Χρ. Χαλαζιάς: Οι δημοσκοπήσεις μετατρέπουν την πολιτική σε εμπόρευμα

Χρ. Χαλαζιάς: Οι δημοσκοπήσεις μετατρέπουν την πολιτική σε εμπόρευμα


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Η. ΧΑΛΑΖΙΑ


Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν αναμφίβολα τη γαργαλιστική πλευρά της πολιτικής επικαιρότητας και κανείς πέρα από τους δημοσκόπους δεν γνωρίζει αν και πόσο προκαλούν το ενδιαφέρον των πολιτών κατά την προεκλογική περίοδο. Πολλώ δε μάλλον τη φετινή χρονιά, όπου υπάρχουν μπροστά μας τρεις αναμετρήσεις, δημοτικές – περιφερειακές, ευρωεκλογές, και εθνικές εκλογές (εκτάκτως μαζί με ευρω­εκλογές η κανονικά το φθινόπωρο).

Οι πολίτες δέχονται καταιγισμό δημοσκοπήσεων που αφορούν τη στιγμιαία αποτύπωση της κοινή γνώμης για τα κόμματα και τους πολιτικούς. Αυτές οι έρευνες της κοινής γνώμης παραγγέλλονται όχι μόνο από πολιτικούς οργανισμούς ή από Μέσα Ενημέρωσης αλλά και από βιομηχανικές εμπορικές επιχειρήσεις, που στοχεύουν στη διαπίστωση των απόψεων των συνηθειών του κοινού ή τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης ή των καταναλωτών, προκειμένου οι επιχειρηματίες να σχεδιάσουν την προώθηση του προϊόντος και τα κόμματα να προσαρμόσουν την πολιτική τους.

Οι δημοσκοπήσεις αυτές διεξάγονται κατά κανόνα από οργανωμένες εταιρείες έρευνας της αγοράς για λογαριασμό συγκεκριμένου πελάτη (ο οποίος πληρώνει) και τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από αυτόν που την παραγγέλνει, χωρίς να την κοινοποιεί στην κοινή γνώμη.
Το κοινό γνωρίζει τις δημοσκοπήσεις που αφορούν την πολιτική και τους αρχηγούς των κομμάτων όταν γίνονται πρωτοσέλιδα και βασική είδηση στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και στις πολιτικές εκπομπές. Βέβαια το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.

Πέρα από τα πραγματικά ευρήματα, η ίδια η πρακτική των δημοσκοπήσεων προκαλεί συζητήσεις όσον αφορά την επιλογή της μεθοδολογίας, αν υπάρχει από κάποια αρχή έλεγχος των στοιχείων αλλά και για την επιρροή που μπο­ρεί να έχουν στην πολιτική συμπεριφορά και στις αποφάσεις των πολιτών.

Όπως με κάθε θεσμό ή τεχνική εξέλιξη, έτσι και οι δημοσκοπήσεις έχουν τους επικριτές και τους υποστηρικτές τους. Οι υποστηρικτές τους τις αποδέχονται ως σωστό εργαλείο αποτύπωσης της στιγμής για τη συμπεριφορά των πολιτών απέναντι στο κόμμα τους. Οι υποκριτές υποστηρίζουν ότι επηρεάζουν την κοινή γνώμη και κυρίως τους αναποφάσιστους, τους οποίους πληροφορούν ότι την πλειοψηφία την έχει το α’ κόμμα και τη μειοψηφία το β’. Το αποτέλεσμα αυτό εκτιμούν ότι μπορεί να παραπλανήσει την κοινή γνώμη.

Ο τηλεθεατής βλέπει και ο αναγνώστης διαβάζει τακτικά –μία φορά την εβδομάδα– διάφορα ποσοστά, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνουν. Την ίδια μέρα διαβάζει ή βλέπει ποσοστά που διαφέρουν από εταιρεία σε εταιρεία. Διαβάζει, για παράδειγμα, ότι το πρώτο κόμμα έχει διαφορά επτά ή δέκα μονάδες από το δεύτερο κόμμα, ενώ την ίδια ώρα δημοσκόπηση άλλης εταιρείας δείχνει ότι η ψαλίδα ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα κλείνει, χαρακτηρίζοντας τις εκλογές αυτές «ντέρμπι».

Οι ίδιοι άνθρωποι στη δημοσκόπηση της μίας εταιρεία διαβάζουν ότι το τέταρτο ή το πέμπτο κόμμα μπορεί να είναι εκτός Βουλής και στη άλλη ότι έχουν αυξημένα ποσοστά και παραμένουν στη Βουλή. Οι δημοσκόποι και οι αναλυτές δικαιολογούν τις διαφορές αυτές προβάλλοντας τη διαφο­ρετική μεθοδολογία που ακολουθεί κάθε εταιρεία στην ανάλυση των στοιχείων που έχει. Όλα αυτά είναι φυσικό να προκαλούν μεγάλη σύγχυση στους πολίτες.

Τελικά, ίσως το θέμα των δημοσκοπήσεων μπορεί να διαλευκανθεί αν γίνουν γνωστά
στους πολίτες κάποια βασικά στοιχεία για το πώς γίνονται οι δημοσκοπήσεις και ποιους κανόνες δεοντολογίας πρέπει να τηρούν οι εταιρείες όταν δημοσιεύουν τα αποτελέσματα. Η εται­ρεία που κάνει τη δημοσκόπηση πρέπει να αναφέρει το δείγμα που χρησιμοποίησε για την έρευνα, δηλαδή, πόσα άτομα συμμετείχαν, από ποιες κοινωνικές ομάδες, σε ποιες περιοχές έγινε, ποιες ηλικίες αφορούσε, το ποσοστό γυναικών – ανδρών, την επαγγελματική ιδιό­τητα, αν έγινε πρόσωπο με πρόσωπο (που κοστίζει ακριβά) ή τηλεφωνικά, αν οι ερωτήσεις που έγιναν στα άτομα που συμ­μετείχαν ήταν απλές και σαφείς και όχι παραπλανητικές, ώστε να υφαρπάξουν την απά­ντηση που θέλει ο δημοσκόπος. Επιπλέον, πόσοι απάντησαν, πόσοι είπαν ότι δεν τους ενδια­φέρει, πόσοι αρνήθηκαν και πόσοι τους έκλεισαν το τη­λέφωνο και μόνο στο άκουσμα της λέξης «δημοσκόπηση».

Αν τηρηθούν όλες αυτές οι προϋποθέσεις, τότε δεν θα μπορούν οι δημοσκοπήσεις να γίνουν εργαλείο αντιπαράθεσης των δύο πρώτων κόμματων στην προσπάθειά τους να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη και να υπονομεύσουν την ποιότητα της δημοκρατίας, προτάσσοντας τα ατομικά συμφέροντα ή τα κομματικά σε βά­ρος του συνόλου. Και, φυσικά, θα είναι πιο κοντά στα εκλογικά αποτελέσματα και θα ανα­κτήσουν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.


Σχολιάστε εδώ