Οι Έλληνες δεν ξεχνούν…
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Άστραψε και βρόντηξε ο Ερντογάν, οι φλέβες γύρω από το μέτωπό του κόντεψαν να σπάσουν. Αισθάνθηκα μια απέραντη ικανοποίηση, γιατί επιτέλους κάποιος επώνυμος, και όχι αλήτης, όπως είπε ο υιός Νετανιάχου, για πρώτη φορά του πέταξε στη μούρη το όνομα της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης. Το αληθινό όνομα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου και όχι Ιστανμπούλ, που σημαίνει «εις την πόλιν».
Αλλά είναι τόσο αφελής ένας ηγέτης, που δεν μπορεί να δεχθεί ότι η Κωνσταντινούπολη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ήταν αυτή που διαφέντευε στη μέση της Γης όλο τον κόσμο, κτισμένη σε επτά λόφους, το διαμάντι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ιστορία του ελληνικού έθνους. Το 1453 υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή από τα άγρια στίφη των Τούρκων, που εισέβαλαν στην πόλη της Αγιά Σοφιάς και την κατέστρεψαν. Αυτή είναι η αλήθεια, αυτό είναι το πραγματικό γεγονός της Αλώσεως του Βυζαντίου, που πήγε πίσω πολιτισμό χρόνων, που λεηλάτησε, που κατέσφαξε ολόκληρη γενιά, που άφησε πίσω την Παναγία την Μπαλουκλιώτισσα, που ρήμαξε πόλεις και χωριά.
Σήμερα παινεύεται αυτός ο αμετανόητος γκαφατζής για κάτι που δεν τους ανήκει. Άραγε, ποια είναι η πραγματική τους ρίζα; Εκτός από το ότι πιστεύουν στον Μωάμεθ, και αυτό δεν τους το απαγόρευσε κανείς, από πού ήρθαν και τι ήθελαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, που έσφυζαν από ζωή και αποτελούσαν κέντρο εμπορίου; Ήρθε από τα βάθη της Ανατολής ένας αλλοπρόσαλλος λαός και έφτιαξε έναν στρατό που προέβη σε ακραίες ενέργειες και πράξεις. Μόνο οι σκληροί, οι αρχηγοί εισακούονταν και κατέστρωναν σχέδια επεκτατισμού, αναζητώντας έτσι ίσως μια πιο ανθρώπινη ζωή, παρασυρμένη από τα ακούσματα των εξελιγμένων πόλεων που βρέχονταν από τη μεγάλη θάλασσα του Αιγαίου.
Λαοπλάνος και συγχρόνως λεξιπλάστης ο Ερντογάν μιλά τώρα για τη μεγάλη «γαλάζια πατρίδα». Λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο, έχει μείνει στην εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής, επαίρεται που πέταξε και έπνιξε τους Έλληνες των παραλιών της Μικράς Ασίας στη θάλασσα.
Οι Έλληνες δεν ξεχνούν, έχουν αφήσει πίσω τους τα ιερά και τα όσιά τους, τις περιουσίες τους, τη γη τους, γη ελληνική.
Μεθαύριο γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου, την ύψωση της σημαίας της Επαναστάσεως του 1821 και προσδοκάμε κάποτε ο σύγχρονος κόσμος να αντιληφθεί τους αγώνες ενός έθνους και να συνδράμει στην από κοινού βοήθεια ενός λαού που, παρά τα δεινά του, έχει πάντα ένα χαμόγελο στα χείλη, έχει πάντα τη διάθεση να δεχθεί ξένους και να προσφέρει από το υστέρημά του ένα κομμάτι ψωμί. Καμιά φορά έρχονται στη σκέψη μου λόγια ελλήνων ποιητών, που μίλαγαν με πόνο αλλά και θαυμασμό για ό,τι ζούσαν, όπως τα λόγια του Καβάφη: «Σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, σαν σου ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη», λέει, «πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις».
Έτσι κι εκείνη την αποφράδα ημέρα του 1453 αποχαιρέτησαν την Κωνσταντινούπολη με όλη την αγάπη, γιατί είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν την εποχή της μεγάλης της δόξας.
Και έκλαψαν, θρήνησαν νέους, γέρους, παιδιά που θάφτηκαν κάτω από τα τείχη της Πόλης. Πέρασαν πολλά χρόνια και μετά, το 1922, όταν εξολόθρευσαν τον Ελληνισμό που είχε απομείνει, με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων, τότε και μόνο τότε ίδρυσαν το τουρκικό κράτος, το 1923, που μέχρι τότε δεν υπήρχε.
Για ποια Τουρκία μας μιλά ο Ερντογάν; Για ένα κράτος εκδικητικό και γεμάτο ψευτολεονταρισμούς. Καλά είπε κι ο Τραμπ. Όλοι, λέει, θέλουν να γίνουν Έλληνες. Γιατί, άραγε;