Έκθεση ΔΝΤ 2019: Παράνοια είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα συνέχεια περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα (Άλμπερτ Αϊνστάιν)

Έκθεση ΔΝΤ 2019: Παράνοια είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα συνέχεια περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα (Άλμπερτ Αϊνστάιν)


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την (Καθαρή) Δευτέρα το Eurogroup ανέβαλε την καταβολή ποσού 1 δισ. στην Ελλάδα, αποτελούμενου από 750 εκατ. περίπου κέρδη του επίσημου τομέα από τα ελληνικά ομόλογα και 250 εκατ. ευρώ υποτιθέμενες δανειακές ελαφρύνσεις. Ο λόγος της αναβολής ήταν η καθυστέρηση της κυβέρνησης στην απόσυρση του «νόμου Κατσέλη» και την απελευθέρωση των πλειστηριασμών εν γένει, η μη ολοκλήρωση των δημοσίων προσφορών (κοινώς ξεπούλημα) για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και, τέλος, μια σειρά επιπλέον προαπαιτούμενων, που περιγράφονται στην έκθεση της ενισχυμένης εποπτείας της Κομισιόν (Φεβρουάριος 2019).

Το περιεχόμενο της έκθεσης το είχαμε παρουσιάσει πριν από δύο Κυριακές στο «ΠΑΡΟΝ» με την επισήμανση ότι εάν η ενισχυμένη εποπτεία βασίζεται στο σχήμα «παίρνουμε μέτρα για να εκταμιευθεί η δόση» τότε συνιστά ένα οιονεί Μνημόνιο. Η απόφαση του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας ήρθε να επιβεβαιώσει αυτόν τον ισχυρισμό.

Όμως η προσγείωση στη μνημονιακή πραγματικότητα συνεχίστηκε με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα στις 9 Μαρτίου του 2019. Πριν προχωρήσουμε στο περιεχόμενο της έκθεσης αξίζει να καταλάβουμε γιατί επισκέφθηκε μια πολυμελής αποστολή του ΔΝΤ την Ελλάδα τον Γενάρη του 2019 και έβγαλε έκθεση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας 40 μέρες αργότερα και μάλιστα μόλις δύο μέρες πριν από το Eurogroup. Ο λόγος είναι ότι το ΔΝΤ είναι τμήμα των μηχανισμών της ενισχυμένης εποπτείας και μάλιστα είναι ο «θεσμός» εκείνος που αποφαίνεται για τη βιωσιμότητα του χρέους. Γι’ αυτό και η έκθεση ξεκινά με την εξής επισήμανση: «Η μεσοπρόθεσμη δυνατότητα αποπληρωμής της Ελλάδας είναι επαρκής, αλλά υπόκειται σε αυξημένους κινδύνους, λόγω σημαντικών ευπαθών σημείων (της οικονομίας)».

Κοντολογίς, το Eurogroup απαίτησε τη διαβεβαίωση του ΔΝΤ για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους για να συνεχίσει να παρέχει το «μαξιλάρι» για την αποπληρωμή των ελληνικών ομολόγων. Εάν η έκθεση ήταν πλήρως αρνητική θα ζητούσε άμεσα έκτακτα μέτρα.

Το επόμενο ερώτημα είναι ποιοι είναι οι αυξημένοι κίνδυνοι και οι ευπάθειες της οικονομίας που επισημαίνει το ΔΝΤ. Η έκθεση εξηγεί ότι λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους μια παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, που ήδη παρατηρείται, συνοδευόμενη από πιθανή αύξηση των επιτοκίων και τη μεταρρυθμιστική κόπωση της χώρας, μπορεί να καταστήσει το χρέος μη βιώσιμο. Τα περί μεταρρυθμιστικής κόπωσης είναι ένας τρόπος επισήμανσης της ανάγκης για εντατική θέσπιση και εφαρμογή μέτρων, αυτό που έχει σημασία όμως είναι ο προφανής κίνδυνος που απορρέει από μια αύξηση των επιτοκίων. Σε προηγούμενες σχετικές συζητήσεις το ΔΝΤ είχε προσδιορίσει στο 5% το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου, στο οποίο το χρέος καθίσταται μη βιώσιμο. Το σημερινό επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου είναι 3,9%.

Μετά την επισήμανση των κινδύνων η έκθεση έρχεται στην ταμπακιέρα, που δεν είναι άλλη από τα μέτρα για την υποτιθέμενη θωράκιση της οικονομίας. Εδώ η όποια πρωτοτυπία πάει περίπατο. Το πρώτο μέτρο είναι –τι άλλο;– «η ενίσχυση της ελαστικότητας στην αγορά εργασίας και η αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας» και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «η Ελλάδα πρέπει να αναθεωρήσει (να πάρει πίσω) τη νομοθεσία για τις συλλογικές συμβάσεις και να προχωρήσει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα».

Κοινώς, τέρμα οι αυξήσεις και τα δικαιώματα, εργασιακός Μεσαίωνας δίχως τέλος. Όμως δεν σταματούν στους μισθούς. Ζητούν πιο φιλικό για τις επενδύσεις μείγμα δημοσιονομικής (φορολογικής) πολιτικής. Δηλαδή, η έκθεση ζητά τη μείωση των άμεσων φόρων, που έχουν μια κάποια αναλογικότητα, και την αύξηση των έμμεσων φόρων, που θα ξετινάξουν τα πενιχρά εισοδήματα των λαϊκών στρωμάτων. Η τελευταία ομάδα μέτρων αφορά το ξεκαθάρισμα των ισολογισμών των τραπεζών από τα «κόκκινα» δάνεια και την παράλληλη ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, ώστε να μπορέσουν άμεσα να ξαναδανείσουν τις επιχειρήσεις. Η έκθεση τονίζει ότι αυτό πρέπει να γίνει με κυβερνητική παρέμβαση στους βασικούς μετόχους. Δεν διευκρινίζει όμως τι θα γίνει αν οι μέτοχοι δεν βάλουν τα αναγκαία κεφάλαια. Με άλλα λόγια, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η κοινωνία να πληρώσει και πάλι τις ζημίες των τραπεζών – το σενάριο αυτό είναι και το πιθανότερο.

Το αστείο είναι ότι η έκθεση, παρόλο που εισηγείται μια νέα ομοβροντία μέτρων, ανάλογων με εκείνα που έχουν ληφθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, παραδέχεται ότι το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο πληρωμών της Ελλάδας παραμένει ελλειμματικό, παρά την καταβαράθρωση των μισθών, η διαφορά (spread) του επιτοκίου του ελληνικού ομολόγου με το γερμανικό είναι στο 4%, δηλαδή στα επίπεδα του 2009, παρά τα πλεονάσματα, και οι ισολογισμοί των τραπεζών εμφανίζουν σημαντική απομείωση, παρά τις προηγούμενες αυξήσεις κεφαλαίου.

Δεν πέρασε από το μυαλό των συντακτών τις έκθεσης ότι οι επισημάνσεις τους για τις «συνεχιζόμενες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» δεν είναι παρά η απόδειξη της αναποτελεσματικότητας των μέτρων που προτείνουν και εφαρμόζουμε συνεχώς και αδιαλείπτως τα τελευταία δέκα χρόνια. Η παράλειψή τους δεν οφείλεται βέβαια σε κουταμάρα, απλά η έκθεση εισηγείται τη συνέχιση μιας σκληρής ταξικής πολιτικής σε όφελος των λίγων για την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Είναι η ίδια πολιτική, στα περισσότερα σημεία, με εκείνη που περιγράφεται και στην έκθεση της Κομισιόν, πράγμα που αποδεικνύει πόσο έωλα είναι τα κυβερνητικά επιχειρήματα για έξοδο από τη λιτότητα και τα ευχολόγια της Νέας Δημοκρατίας για περιορισμό των πλεονασμάτων.


Σχολιάστε εδώ