ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ


Συγγραφέας
ΙΣΜΗΝΗ Χ. ΜΠΑΡΑΚΛΗ


Αθήνα, 1982.
Η Δάφνη, μια δυναμική αρχιτέκτονας, με αφορμή τη συνάντηση με τον μεγάλο έρωτα των φοιτητικών της χρόνων, θα αναμοχλεύσει αναμνήσεις της ζωής της, για να γυρίσει πολλά χρόνια πίσω και να συναντήσει ανθρώπους που τη σημάδεψαν, πριν κιόλας πάρει την πρώτη της ανάσα.

Κεντρική Μακεδονία, αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Ένα μωρό, μοναδικό απομεινάρι μιας φλεγόμενης καλύβας του βάλτου, αγωνίζεται να παραμείνει στη ζωή.
Δυο αδέρφια, με τα χέρια φυτεμένα στο μνήμα του πατέρα τους, ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση.
Λίγα χρόνια μετά, ένα κορίτσι με μαρμαρωμένα πόδια αποχωρίζεται τον πατέρα του, που τον στέλνουν στην εξορία.

Παιδιά της ελληνικής Ιστορίας, ξετυλίγουν το κουβάρι του μύθου μέσα στη δίνη της, όταν εκείνη τρυπώνει ύπουλα στις ζωές τους για να τις συγκλονίσει, σε μια παραμυθένια πολιτεία, τα Γιαννιτσά, έναν ζωντανό μπερντέ με τα παλάτια του και τις καλύβες του, κι ανθρώπους λογιών λογιών που θα περάσουν εμπρός του, δειλούς και ήρωες, εχθρούς και φίλους.


Απόσπασμα βιβλίου 

Αθήνα, 1982

Η εξόδιος ακολουθία είχε αρχίσει. Χώθηκε βιαστικά μέσα στην εκκλησία με μια αίσθηση ντροπής για την αργοπορία της ακριβώς τη στιγμή που ακουγόταν εκείνο το οξύμωρο «…μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», λόγια που ποτέ έως τώρα δεν κατάφερε να κατανοήσει. Πώς ο θάνατος θα μπορούσε να οδηγεί στη ζωή; Διέκρινε τη φιγούρα του στο βάθος. Πάντα θα τη διέκρινε, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, όσοι άνθρωποι κι αν μεσολαβούσαν. Καθόταν στην πρώτη σειρά, δίπλα σε συγγενείς που δε γνώριζε. Είχε αλλάξει ελάχιστα όλα αυτά τα χρόνια, σκέφτηκε, με μια υποψία ζήλιας, που οι συνομήλικοι άντρες εξακολουθούσαν να μοιάζουν νέοι και ωραίοι. Τους χώριζαν σκάρτα δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία φορά εκείνης της συνάντησης που δε θα ξέχναγε ποτέ, κι όμως, πίσω από αυτό το μπλε σκούρο κοστούμι, έμοιαζε το ίδιο γοητευτικός όπως τότε, παρόλο που είχαν γκριζάρει πλέον οι κρόταφοι και τα μάτια του σήμερα είχαν μια πινελιά πόνου. Τώρα τον έβλεπε ολοκάθαρα. Είχε περιδιαβεί τον ακριανό διάδρομο και τον παρατηρούσε με ακρίβεια. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σ’ εκείνο το καρυδένιο κουτί, πλην ελαχίστων στιγμών που τύχαινε κάποιος γνωστός να του αγγίξει σιωπηλά το μπράτσο για να ανταποδώσει ένα σφιγμένο χαμόγελο. Κι έπειτα επέστρεφε πάλι εκεί, σ’ εκείνη, το σταθερό σημείο αναφοράς της ζωής του, περίπου δηλαδή, εφόσον τώρα, αντ’ αυτής, υπήρχε μόνο μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία, αρκετά πρόσφατη υποθέτει, καθώς θυμόταν τη μητέρα του πολύ νεότερη, με καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους. Η γυναίκα της φωτογραφίας είχε γκρίζα, κοντά μαλλιά και ένα υπέροχο γαλάζιο βλέμμα, σχεδόν αέρινο, μαζί με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Το θυμόταν. Τύχαινε να το συναντάει συχνά τότε, τις εποχές εκείνες, κάθε φορά που άνοιγε την επιβλητική εξώπορτα του σπιτιού.
«Ο Χρήστος διαβάζει, κοπέλα μου».
«Ναι, είπαμε να διαβάσουμε μαζί σήμερα…» απαντούσε πάντα με μια μικρή αμηχανία, κοιτάζοντας χαμηλά, καθώς τα τεφτέρια της Ιατρικής δε συμβάδιζαν με εκείνα του Πολυτεχνείου.
«Να διαβάσετε, Δάφνη μου, κι έπειτα να φάτε κομμάτι παρέα, γιατί εκείνος ξεχνάει να φάει».
Μετάνιωσε που όλα αυτά τα χρόνια δεν της είχε στείλει μια κάρτα. Δεν την είχε πάρει ένα τηλέφωνο. Κι όμως. Τη σκεφτόταν συχνά. Γνώριζε πως είχε χηρέψει αρκετά χρόνια πίσω. Είχε πέσει κάποτε το μάτι της σε μια φυλλάδα που κρεμόταν στην πρόσοψη ενός περιπτέρου στην πλατεία Ομονοίας. Κοντοστάθηκε να τη διαβάσει. Την ενδιέφερε το θέμα, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει. «Απεβίωσε ο γνωστός ψυχίατρος Βασίλειος Ιωάννου». Είχε εκτοξευθεί η φήμη του από την εποχή της απόπειρας δολοφονίας του από ασθενή του. Στο τέλος αυτοκτόνησε ο ίδιος ο ασθενής. Τέτοιος ήταν. Αδίστακτος άνθρωπος. Μπορούσε με τα λόγια του να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Σίγουρα της δικής της, πόσο μάλλον την κατεύθυνση ενός όπλου. Το γνώριζε καλά αυτό. Έτσι και τότε. Έστρεψε την κάννη
που κοιτούσε με μίσος πάνω του στο στόμα του δύστυχου ασθενούς του μόνο με μερικές κουβέντες. Αυτά είχε δηλώσει στον ανακριτή η γραμματέας του, και της Δάφνης δεν της είχε κάνει καμία εντύπωση. Γνώριζε καλά πως ήταν ικανός για όλα. Η είδηση του θανάτου του την άφησε παγερά αδιάφορη. Ούτε χαρά, ούτε λύπη· αν και πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί πως ο θάνατός του θα τη γέμιζε ανακούφιση και θα καθάριζε την κοινωνία από τη βρομερή παρουσία του. Τι σημασία είχε τώρα; Καμία. Μόνο τη γυναίκα του έφερε στο μυαλό της, που θα ζούσε ακόμα πιο μόνη στο αχανές αρχοντικό του Φαλήρου. Η δύστυχη, είχε σκεφτεί, θα τρελαθεί ολομόναχη σ’ εκείνο το μαυσωλείο. Την τρόμαζαν τα μεγάλα σπίτια, δεν ήταν της ιδιοσυγκρασίας της. Πίστευε πως κατοικούνται από δυστυχισμένους ανθρώπους που δε χωρούν στον ίδιο τους τον εαυτό… 

> Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η ΙΣΜΗΝΗ Χ. ΜΠΑΡΑΚΛΗ κατάγεται από το Ναύπλιο. Φοίτησε στο St. George Commercial College και εργάστηκε επί σειρά ετών σε μεγάλη οικονομική εφημερίδα ως υπεύθυνη Εκδηλώσεων και Συνεδρίων. Είναι παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού. Γράφει για παιδιά και μεγάλους. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ και ΣΜΥΡΝΗ. ΚΥΝΗΓΙ ΜΑΓΙΣΣΩΝ.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-2833-8
ISBN Ebook: 978-618-01-2834-5

Δείτε το video του βιβλίου


Σχολιάστε εδώ