ΑΛΗ ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΛΕΦΤΕΣ, ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΠΩΝΥΜΟΥΣ ΨΕΥΤΕΣ

ΑΛΗ ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΛΕΦΤΕΣ, ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΠΩΝΥΜΟΥΣ ΨΕΥΤΕΣ

Σέ μιά γωνιά σ’ ένα γιαλό
καθόταν ένας γλάρος
κι απέναντι τήν θάλασσα
φώτιζε ένας φάρος.
•••
Κοιτούσε ο γλάρος τόν φανό
νά δει, νά καταλάβει
τί έλεγαν τά φώτα του
νόημα νά συλλάβει.
•••
Περνούσαν ώρες μοναξιάς
κι ερχόταν τό σκοτάδι
κι η φύση η κακόμοιρη
βούταγε στό «πηγάδι».
•••
Κάτι βοσκοί περαστικοί
κοίταζαν οι καημένοι
τί κάνει ο γλάρος
στόν γιαλό
τάχα τί περιμένει.
•••
Τό σκότος εμεγάλωνε
σάν χήρα διψασμένη,
τά δέντρα χάθηκαν
θαρρείς
στήν γή τήν ξηραμένη.
•••
Ο γλάρος, νυχτοφύλακας
τήν θέση του κρατούσε
καί μόνο
τίς φτερούγες του
στό διαρκές ξεχνούσε.
•••
Καί ξάφνου στόν ορίζοντα
ο φάρος πάει, σβήνει
η θάλασσα σκοτείνιασε
καί λάμπανε τά χτήνη.
•••
Πάντα τά χτήνη τής νυκτός
καί τής ακολασίας
γόνοι γαϊδάρων γνήσιοι
άνευ τιμής κι ουσίας.
•••
Ο γλάρος ο κακόμοιρος
άρχισε νά λαλάει
σάν τούς τρελούς
είς τό Δαφνί
πού ο καθείς γελάει.
•••
Τά ψάρια βγήκαν
στήν στεριά
λίγο νά ανασάνουν
τόν γλάρο νά ρωτήσουνε
στό σκότος τί νά κάνουν.

Τά πάντα έμοιαζαν θαρρείς
μέ χώρα ρημαγμένη
πού πέθαινε σιγά-σιγά
δεμένη, χρεωμένη.
•••
Τού γλάρου τού εθύμιζε
η κολασμένη πλάση
πώς τράβαγε στόν θάνατο
λιγάκι νά ξεχάσει.
(…)
Ώρες καί μέρες βαρετές
σάν άδολες παρθένες
πού πέσαν
στό κρεβάτι τους
ωσάν βαλσαμωμένες.
•••
Ο γλάρος κοίταζε ψηλά
νά βρει έναν σωτήρα
βαριόταν τήν πατρίδα του
τήν ξεχασμένη χήρα.
•••
Ένας θεός αόρατος
κοίταζε καί γελούσε
τά έργα του τά θαυμαστά
τήν Χώρα πού πενθούσε.
•••
Οι άνθρωποι περπάταγαν
πάντοτε ζαλισμένοι
βαρέθηκαν νά ’ναι θνητοί
κι απ’ όλους ξεχασμένοι.
•••
Ο γλάρος χασμουρήθηκε
κι είπε να φτερουγήσει,
η φύση καί οι γύρω του
τόν είχανε ξεσχίσει.
•••
Πήγε σέ μία τράπεζα
χρήματα νά ζητήσει
η τράπεζα ήταν κλειστή
τήν είχανε γαμήσει,
•••
Έτσι είναι, γλάρε μου,
η ζωή
τίποτε δέν αλλάζει,
τήν μία θά ζείς
στήν ζεστασιά
τήν άλλη στό χαλάζι.
(…)
Όταν η φύση οργιστεί
καί τόν φονιά κλαδέψει
τότε υπάρχει ελπίδα, ΝΑΙ
τό δίκιο νά επιστρέψει.
……………………………………
«Άκρα του τάφου σιωπή
στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί παίρνει σπυρί
κι η μάνα το ζηλεύει»

Δ. Σολωμός


 
Απολαύστε περισσότερο Φιοράντε  ΕΔΩ


Σχολιάστε εδώ