκτελεστεί στο Καστέλ Σάντ’ Άντζελο σκεπτόμενος την αγαπημένη του. Εκείνη καταφτάνει για να του πει ότι σκότωσε τον Σκάρπια και ότι η εκτέλεση δεν θα είναι πραγματική. Οι στρατιώτες έρχονται και πυροβολούν τον Καβαραντόσσι. Όταν φεύγουν και η Τόσκα τον πλησιάζει, συνειδητοποιεί ότι ο Σκάρπια την παραπλάνησε και πως ο Καβαραντόσσι είναι στ’ αλήθεια νεκρός. Εκείνη τη στιγμή ακούγονται φωνές: η δολοφονία του Σκάρπια έχει αποκαλυφθεί και ο Σπολέττα με τη συνοδεία του έρχεται να την συλλάβει. Εκείνη όμως προτιμά να πέσει από τις επάλξεις του Καστέλ Σάντ’ Άντζελο παρά να παραδοθεί.


Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΤΖΑΚΟΜΟ ΠΟΥΤΣΙΝΙ (1858–1924)
Τόσκα, όπερα σε τρεις πράξεις (παρουσίαση σε μορφή κοντσερτάντε)

ΣΟΛΙΣΤ
Βαλεντίνα Μπόι, Φλόρια Τόσκα
Δημήτρης Πακσόγλου, Μάριο Καβαραντόσσι
Δημήτρης Τηλιακός, Βαρόνος Σκάρπια
Χριστόφορος Σταμπόγλης, Τσέζαρε Αντζελόττι
Ευάγγελος Μανιάτης, νεωκόρος/ Σαρρόνε/ δεσμοφύλακας
Τζον Χοϊτσενρέντερ, Σπολέττα
Μάιρα Μηλολιδάκη, βοσκόπουλο

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Στέφανος Τσιαλής

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Χορωδία του Ο.Τ.Ε. (διδασκαλία-διεύθυνση: Δημήτρης Μπουζάνης)
Αθηναϊκό Χορωδιακό Σύνολο (διδασκαλία-διεύθυνση: Δημήτρης Καραβέλης)


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Παρασκευή 05.04.2019 | 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Χ. Λαμπράκης

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές εισιτηρίων: 30€, 25€, 15€, 10€ και 5€ (εκπτωτικό)
Προπώληση από 14 Σεπτεμβρίου 2018

Πληροφορίες:
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Τ. 210 7257601-3
www.koa.gr
[email protected]

 


Σχολιάστε εδώ