Π. Αδαμίδης: Η σύγκρουση των πολιτισμών

Π. Αδαμίδης: Η σύγκρουση των πολιτισμών


Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων


Όταν ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, το 1993, έγραψε το κλασικό πλέον πόνημά του περί της σύγκρουσης των πολιτισμών, οι σύγχρονοι του έσπευσαν κατά κανόνα να ξορκίσουν τις θεωρίες του και να αποδοκιμάσουν φαντασιώσεις, κατ’ αυτούς, που απειλούσαν την ευφορία που ακολούθησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τότε, που δεν ήταν λίγοι όσοι μιλούσαν για το τέλος της Ιστορίας αλλά και όσοι διέδιδαν συνωμοσιολογικές θεωρίες για τα αίτια της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης και του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, πραγματιστικές αναλύσεις από γνώστες της Ιστορίας και των γεωπολιτικών συνθηκών αντιμετωπίστηκαν ως παιχνίδια σκοτεινών υπηρεσιών, που αναζητούσαν λόγο ύπαρξης, καλλιεργούσαν δήθεν αυτοεκπληρούμενες προφητείες και σκάλιζαν πληγές του παρελθόντος, όπως του θρησκευτικού φανατισμού, που οι κάθε λογής αφελής τις κατέτασσαν στις «ασθένειες» που είχαν εξαλειφθεί, που όμως ήταν πανταχού παρούσες. Άσχετα αν επισκιάστηκαν από τη διαίρεση που επέβαλε το Σιδηρούν Παραπέτασμα και τις προτεραιότητες που προέκριναν οι αντίπαλοι συνασπισμοί.

Η απαρχή του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκεται στον ιερό πόλεμο των Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν απέναντι στους άθεους εισβολείς. Μια μικρογραφία προσφέρουν, το προηγούμενο χρονικό διάστημα, οι εμφύλιες συγκρούσεις στη Νιγηρία και το δράμα της Μπιάφρα, όπως και ο πόλεμος που βυσσοδομούσε μεταξύ των χριστιανών Μαρωνιτών και των μουσουλμάνων, κατά κύριο λόγο, στον Λίβανο.

Αλλά και η μετεξέλιξη της συνολικής σύγκρουσης, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, μεταξύ των κύριων μονοθεϊστικών θρησκειών, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, σηματοδοτείται από την παρουσία και στάθμευση των δυτικών δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία και τα ιερά προσκυνήματα του μουσουλμανικού κόσμου, επ’ αφορμή του πρώτου πολέμου του Κόλπου και της «προσωπικής σταυροφορίας» του Μπιν Λάντεν και του τρομοκρατικού του δικτύου. Και όλα αυτά με βαθιά ριζωμένες, στο συλλογικό υποσυνείδητο λαών και πληθυσμών, τις εμπειρίες και την «κληρονομιά» των Σταυροφοριών και της δράσης των μεγάλων αποικιακών δυνάμεων.

Την ασύλληπτη έκταση της μανίας του θρησκευτικού φανατισμού τη βίωσε η ανθρωπότητα και στη διάρκεια του καταρχήν εμφύλιου σπαραγμού στην Ινδική Χερσόνησο μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων, μετά την αποχώρηση των Άγγλων το 1947 και την εντέλει δημιουργία των κρατών της Ινδίας, του Πακιστάν και στη συνέχεια του Μπαγκλαντές, αλλά και μέσα από την αδιανόητη βαρβαρότητα του λεγομένου Ισλαμικού Κράτους, που αφάνισε και αποψίλωσε τις πανάρχαιες χριστιανικές εστίες στη Μεσοποταμία και τη Μέση Ανατολή.

Η βαρβαρότητα των τρομοκρατικών χτυπημάτων στο όνομα του Ισλάμ, καταρχάς στη Νέα Υόρκη στις 11/9/2001 και σε διάρκεια χρόνου σε ευρωπαϊκές, κατά κανόνα χριστιανικές μητροπόλεις, αλλά πρόσφατα και στην Ινδία, με πρόσχημα το κασμίρ, έχουν ως έμμεση, κατά πολλούς πρωταρχική, στόχευση να προκαλέσουν την αντίδραση των χριστιανικών πληθυσμών, την πρόκληση αντιποίνων και την ανατροφοδότηση του μίσους και της βίας.

Η αδιανόητη σφαγή στην κατά τα άλλα ήσυχη και ειρηνική Νέα Ζηλανδία, σε βάρος ανυποψίαστων μουσουλμάνων που εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αποτελεί οδυνηρή υπόμνηση του πόσο ανοχύρωτος είναι ο κόσμος μας απέναντι σε κάθε ανεγκέφαλο, δόλιο ή προβοκάτορα.

Οι πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης είναι χρήσιμες. Σε επίπεδο προθέσεων καταρχήν, απόλυτα θεμιτές. Διαρκές ζητούμενο είναι να φέρουν μετρήσιμα αποτελέσματα.

Ο διαθρησκευτικός διάλογος είναι και αναγκαίος και ιστορικά δικαιωμένος. Δεν είναι όμως αντίδοτο στους δημαγωγούς που επενδύουν σε υπαρκτά προβλήματα.

Οι οραματιστές της πολυπολιτισμικότητας πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδείξουν ότι γνωρίζουν από δράσεις επιτυχημένης ενσωμάτωσης. Η γκετοποίηση αναπαράγει στερεότυπα, επιτείνει την καχυποψία και καλλιεργεί την εχθρότητα. Και μοιραία επιταχύνει τη σύγκρουση. Θρησκευτικές, εθνικές και πολιτισμικές μειονότητες πρέπει να μάθουν να συνυπάρχουν.

Μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό, πάνω απ’ όλα, αλλά και την αποδοχή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου.

Που δεν μπορούν να μπουν στο «ζύγι» της θρησκευτικής ορθότητας και καθαρότητας. Η οικονομική ανάπτυξη και η εργασία θα διευκολύνουν τη συμβίωση και την κοινή προοπτική.
Χιλιοειπωμένες αλήθειες που καθημερινά δοκιμάζονται και μας θυμίζουν την εργώδη και διαρκή προσπάθεια που απαιτούν για να επιδιωχθούν και να εξασφαλισθούν.


Σχολιάστε εδώ