Μπορούμε να αποτρέψουμε μια εθνική ήττα αρκεί να πετύχουμε έναν ηράκλειο άθλο

Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος

-Είμαστε καταδικασμένοι να τα καταφέρουμε – Είναι η ώρα του πολίτη – Όχι στον εφησυχασμό

Η βαριά κληρονομιά που αφήνει η πολυετής και βαθιά κρίση, μετά το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα, δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση κλίματος εφησυχασμού, που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για το μέλλον της χώρας, επισημαίνει ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Ελλάδα 2020-2030, οι νέες εθνικές προτεραιότητες».

«Έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος (υψηλότερο του 180% του ΑΕΠ), αδύναμους ισολογισμούς τραπεζών και επιχειρήσεων, υπερχρεωμένα νοικοκυριά και πορεία της χώρας σε φάση απόκλισης αντί σύγκλισης του βιοτικού της επιπέδου σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Αυτά τα προβλήματα θα έχουν μόνιμη θέση στην ατζέ­ντα της οικονομικής πολιτικής της επόμενης δεκαετίας, που αρχίζει σε 10 μήνες από σήμερα. Το ζήτημα μάλιστα του δημόσιου χρέους θα βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για αρκετές δεκαετίες ακόμη».

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, «η Ελλάδα καλείται να αναχρηματοδοτεί εφεξής ένα ογκώδες χρέος, χωρίς τη συνδρομή των εταίρων, δηλαδή αποκλειστικά από τις αγορές. Αυτή η συνθήκη, η απρόσκοπτη πρόσβαση στις δύσπιστες πλέον –λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος μας– αγορές, αποτελεί ζωτικό όρο επιβίωσης της χώρας.

Η ταχύρρυθμη και διατηρήσιμη άνοδος του ΑΕΠ, μακροχρόνια, θα αποτελούσε ουσιαστικά τον μοναδικό παράγοντα που θα συνέβαλλε στην αισθητή συρρίκνωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ και, ταυτόχρονα, στη διαμόρφωση θετικών για τη χώρα προοπτικών, που αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή αναχρηματοδότηση του χρέους από τις αγορές. Το μέγεθος του δυνητικού μακροχρόνια ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας αναγορεύεται, έτσι, σε κομβικό στοιχείο για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Αποτελεί, επιπροσθέτως, το κλειδί για τη μείωση της ανεργίας, τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της χώρας με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, την ταχύτερη επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων και τη γρηγορότερη ανάκτηση των απωλειών εισοδήματος (της τάξης του 25%) που προκάλεσε η δεκαετία της κρίσης».

Ζοφερές οι προοπτικές
«Οι μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως σκιαγραφούνται σε πρόσφατη ειδική ανάλυση του ΔΝΤ (Ιούλιος 2018), είναι ζοφερές. Κατά το ΔΝΤ, οι εντόνως δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές (σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ ‘‘Aging Report’’, 2018, το εργατικό δυναμικό θα μειώνεται κατά μέσον όρο κάθε χρόνο κατά 1,1% τα επόμενα σαράντα χρόνια) της χώρας, αλλά και οι πενιχρές επιδόσεις μας τα τελευταία σχεδόν πενή­ντα χρόνια, κατά τα οποία σημειώθηκε μέση ετήσια βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας μόλις 0,25%, προδικάζουν έναν αρνητικό μέσο μακροχρόνιο ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ: μείον 0,7%».

Όρος επιβίωσης
«Μια αισθητή επιτάχυνση των επενδύσεων θα συνέβαλλε βεβαίως, σε μια πρώτη φάση, σε ισχυρότερη ώθηση της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, στην περιοχή του 2-2,5%, όμως τα δημογραφικά δεδομένα και η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελούν, σε μακροχρόνιο ορίζοντα, τους καθοριστικούς παράγοντες στην αναπτυξιακή διαδικασία. Οι επενδύσεις υποχώρησαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία, γι’ αυτό και η αναμενόμενη ανάκαμψή τους τα αμέσως επόμενα χρόνια μπορεί να ωθήσει το ποσοστό οικονομικής ανόδου υψηλότερα του 1%».

Μείον οι επενδύσεις
Αναφερόμενος στις επενδύσεις, ο κ. Γ. Προβόπουλος υπογραμμίζει: «Το ΔΝΤ υιοθετεί την υπερβατική παραδοχή ότι η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να πετύχει μακροχρόνια δυνητικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1%, με την εφαρμογή όμως προωθημένων μεταρρυθμίσεων, που αυξάνουν σημαντικά: α) το ποσοστό συμμετοχής του ενεργού πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό πάνω από τον (υψηλότερο σήμερα) μέσο ευρωπαϊκό όρο, καθώς και β) τις επενδύσεις εκσυγχρονισμού, που θα ανεβάσουν τη συνολική παραγωγικότητα σε επίπεδο αρκετά υψηλότερο αυτού που πετύχαμε τα τελευταία 50 χρόνια.

Από αυτά τα απαιτητικά δεδομένα αντιλαμβάνεται κανείς σε τι τιτάνια προσπάθεια θα πρέπει να αποδυθεί η χώρα, και μάλιστα επί μακρά σειρά ετών, ώστε να πετύχει ετήσιο ποσοστό ανάπτυξης 1%. Υπενθυμίζω βέβαια ότι το ποσοστό αυτό του 1% δεν εξασφαλίζει, κατά το ΔΝΤ, τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του χρέους.

Επίσης, δεν εξασφαλίζει ούτε τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αλλά ούτε και τη διαδικασία σύγκλισης του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδος με τον μέσο όρο της ΕΕ. Άρα οφείλουμε να υπερβούμε τους εαυτούς μας και με επιμονή και υπερπροσπάθεια να εξασφαλίσουμε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους του 1%.

Αρκετοί πιστεύουν ότι η τεράστια μεταρρυθμιστική προσπάθεια που απαιτείται ακόμη και για την πραγματοποίηση ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης της τάξης του, εκ πρώτης όψεως υποτονικού, 1% υπερβαίνει τις δυνατότητες της διοικητικής μηχανής και τις αντοχές του πολιτικού μας συστήματος. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το κλίμα που διαμορφώνεται από τον Αύγουστο του 2018 για ‘‘επιστροφή στην κανονικότητα’’.

Η διαμόρφωση κλίματος εφησυχασμού εγκυμονεί, πιστεύω, τεράστιους κινδύνους για το μέλλον της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια φάση που οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον εμφανίζονται απειλητικοί (σταδιακή αυστηροποίηση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε άνοδο του κόστους χρηματοδότησης, παγκόσμια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, Brexit, εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με διαφαινόμενη την ενίσχυση ακραίων δημαγωγικών στοιχείων, διεθνής εμπορικός πόλεμος κ.λπ.)».

Διέξοδος οι μεταρρυθμίσεις
Στην κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία η λύση είναι οι μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζει ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος:

«Η Ελλάδα οφείλει με τη στάση της να πείθει καθημερινά τις διεθνείς αγορές για την αξιοπιστία της, ώστε να μπορεί να αναχρηματοδοτεί ομαλά και με λογικό κόστος το ο­γκώδες δημόσιο χρέος της (την περίοδο 2019-2029 ωριμάζει χρέος της κεντρικής διοίκησης, εκτός εντόκων γραμματίων, ύψους 95 δισ. ευρώ.) Αν αυτό δεν επιτευχθεί, δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα υπάρξει και νέα χρηματοδοτική συνδρομή του είδους που γνωρίσαμε. Κατά συνέπεια, ένας ενδεχόμενος τοξικός συνδυασμός μεταρρυθμιστικής κόπωσης, υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης και δυσχερειών στην αναχρηματοδότηση του χρέους από τις αγορές θα σήμαινε και την έξοδο της χώρας από το ευρωπαϊκό όχημα. Εξυπακούεται λοιπόν ότι αυτό πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία».

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα…
«Η κοινωνία, κατά συνέπεια, και το πολιτικό της σύστημα θα πρέπει να υιοθετήσουν έναν μακρύ κατάλογο μεταρρυθμίσεων, που αφενός εξουδετερώνουν τις πιέσεις των δημογραφικών εξελίξεων και αφετέρου οδηγούν σε μαζικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού, που αναβαθμίζουν την παραγωγικότητα και οδηγούν σε ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ σημαντικά υψηλότερα του 1%. Διαφορετικά, ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για την υπόσταση της χώρας και τη διεθνή θέση της».

Η ώρα ενός ηράκλειου άθλου…
Καταλήγοντας, ο κ. Γ. Προβόπουλος επισημαίνει με ιδιαίτερη έμφαση ότι είναι η ώρα του πολίτη, του ελληνικού λαού, που πρέπει να μπει μπροστά για να αποτραπεί μια εθνική ήττα: «Άραγε θα τα καταφέρουμε; Μπορούμε να πετύχουμε αυτόν τον ηράκλειο άθλο ή θα οδηγηθούμε σε εθνική ήττα; Πιστεύω ότι είμαστε καταδικασμένοι να πετύχουμε, πηγαίνοντας κόντρα στην ίδια τη νεότερη ιστορία μας, που έχει καταγράψει επτά συνολικά οικονομικές αποτυχίες».

Φωτό: mononews.gr


Σχολιάστε εδώ