Π. Νεάρχου: Η ψεύτικη χαραυγή της δήθεν εξόδου από την κρίση και η φτωχοποίηση ως μόνιμη πολιτική
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Kανείς σοβαρός παρατηρητής της Ελληνικής πραγματικότητας δεν έλαβε υπ’ όψιν τους αβάσιμους ισχυρισμούς ότι δήθεν η Ελλάδα βγήκε από τα Μνημόνια και προχωρεί προς την ανάκαμψη και την επιστροφή στην ομαλότητα. Το τέλος των συνταγών του τρίτου Μνημονίου δεν σημαίνει κατάργηση των ήδη συνταγογραφηθέντων. Αυτά είναι εκεί απαιτητά και αδιαπραγμάτευτα. Η παρακράτηση του 1 δισ. ευρώ, που αντιπροσωπεύει μάλιστα κέρδη Ελληνικών ομολόγων που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι μια υπενθύμιση του πραγματικού καθεστώτος κάτω από το οποίο ζει η χώρα.
Επανέρχεται η συνήθης επωδός των δήθεν «μεταρρυθμίσεων» και των προαπαιτουμένων. Το πλήρες ξεπούλημα των ασημικών της χώρας και η συνέχιση μιας πολιτικής που την καταστρέφει περαιτέρω και την αποσαρθρώνει παρουσιάζονται ως δήθεν «μεταρρυθμίσεις». Οι επενδύσεις και η ανάπτυξη παραμένουν όνειρο απατηλό, εφόσον δεν δημιουργούνται οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις που θα τις καθιστούσαν δυνατές. Η χώρα είναι εγκλωβισμένη σ’ έναν φαύλο κύκλο. Η χαμηλή φορολογία, οι δημόσιες επενδύσεις, η φθηνή ρευστότητα, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κίνητρο επενδύσεων και ατμομηχανή για την απασχόληση και την ανάπτυξη, απορρίπτονται και αποκλείονται από τη λογική των Μνημονίων. Τα τελευταία θεωρούν βιώσιμο το χρέος, απαιτούν βαριά φορολογία και πλεονάσματα για τη δημοσιονομική ισορροπία και την εκπλήρωση των δρακόντειων προαπαιτουμένων.
Το παράδοξο είναι η στάση τόσο της κυβερνήσεως όσο και της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Είναι προφανές ότι το «προπατορικό αμάρτημα» είναι η διάσωση από την Ελλάδα των ξένων τραπεζών, που κατείχαν Ελληνικά ομόλογα, και, κατά δεύτερο λόγο, των Ελληνικών τραπεζών, που παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις με χρήματα του Ελληνικού Δημοσίου κατέληξαν υπό ξένο έλεγχο και απαξιωμένες από τεράστια «κόκκινα» δάνεια βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία να επιτελέσουν τον στοιχειώδη αναπτυξιακό ρόλο ενός τραπεζικού συστήματος.
Ποια είναι η θέση κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως για το χρέος; Εγκατελείφθη σιωπηρά η θέση για αναδιάρθρωση του χρέους. Εάν γινόταν αναδιάρθρωση του χρέους το 2010, όταν αυτό ήταν 129% του ΑΕΠ και το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητούσε επιμόνως την αναδιάρθρωσή του, η χώρα θα είχε αποφύγει τη μεγάλη καταστροφή. Σήμερα το χρέος είναι 180% περίπου του ΑΕΠ, η χώρα είναι γυμνή από δημόσια περιουσία, με μείωση 27% του ΑΕΠ και φτωχοποιημένη, χωρίς ουσιαστική προοπτική διεξόδου.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δέχθηκαν σιωπηρά τη θέση Σόιμπλε, ότι το χρέος είναι δήθεν βιώσιμο. Η βιωσιμότητα όμως αυτή έχει ως προϋπόθεση τη βαρύτατη φορολογία, τα πλεονάσματα και τη μόνιμη λιτότητα, που οδηγεί σε φτωχοποίηση επ’ αόριστον της χώρας, σε υποβιβασμό, δηλαδή σε τριτοκοσμικά επίπεδα του επιπέδου ζωής και σε υφαρπαγή του εθνικού πλούτου από ξένες πολυεθνικές εταιρείες.
Η αξιωματική αντιπολίτευση υπόσχεται να μειώσει τους φόρους για να ενισχύσει την ανάπτυξη. Οι αποφάσεις όμως για τη μείωση των φόρων δεν είναι ανεξάρτητες από τις δεσμεύσεις και τα προαπαιτούμενα των Μνημονίων και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα καμιά αλλαγή στην ακολουθούμενη από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο πολιτική. Η πρόσφατη παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, διά στόματος Λαγκάρντ, αφήνει επιπλέον ορθάνοικτο το ενδεχόμενο και νέων μέτρων και δήθεν «μεταρρυθμίσεων» προς την κατεύθυνση της μείωσης των συντάξεων και του επιπέδου ζωής.
Έχει ήδη παρέλθει μία ολόκληρη δεκαετία και ο απολογισμός είναι ακόμη θλιβερός και χωρίς ελπίδα. Η περίφημη Ευρώπη, που θα άνοιγε, υποτίθεται, νέες προοπτικές ευημερίας και ασφάλειας για τη χώρα, απεδείχθη μια απίστευτη παγίδα, κυριαρχούμενη από ανεξέλεγκτες ολιγαρχικές, χρηματοπιστωτικές δυνάμεις, που απεργάζονται τη χρηματιστική υποδούλωση και τη λεηλασία ολόκληρων χωρών.
Το πολιτικό σύστημα, χωρίς στρατηγική αντίληψη και κατανόηση της Ευρωπαϊκής και της διεθνούς πραγματικότητας και επιπλέον υποτελές και διεφθαρμένο, απεδείχθη ανίκανο να προστατεύσει τη χώρα και να την οδηγήσει μέσα από τις Συμπληγάδες των συγχρόνων κινδύνων. Έσπευσε να εντάξει τη χώρα στο ευρώ, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και χωρίς να μεριμνήσει για την πρόληψη ή τον μετριασμό των αρνητικών του επιπτώσεων.
Στην κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία έπρεπε να απαιτηθεί ανυποχώρητα η αναδιάρθρωση του χρέους, έλειψε τραγικά η πολιτική οξυδέρκεια, η κατανόηση σε βάθος των οικονομικών δεδομένων και η πολιτική θέληση και αποφασιστικότητα για το δέον γενέσθαι. Η χώρα μπήκε σε νάρθηκα και τα κλειδιά δόθηκαν σε ξένους. Προέκταση αυτής της καταστάσεως είναι και η εμμονή σε μια αποδεδειγμένα αποτυχημένη πολιτική και η εγκατάλειψη του αιτήματος για παραγραφή μέρους του χρέους, που θα το καθιστούσε βιώσιμο.
Πού οδηγεί η παθητική συνέχιση της πολιτικής αυτής; Προφανώς, στη μόνιμη φτωχοποίηση, στη ρευστοποίηση μεγάλου μέρους και των ιδιωτικών περιουσιών και στον υποβιβασμό γενικά του επιπέδου ζωής. Η αποδυνάμωση επιφέρει επιπλέον και άλλους κινδύνους, που συνδέονται με την άμυνα και την εθνική ασφάλεια. Με την τελευταία είναι συνδεδεμένη όχι μόνο η εθνική ακεραιότητα αλλά και η αξιοποίηση των ενεργειακών κοιτασμάτων στην ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου.
Τα ενεργειακά αποθέματα αντιπροσωπεύουν μια νέα στρατηγική ευκαιρία για ανάκαμψη και ανάπτυξη. Πρέπει να είναι πρώτιστη στρατηγική προτεραιότητα για τη χώρα η αμυντική τους κάλυψη, παραλλήλως με το εθνικό έδαφος και τον άλλο εθνικό χώρο.
Η χώρα, ως αποτέλεσμα της ταυτίσεως της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό αλλά και ως συνέπεια εγχωρίου πολιτικού παραλογισμού, αντιμετωπίζει και έναν άλλο μεγάλο κίνδυνο: Τη διάσπαση της εθνικής συνοχής της και τη μαζική επανεγκατάσταση στο έδαφός της Μουσουλμανικών πληθυσμών από διάφορες χώρες του κόσμου. Ο κίνδυνος αυτός συγκαλύπτεται με το πέπλο ενός υποτιθέμενου ανθρωπισμού, αλλά είναι έκδηλη η γεωπολιτική σημασία του, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν την ανταγωνιστική γειτονική Τουρκία και τον ρόλο που διαδραματίζει στην υποστήριξη της παράνομης μεταναστεύσεως προς την Ελλάδα και την Ευρώπη.