Τα «κόκκινα» δάνεια, οι τράπεζες και η ανάκαμψη
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Η λιτότητα, καθώς επιδεινώνει την ύφεση, «κοκκίνισε» τα ισοζύγια νοικοκυριών και επιχειρήσεων, επομένως και τους ισολογισμούς των τραπεζών. Σήμερα στόχος των τραπεζών είναι να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι το επόμενο διάστημα η πορεία της οικονομίας δεν φαίνεται ότι θα μπορέσει να βοηθήσει την κερδοφορία τους.
Οι υπολογισμοί, βάσει των οποίων προσδιορίστηκαν τα ποσά που απαιτήθηκαν για την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, στηρίχθηκαν κυρίως σε υποθέσεις σταδιακής ανάκαμψης. Η ανάκαμψη θα περιόριζε τη δημιουργία νέων «κόκκινων» δανείων και θα αυξάνονταν οι κεφαλαιακοί δείκτες, καθώς θα απελευθερώνονταν προβλέψεις και εποπτικά κεφάλαια.
Προς το παρόν, όμως, δεν διαφαίνεται ότι οι προβλέψεις αυτές για την πορεία της οικονομίας θα επιβεβαιωθούν. Η συνεχιζόμενη αδυναμία των τραπεζών να δανείσουν, η αδυναμία της χώρας να χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους την ανάπτυξη και η συνεχιζόμενη έλλειψη επενδύσεων από τις πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης μειώνουν τις πιθανότητες διατηρήσιμης ανάκαμψης.
Πρόκληση λοιπόν για τις τράπεζες είναι η εκτέλεση των προγραμμάτων πώλησης και τιτλοποίησης «κόκκινων» δανείων που έχουν συμφωνηθεί με την ΕΚΤ, με σκοπό να τις καταστήσουν ανταγωνιστικές.
Παρά τα πολλά δισ. ευρώ που διατέθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση από τα τρία Μνημόνια, οι τράπεζες έχουν δυσκολίες να επανέλθουν σε κερδοφορία. Η κερδοφορία δεν είναι μόνο αναγκαία για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων. Είναι αναγκαία και για να αντισταθμίσει τη σταδιακή μείωση του ποσοστού του αναβαλλόμενου φόρου στον υπολογισμό των ιδίων εποπτικών κεφαλαίων, όπως έχει ζητήσει η ΕΚΤ. Υπογραμμίζεται ότι το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας στους κεφαλαιακούς δείκτες των ελληνικών τραπεζών είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτερο του 50% των εποπτικών κεφαλαίων, ενώ ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι μικρότερος του 20%.
Έτσι, η ατζέντα που προωθείται από τους δανειστές περιλαμβάνει αυστηρή εποπτεία, μεταρρυθμίσεις της πτωχευτικής διαδικασίας και την ανάπτυξη αγοράς τιτλοποιημένων («κόκκινων» και «πράσινων») δανείων με τη χρησιμοποίηση εταιρειών διαχείρισης διαθεσίμων.
Το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων είναι ιδιαίτερα υψηλό. Είναι μάλιστα συγκεντρωμένα στον επιχειρηματικό τομέα. Το γεγονός αυτό έχει ανησυχητικές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αλλά και για τις προοπτικές ανάκαμψης. Το μεγάλο ποσοστό «κόκκινων» δανείων μειώνει τα διαθέσιμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Ολόκληρη την περασμένη εβδομάδα γινόταν αναφορά για τα στεγαστικά δάνεια (7 δισ.), καθώς το νομοσχέδιο εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπό τους στους ισολογισμούς των τραπεζών. Το πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, που συμφωνήθηκε την εβδομάδα αυτή μεταξύ κυβέρνησης – τραπεζών, τελικά τροποποιήθηκε για να αφορά κυρίως τους ευάλωτους δανειολήπτες, λίγες ώρες μετά την έκθεση της Κομισιόν, η οποία περιείχε εννιά ενστάσεις.
Το άρθρο 9 του παλιού «νόμου Κατσέλη» για την προστασία της πρώτης κατοικίας θα αποτελέσει αυτόνομο νομοθέτημα, ενώ στη συνέχεια θα ακολουθήσει νομοθετική ρύθμιση που θα αναθεωρεί το πλαίσιο για τα ιδιωτικά χρέη, με πλήρη αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου.
Αναμένεται να διαπιστωθεί πώς προσφέρεται η προστασία της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς.
Όσον αφορά το μεγάλο πακέτο επιχειρηματικών «κόκκινων» δανείων (40 δισ.) οι συζητήσεις με τα θεσμικά όργανα βρίσκονται σε εξέλιξη. Ξεκίνησε επίσημη διαβούλευση με την ΕΚΤ, ενώ το νέο καθεστώς θα απαιτήσει έγκριση από την Επιτροπή για θέματα κρατικών ενισχύσεων. Η προώθηση των δύο σχημάτων (ΤΧΣ – ΤτΕ) για τα «κόκκινα» δάνεια ήταν το αντικείμενο συζήτησης στη συνάντηση Στουρνάρα – Τσακαλώτου. Υπενθυμίζεται ότι το προτεινόμενο από την ΤτΕ σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση περίπου 40 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (δηλαδή του συνόλου των καταγγελμένων δανείων), μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, ύψους 7,4 δισ. ευρώ, που έχει εγγραφεί στους ισολογισμούς των τραπεζών σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV).
Η πρόταση του ΤΧΣ, από την άλλη πλευρά, προβλέπει τη μεταφορά 15 – 20 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων σε εταιρείες ειδικού σκοπού που θα συστήσουν οι τράπεζες. Τα δάνεια θα τιτλοποιηθούν για να πουληθούν σε επενδυτές, συνοδευόμενα από κρατικές εγγυήσεις. Μέσω αυτών, το Δημόσιο θα εγγυάται το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς μεταξύ των προβλέψεων που καλύπτουν τα δάνεια και της τιμής αγοράς στην οποία θα αγοραστούν, προκειμένου να περιοριστεί δραστικά η ζημία για τις τράπεζες. Οι εγγυήσεις μπορεί να φτάσουν στα 5 – 6 δισ. ευρώ και δεν θα πρέπει να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση.
Εκτιμάται ότι αν η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για τη σύνθεση του μεταφερόμενου χαρτοφυλακίου αξιολογηθεί θετικά από τους επενδυτές, η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας του Ελληνικού Δημοσίου (την οποία διέθεταν τα ιταλικά ομόλογα κατά την εφαρμογή του μοντέλου τιτλοποίησης) δεν θα αποτελέσει πρόβλημα.
Καθώς σήμερα η παγκόσμια ζήτηση επιβραδύνεται, η έξοδος από την κρίση βασισμένη σε εξαγωγές εμφανίζεται απίθανη. Παράλληλα αποδεικνύεται ότι μόνη η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να φέρει ανάκαμψη και απαιτείται συντονισμένη δημοσιονομική επεκτατική πολιτική με έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις. Προτείνονται όμως στην Ελλάδα μόνο χρηματοπιστωτικά εργαλεία, σαν αυτά που οδήγησαν στην κρίση του 2008.