«Κατάληψη» των δικαστηρίων από γυναίκες δικαστές
Και τι δεν αποκαλύπτει η έρευνα που έκανε το ΕΚΚΕ
-Το 72% στα διοικητικά δικαστήρια είναι γυναίκες και το 80,3% στα Ειρηνοδικεία
-Απίστευτες οι εξομολογήσεις τους
-Μένουν άγαμες πάρα πολλές
Γυναίκες «κατέλαβαν» τα δικαστήρια της χώρας. Η συντριπτική πλειονότητα των δικαστών, με ποσοστά που φτάνουν και το 72% στα διοικητικά δικαστήρια και 80,3% στα ειρηνοδικεία, είναι γένους θηλυκού.
Ωστόσο η ασφάλεια του επαγγέλματος, το prestige και η φιλοδοξία δεν είναι χωρίς τίμημα, όπως προκύπτει από έρευνα του ΕΚΚΕ, που ρίχνει φως στα άδυτα της προσωπικής ζωής των γυναικών που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη.
Σε συνέδριο που οργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες με θέμα «Γυναίκες Δικαστικοί Λειτουργοί: Άσκηση λειτουργήματος και οικογένεια – Μια ασύμβατη σχέση;», εντυπωσίασαν τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποίησε η κ. Μαργαρίτα Στενιώτη, πρώην πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ενώ μαρτυρίες των ίδιων των γυναικών-δικαστών, που περιλαμβάνονταν σε ειδική έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, αποκάλυπτε μια σκληρή καθημερινότητα για τις μητέρες δικαστίνες, συζύγους και εργαζόμενες.
Κύλησε πολύ νερό από την εποχή που η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με απόφασή της το 1955, αμφισβητούσε την ικανότητα των γυναικών να δικάζουν για λόγους «βιολογικοφυσιολογικής συνθέσεως» σε σχέση με τους άνδρες, δεδομένου, όπως έγραφε εκείνη η απόφαση, ότι «υπόκεινται εις μεγαλυτέραν ευσυγκινησίαν, υφίστανται την επίδρασιν των συναισθηματικών παραγόντων περισσότερον, έχουν ρυθμιστικήν ικανότητα μικροτέραν και ένστικτον αγωνιστικόν ολιγώτερον εξελιγμένον, είναι μικροτέρας σωματικής αντοχής και ευκολώτερον ενδίδουν εις παρακλήσεις». Και φτάσαμε στο άλλο άκρο.
Πλειοψηφούν παντού…
«Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών είναι γυναίκες», είπε και η κ. Στενιώτη και παρουσίασε τα τελευταία στατιστικά στοιχεία:
• «Στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τους 168 υπηρετούντες δικαστές 108 είναι γυναίκες και 60 άνδρες, ποσοστό δηλαδή 64%.
• Στο Ελεγκτικό Συνέδριο από τους 134 υπηρετούντες δικαστές 89 είναι γυναίκες και 45 άνδρες, ποσοστό δηλαδή 66%.
• Στα Διοικητικά Δικαστήρια ποσοστό 68% είναι γυναίκες.
• Και άφησα τελευταία την Πολιτική και Ποινική Δικαιοσύνη, όπου το ποσοστό αγγίζει το 72%. Εκ των 3.283 υπηρετούντων δικαστών οι γυναίκες είναι 2.340 και οι άνδρες μόνο 943. Επτά γυναίκες είναι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου και τρεις μόνο άνδρες, ενώ στους ειρηνοδίκες από τους 913 μόνο 179 είναι άνδρες, δηλαδή, το ποσοστό των γυναικών ανέρχεται σε 80,3%. Να σημειώσω, δε, ότι το ανωτέρω ποσοστό 72% τείνει να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι αυτήν τη στιγμή στην Εθνική Σχολή Δικαστών εισήχθησαν και φοιτούν 39 επιτυχόντες δικαστές, εκ των οποίων μόνο οκτώ είναι άνδρες, και 25 εισαγγελείς, εκ των οποίων μόνο τέσσερις είναι άνδρες».
Αλλά και στην ηγεσία της Δικαιοσύνης κυριαρχούν οι γυναίκες. Γυναίκα πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, γυναίκα πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γυναίκα εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και μόνο ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι άνδρας.
Ωστόσο, εκεί που κάποιοι θα περίμεναν πανηγυρισμούς γιατί το γυναικείο φύλο κατέλαβε ένα, για αιώνες, ανδρικό οχυρό, οι ίδιες οι δικαστίνες διαφωνούν. Στην έρευνα του ΕΚΚΕ, που διενήργησε και παρουσίασε στο συνέδριο η κ. Έμμυ Φρονίμου, αναφέρεται ότι οι ίδιες οι δικαστίνες «θεωρούν ότι στο μέλλον πρέπει να επιδιωχθεί ισορροπία των δύο φύλων και να αρχίσουν να εισέρχονται στο σώμα περισσότεροι άνδρες, γιατί «τα μεικτά τμήματα είναι πιο ισορροπημένα και σε αυτά τα πράγματα δουλεύουν καλύτερα».
Εγκαταλείπουν τη δικηγορία, καθώς θεωρούν πιο απαιτητικό το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ οι πελάτες εμπιστεύονται περισσότερο τους άνδρες, όπως χαρακτηριστικά λέει μία από τις συνεντευξιαζόμενες δικαστίνες. Και προσθέτει συνάδελφός της:
«Αυτό που έβλεπα εγώ ήταν ότι προτιμούσαν τους άνδρες δικηγόρους». «Με έβλεπαν νέα δικηγόρο και σου λέει, να ένα υποψήφιο θύμα… να την αφήσω απλήρωτη».
«Αυτό το αλισβερίσι με τους πελάτες… θέλω τόσα, όχι τόσα, δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία να κυνηγάω τον πελάτη να με πληρώσει». «Βαρέθηκα να παρακαλώ τον πελάτη με απανωτά τηλεφωνήματα να μου καταβάλει την αμοιβή μου». «Θέλω να κάνω ένα επάγγελμα όπου δεν θα ζητάω εγώ τα χρήματα, αλλά θα μου τα δίνουν».
«Μαμά, έφτασες στο διά ταύτα;», η καθημερινή ερώτηση ενός πεντάχρονου παιδιού στη δικαστίνα μαμά του, την οποία αποκάλυψε ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Βασίλης Πέππας μιλώντας στο συνέδριο, συνοψίζει τη σχέση της δικαστίνας με την οικογένειά της, για όσες έχουν οικογένεια. Γιατί, όπως αποκάλυψε η μοναδική γυναίκα-μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ κ. Μαρινέττα Γούναρη – Χατζησαράντου, «στις γυναίκες νομικούς το ποσοστό αγάμων είναι σχεδόν δυόμισι φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του γενικού γυναικείου πληθυσμού (41,5% έναντι 17,5%).
Μένουν άγαμες πολλές δικαστίνες
Οι μαρτυρίες των δικαστίνων, που περιλαμβάνονται στην έρευνα του ΕΚΚΕ, είναι αποκαλυπτικές: «Όταν ξεκινάς την καριέρα σου 30 χρονών περίπου και είσαι σε μια πόλη που θα εγκαταλείψεις για ένα έως δύο χρόνια και θα πας σε μια άλλη πόλη για ένα έως δύο χρόνια με τις μεταθέσεις και μετά γυρνάς στη βάση σου σε ηλικία 36 ετών… είναι δύσκολο αμέσως να γνωρίσεις τον κατάλληλο άνθρωπο, να τον παντρευτείς και να μείνεις και έγκυος για να προλάβεις την αναπαραγωγική ηλικία. Γι’ αυτό συναντάται το φαινόμενο πολλές γυναίκες δικαστές να είναι και ανύπαντρες».
Αν και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όταν πρόκειται να αποφασίσει μεταθέσεις ή τοποθετήσεις δικαστικών λειτουργών, λαμβάνει υπόψη του και τις οικογενειακές υποχρεώσεις των δικαστών, όπως τόνισε ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, εντούτοις δεν λείπουν οι παρατηρήσεις ανώτερων και ανώτατων δικαστών, όπως αυτή που αποκαλύπτει μία δικαστίνα: «Και ποιος της είπε της κυρίας να κάνει παιδιά;».
Όπως είναι γνωστό, δικαστές στους χαμηλούς βαθμούς, που βγάζουν και την περισσότερη δουλειά, δεν έχουν γραφείο στα δικαστήρια, αλλά εργάζονται στο σπίτι. Γι’ αυτό, άλλωστε, παίρνουν και ειδικό επίδομα γραφείου.
Στην ερευνήτρια κ. Φρονίμου περιγράφουν την καθημερινότητά τους: «Δεν θα δουλέψω κάποια δύσκολη υπόθεση το απόγευμα… ξεπετάμε τις εύκολες… Το πρωί να έχουμε τις δύσκολες». Και βέβαια υπάρχουν και τα απρόοπτα: «Μια φορά είδα τον γιο μου μ’ ένα μαρκαδόρο πάνω από έναν φάκελο και κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό! Από τότε ξέρω συναδέλφους που τους κλειδώνουν σε ντουλάπες με κλειδί, γιατί τα παιδιά είναι παιδιά». «Έλα, μωρέ, στο σπίτι είσαι, κάνε κι αυτό. Και παρόλο που μαγείρευα και τα έκανα όλα είχα να μου λένε: ‘‘Γιατί δεν πλήρωσες αυτόν τον λογαριασμό;’’. Αν ήμουν έξω… σε μια δουλειά και έπρεπε να χτυπάω κάρτα, δεν θα μου το λέγανε αυτό!».
«Όταν ήταν να παντρευτούμε του είπα: Ξέρεις, δουλεύω όλη τη βδομάδα και Σάββατα και Κυριακές… Δεν έχει να μου πεις: Είναι Πάσχα, δεν δουλεύεις, είναι Χριστούγεννα, δεν δουλεύεις. Έχω αυτό το ωράριο, αν μπορείς να με αντέξεις». Και συνεχίζει με χιούμορ: «Αντί για μένα πήγαινε εκείνος στα παιδικά πάρτι. Εμένα δεν με ξέρανε, νομίζανε πως είμαστε χωρισμένοι. Βλέπανε μόνο έναν μπαμπά. Ρωτούσαν: ‘‘Η μαμά πού είναι;’’, και απαντούσε ‘‘Σπίτι δουλεύει’’… και όποιος το πίστευε!».
«Έχει τύχει να τον πάρω άρρωστο στο δικαστήριο. Να ανέβω εγώ στην έδρα και πίσω στην αίθουσα να τον κρατάνε οι γυναίκες… Το έχω κάνει κι εγώ για άλλες γυναίκες που δεν έχουν πού να το αφήσουν». «Έχει τύχει να πρέπει να πάω στο δικαστήριο γιατί έχω έδρα. Τον πήρα μαζί και τον κρατούσε η συνάδελφός μου.
Του εξήγησα ότι θα πρέπει να καθίσει λίγο με τη φίλη μου. Κάθισε και μετά στο Τριμελές τον άφησα στη γραμματεία μας. Ευτυχώς το Τριμελές κρατάει λίγο. Το παιδί όμως ήταν άρρωστο και ήταν στο δικαστήριο. Αυτές είναι οι λύσεις γι’ αυτές τις περιπτώσεις».
Όσο για την ίδια την εργασία τους και ό,τι αποκομίζουν από αυτήν, δεν είναι όλα ρόδινα. Χαρακτηριστικές οι μαρτυρίες δύο δικαστίνων. Η πρώτη περιγράφει το άγχος για την έκδοση μιας ορθής δικαστικής απόφασης:
«Πάντα θυμάμαι το μυαλό μου απασχολημένο με το πώς να χειριστώ μια υπόθεση… ενώ έτρωγα. Ενώ υποτίθεται άκουγα ειδήσεις, εγώ δεν άκουγα, σκεπτόμουνα (την υπόθεση). Ή άκουγα τον σύζυγο και τα παιδιά να κάνουν κάτι κι εγώ πάντα στο πίσω μέρος συμμετείχα (μόνο) ως παρουσία… Πολλές υποθέσεις τις έλυνα στον ύπνο μου, κοιμόμουν μ’ αυτές και, θυμάμαι, ξυπνούσα κατά τη διάρκεια της νύχτας (και έγραφα κείμενα)… Πάντως το μυαλό μου είναι γεμάτο από υποθέσεις».
Ενώ η δεύτερη γέμιζε άγχος για τους κινδύνους που διατρέχουν τα παιδιά από όσα έβλεπε και αντιμετώπιζε καθημερινά μέσα από τις υποθέσεις που εκδίκαζε. Χαρακτηριστική η περιγραφή της: «Σε μια υπόθεση, θυμάμαι (ήταν υπόθεση παιδεραστίας), επί μία εβδομάδα δεν μπορούσα να ηρεμήσω… Αυτές είναι οι ψυχοφθόρες υποθέσεις… συνήθως εκεί ζοριζόμαστε πολύ όλοι… εκεί χρειάζεται τεράστια ψυχραιμία και λογική… ιδιαίτερα όταν τα παιδιά έχουν την ηλικία των παιδιών σου».
«Έχω φόβους για τα παιδιά, γιατί μεγαλώνουν σε μια κοινωνία που εγώ, λόγω δουλειάς, ξέρω ότι είναι πολύ σκληρή… Προσπαθώ να τους μιλάω για τους κινδύνους… αλλά για μένα όλοι οι άνθρωποι που είναι γύρω απ’ τα παιδιά μου είναι εν δυνάμει απειλή… Δεν εμπιστεύομαι κανέναν που πλησιάζει τα παιδιά μου. Μόνο τον άντρα μου. Άντε και τη μάνα μου!».