Η Άγκυρα χρησιμοποιεί την κατευναστική πολιτική ως προπέτασμα για να αποτρέψει ελληνική αντίδραση στα τετελεσμένα γεγονότα που επιχειρεί
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Eίναι δυνατόν η Άγκυρα να εισβάλλει στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου, αναλαμβάνοντας στην ουσία έναν νέο Αττίλα ΙΙΙ και ο έλληνας πρωθυπουργός να επισκέπτεται την Άγκυρα και να συζητά δήθεν μέτρα για τη μείωση της εντάσεως μεταξύ των δύο χωρών; Η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων στην Κυπριακή ΑΟΖ, όπως και παράλληλες παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο συμβιβάζονται με την άσκηση μιας κατευναστικής πολιτικής και με τη ρητορική της μειώσεως, δήθεν, της εντάσεως;
Υπάρχουν, δυστυχώς, παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν μιας τέτοιας ανερμάτιστης και αντιφατικής πολιτικής που κατέληξαν σε εθνική τραγωδία. Τα γεγονότα βοούσαν το 1974 ότι επέκειτο Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η τότε όμως χουντική ηγεσία, ποδηγετούμενη από τον ξένο παράγοντα, δεν ήθελε ούτε να δει ούτε να ακούσει. Επανελάμβανε στερεότυπα το μύθευμα ότι δήθεν οι Τούρκοι μπλοφάρουν και σύστηνε «αυτοσυγκράτηση» ακόμη και όταν άρχισαν να πέφτουν στον Τουρκικό θύλακα Λευκωσίας οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές.
Σήμερα ξέρουμε καλά τι ακριβώς έγινε. Ο Αμερικανός παράγων χρησιμοποίησε τον έλεγχο που είχε στη χούντα για να εμποδίσει την Ελλάδα να αντιδράσει στην Τουρκική εισβολή και να επιτρέψει να εφαρμοσθούν οι σχεδιασμοί για κατάκτηση εδάφους από τους Τούρκους στην Κύπρο. Η πολιτική αυτή δεν άλλαξε με την πτώση της χούντας. Η νέα δημοκρατική κυβέρνηση, αντί να απαιτήσει από τους Αμερικανούς σεβασμό της εκεχειρίας και να απειλήσει, σε αντίθετη περίπτωση, την Άγκυρα με άμεση επέμβαση της Ελληνικής Αεροπορίας και του Ελληνικού Ναυτικού, ανέχθηκε σιωπηρά την απρόσκοπτη συνέχιση της Τουρκικής εισβολής, με τη συνεχή αποβίβαση νέων Τουρκικών δυνάμεων και εξοπλισμού και με προπέτασμα τις ψευτοδιαπραγματεύσεις στη Γενεύη. Η Τουρκική πλευρά αποβίβασε αμαχητί δύο πλήρεις μεραρχίες και 300 άρματα μάχης. Ανέτρεψε, δηλαδή, πλήρως την ισορροπία δυνάμεων στο νησί και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον Αττίλα ΙΙ.
Η κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία θα μπορούσε να επέμβει αποτελεσματικά η Ελληνική πλευρά, χάθηκε. Αυτή ήταν η στιγμή της παραβιάσεως της εκεχειρίας και της συνεχίσεως της εισβολής και της Τουρκικής προελάσεως στο έδαφος. Όταν η Τουρκική πλευρά ολοκλήρωσε την προετοιμασία της και απεβίβασε όσες δυνάμεις ήθελε, ήταν αργά πλέον για νικηφόρα Ελληνική αντίδραση.
Η ίδια παθητική στάση εκδηλώθηκε και στο διπλωματικό επίπεδο. Αντί η Ελλάδα να απειλήσει με διεθνοποίηση της κρίσεως στην περίπτωση που η Αμερικανική πλευρά επιχειρούσε να εμποδίσει ένοπλη Ελληνική αντίδραση στην Τουρκική εισβολή, περιορίσθηκε σε μια κίνηση εντυπωσιασμού και εκ των υστέρων: Την υποτιθέμενη έξοδο της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η απόφαση αυτή είχε ολέθριες συνέπειες για την Ελλάδα, γιατί δεν ανταποκρινόταν σε πραγματική αλλαγή πολιτικής, αλλά είχε κυρίως ως στόχο την εκτόνωση της λαϊκής οργής. Επέτρεψε όμως στην Άγκυρα να αμφισβητήσει τα όρια του επιχειρησιακού ελέγχου, αεροπορικού και ναυτικού, που είχε η Ελλάδα μέχρι το 1974, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Με τον ίδιο τρόπο, σήμερα, η Τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί τη ψευτοδιαπραγμάτευση και την κατευναστική πολιτική της Ελληνικής πλευράς ως όπλο για να την καθηλώσει και να αποτρέψει την αντίδρασή της στα τετελεσμένα γεγονότα που επιχειρεί να δημιουργήσει στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν δεν αποκρύπτει την πολιτική του. Αντιθέτως τη διακηρύσσει και ασκεί ασύστολη προπαγάνδα, παρουσιάζοντάς τη, με τη γνωστή στρεψοδικία, ως δήθεν «δίκαιη» και σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο.
Οι Τουρκικές διεκδικήσεις είναι απροκάλυπτες και εντάσσονται στο όραμα του Ερντογάν για παλινόρθωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υπό νέα σύγχρονη μορφή, αλλά πάντα με κινητήρια θρησκευτική και ιδεολογική δύναμη το Ισλάμ. Η ανεύρεση σημαντικών κοιτασμάτων στην ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου και η προοπτική η Ελλάδα και η Κύπρος να επωφεληθούν από τα κοιτάσματα αυτά και να αναβαθμίσουν τον στρατηγικό τους ρόλο και την ισχύ τους προκαλεί έντονη αντίδραση στην Άγκυρα και διεγείρει τα αρπακτικά της σύνδρομα, που είναι συνυφασμένα με το Οθωμανικό της αυτοκρατορικό παρελθόν. Θέλει να εμποδίσει την Ελλάδα και την Κύπρο από το να επωφεληθούν από μια τέτοια νέα πηγή πλούτου και ισχύος και να σφετερισθεί η ίδια ένα λεόντειο μέρος του ενεργειακού αυτού πλούτου. Όχι, βεβαίως, με βάση το διεθνές δίκαιο, αλλά με βάση τη στρατιωτική ισχύ.
Ειδικότερα, η Άγκυρα επιδιώκει, ως αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου για την ανάδειξη της σε μεγάλη δύναμη, την αεροναυτική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένης της συμμετοχής της στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι της περιοχής. Αντιμετωπίζει με μεγάλη εχθρότητα τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Κύπρου και της Ελλάδος με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, όπως επίσης της Κύπρου με τη Γαλλία.
Η συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη (East Med) αποκόπτει την Άγκυρα από την περιοχή και την απομονώνει. Ο αγωγός έχει τεράστια στρατηγική σημασία για την Ελλάδα και την Κύπρο, όπως επίσης για το Ισραήλ. Το τελευταίο δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να εξαρτήσει στρατηγικά από την Άγκυρα τις εξαγωγές του φυσικού του αερίου προς την Ευρώπη.
Η Άγκυρα στοχοποιεί για τον λόγο αυτόν, κατά προτεραιότητα, την Κύπρο, επισείοντας, ως συνήθως, ως δόλωμα την προοπτική «λύσεως» του Κυπριακού. Πιστεύει ότι με τις υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς, που έχει ήδη αποσπάσει, δεν είναι μακριά από τον στόχο της να επιβάλλει μια «λύση» δύο «ίσων» μερών με νομιμοποίηση του ψευδοκράτους, παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη «λύση», διατήρηση των εγγυήσεων και «μοιρασιά» του φυσικού αερίου. Επιδιώκοντας τον στόχο αυτό, κλιμακώνει τη στρατιωτική πίεση και τις απειλές για γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Ενισχύει επίσης προκλητικά τα κατοχικά στρατεύματα. Μετέφερε προσφάτως 42 σύγχρονα άρματα μάχης τύπου Λέοπαρντ 2 και 77 τηλεβόλα μεγάλου βεληνεκούς.
Η Άγκυρα πιστεύει ότι στην περίπτωση που θα κατόρθωνε με την απειλή ή χρήση της στρατιωτικής ισχύος να σύρει την Ελληνική πλευρά σε «λύση» δικών της προδιαγραφών θα ανέτρεπε τη δυσμενή γι’ αυτήν στρατηγική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, θα ματαίωνε ενδεχομένως τον αγωγό East Med, θα διεμβόλιζε τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και θα δημιουργούσε στην Κύπρο προηγούμενο για το Αιγαίο.
Προκαλεί γι’ αυτό έκπληξη και απορία η σπουδή που επιδεικνύει η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός για δήθεν «λύση» του Κυπριακού, όταν η Άγκυρα παραμένει αμετακίνητη στις γνωστές της θέσεις. Απορία επίσης προκαλεί η εκτίμηση ότι η «λύση» του Κυπριακού θα αποτελέσει πανάκεια για τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις. Ο Τουρκικός επεκτατισμός δεν περιορίζεται στην Κύπρο και την Κυπριακή ΑΟΖ.
Η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Γιουλέρ στην Ουάσινγκτον δεν έχει σχέση μόνο με τους S-400, τα F-35 και τη Συρία. Έχει σχέση και με τους Τουρκικούς σχεδιασμούς στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η Άγκυρα επιδιώκει να εξασφαλίσει Αμερικανική σύμφωνη γνώμη για τη «συμμετοχή» της στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου μέσω μιας «λύσεως» του Κυπριακού.
Από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερη σημασία και η επίσκεψη στη Μόσχα του Κύπριου υπουργού Εξωτερικών Νίκου Χριστοδουλίδη και η συνάντησή του με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών κ. Λαβρόφ. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι έχει ουσιαστικούς στόχους και αναζητά ερείσματα μιας στρατηγικής αποτροπής.