Π. Αδαμίδης: Ένα «λυσάρι» για τις μειονότητες
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Είναι άχαρη η σύντομη επιβεβαίωση για τα σχέδια περί «μακεδονικής μειονότητας». Αποτελεί μια προβλέψιμη εξέλιξη με βάση την ιστορική πείρα αλλά και τις βεβαρημένες παρακαταθήκες της περιοχής μας.
Η λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά απαρχή προβλημάτων. Με όρους δικαίου, χορηγεί εργαλεία δράσης έναντι νεφελωδών και στερουμένων πρακτικής σημασίας υποσχέσεων. Εκτρέφει συνθήκες αποσταθεροποίησης στο πλαίσιο της γενικευμένης βαλκανικής ρευστότητας και της κουβέντας που γίνεται και ξεκινά να υλοποιείται για αλλαγή των συνόρων. Η οποία δεν πηγάζει βέβαια από τη στρατιωτική ισχύ των Σκοπίων. Γελοίο ακόμα και ως υπαινιγμός και καθησυχαστικό επιχείρημα για όσους καφενόβιους και συγκαταβατικούς γραφικούς έσπευσαν να το λανσάρουν, εκόντες-άκοντες σε εαυτούς και αλλήλους. Ένα άλλοθι εξιλέωσης ίσως για τον ρόλο που έπαιξαν.
Το δραματικό όμως, πέρα από την απαράδεκτη εκποίηση της εθνικής μας ταυτότητας, που κανείς δεν δικαιούται να πράξει, είναι η σπορά, με την κρατική μας σύμπραξη, για την ανάδειξη δήθεν «μακεδονικής μειονότητας». Σε μια Ευρώπη που το 8% θεωρείται ότι ανήκει σε μειονότητες και με τον ιστορικό χρόνο να γίνεται ιδιαίτερα πυκνός.
Δεν υπάρχει νομικά κοινά αποδεκτός ορισμός ως προς το τι είναι η μειονότητα. Μολαταύτα και μέσα από τη μελέτη των βασικών πηγών, της Υποπεπιτροπής, δηλαδή, του ΟΗΕ το 1977, που περιλάμβανε την εισήγηση του συμβούλου Francesco Capotorti,της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας αλλά και του πρωτοκόλλου προσαρτήματος που προτάθηκε να ενσωματωθεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα θεμελιώδη στοιχεία της έχουν αναδειχθεί. Αυτά συνίστανται στην ύπαρξη πληθυσμιακής ομάδας, επαρκούς αριθμού, που να αποτελείται από πολίτες του κράτους εντός του οποίου διαβιούν, με μακροχρόνιους δεσμούς με το κράτος αυτό και ιδιαίτερα πολιτισμικά, θρησκευτικά, γλωσσικά και φυλετικά χαρακτηριστικά.
Ας αντιστοιχήσουμε τώρα τις ψηφίδες. Όπως μας υπενθύμισαν δύο πρόσφατα ρεπορτάζ, το ένα «κονσέρβα» του BBC από το προηγούμενο καλοκαίρι και το άλλο, προ ημερών, από το Sputnik, της κατά τα άλλα σφοδρής πολέμιας των Πρεσπών Ρωσίας, που έσπευσε άμεσα στο κοντινό παρελθόν να αναγνωρίσει «Μακεδονία και Μακεδόνες» στη Βόρεια Ελλάδα, υπάρχει «πολυπληθής», περί τις 100.000 (!), μειονότητα «μακεδόνων» ελλήνων πολιτών σε περισσότερα από 500 (!) δίγλωσσα χωριά.
Η μειονότητα μάλιστα αυτή βρίσκεται στην περιοχή εδώ και αιώνες και όχι απλά χρόνια ή δεκαετίες. Με δικά της πολιτισμικά στοιχεία (όπως κατά τα ρεπορτάζ αποτυπώνονται στα «πανηγύρια της»), με δικούς της θρησκευτικούς ταγούς (μην ξεχνάμε τον παπα-Τσαρκνιά και τη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων) και με δική της «εθνική συνείδηση και γλώσσα» (τη «μακεδονική»), που με την επίσημη ελληνική κρατική βούλα αναγνωρίστηκε.
Όταν όλες αυτές οι προϋποθέσεις έχουν εκπληρωθεί, υπάρχει κανείς –που να είναι τόσο αφελής ή δόλιος– που θα ισχυριστεί ότι το αμέσως επόμενο βήμα δεν θα είναι η συντονισμένη προσπάθεια για αναγνώριση «μακεδονικής μειονότητας»; Η αρχή έχει γίνει με το αίτημα για το λεγόμενο σπίτι «Μακεδονικού Πολιτισμού».
Η συνέχεια είναι προδιαγεγραμμένη. Και αν, αλήθεια, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συνέτρεχαν, όλα αυτά τα χρόνια, γιατί, άραγε, αυτή η «ευμεγέθης» πληθυσμιακή ομάδα δεν ζήτησε να αναγνωριστεί ως σλαβική; (Όταν και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι η γλώσσα τους είναι νοτιοσλαβικό ιδίωμα;). Μα, απλούστατα, γιατί η στόχευση είναι να αναγνωριστεί η ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας», η οποία διαβιεί εκτός των συνόρων του «βορειομακεδονικού κράτους», του φυσικού καταφυγίου των «Μακεδόνων», που τι λογικότερο και θεμιτό να θελήσει να περιλάβει όλο τον «μακεδονικό λαό», όπως θα το επιβάλει η ροή των γεγονότων και ενδεχομένως κάποια «άδικα» ποδοσφαιρικά αποτελέσματα και η «αγανάκτηση» για το «κεντρικό ελληνικό κράτος» και την αδιαφορία του για τη «Μακεδονία», την ανεργία των νέων της και την υποτίμηση των λιμένων της και της συνεισφοράς της.
Το παραμύθι έχει δράκο. Και δεν χρειάζεται να ξορκίζει όσους μιλούν για τους κινδύνους. Ατυχώς για τους εμπνευστές και τους επιπόλαιους, αλλά και για όλους τους Έλληνες, οι εξελίξεις τρέχουν. Και σωρεύουν δεινά και δοκιμασίες σε βάρος μας.