Γ. Ποταμιάνος: Η απειλή της παραγωγικής υποβάθμισης
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Η περίοδος των Μνημονίων είχε τεράστιες συνέπειες τόσο για την ελληνική οικονομία, όσο και για κάθε εργαζόμενο ατομικά. Η συρρίκνωση της οικονομίας, η εξαέρωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, η απώλεια μεριδίων στο παγκόσμιο εμπόριο, η υποτίμηση αξιών, μισθών και ακίνητης περιουσίας αποτυπώθηκε οδυνηρά στην καθημερινότητα.
Όμως και μετά τη συμβατική λήξη των Μνημονίων δεν αντιμετωπίζεται το βασικό πρόβλημα, που είναι η παραγωγή νέου πλούτου. Η αδράνεια στο θέμα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης επιτρέπει την περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού, τη διεύρυνση της εισαγωγικής διείσδυσης και τη μετατροπή της χώρας σε οικονομία παροχής υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα, η διαφαινόμενη επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος καθιστά δυσμενείς τις προβλέψεις για σταθεροποίηση της ανάκαμψης.
Η αύξηση των εξαγωγών το 2018 ήταν ισχυρή (+7,6%) χάρη στον τουρισμό, όμως οι εισαγωγές αυξήθηκαν με διπλάσιο ποσοστό (+15%). Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης παρέμεινε αδύναμη, παρά τη βελτίωση των εισοδημάτων από τον τουρισμό, που συνέβαλε στην αύξηση του ΑΕΠ. Όμως το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών αυξήθηκε πάλι σε 2 δισ. Παράλληλα, η φοροδοτική ικανότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών έπιασε ταβάνι, ενώ αυξήθηκε σε επίπεδο ρεκόρ ο αριθμός των κατασχέσεων.
Τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο της Ελλάδας στο παγκόσμιο εμπόριο περιορίστηκε από το 0,32% το 2014 στο 0,28% το 2017. Έτσι, η ανάγκη για στήριξη της παραγωγής και των εξαγωγών είναι επιτακτική, καθώς οι εισαγωγές αυξήθηκαν 15% το τρίτο τρίμηνο του 2018, έναντι ανόδου των εξαγωγών 7,6%. Εξάλλου, οι εξαγωγές στον τομέα των υπηρεσιών αναμένεται να μετριασθούν, καθώς ο τουρισμός θα αντιμετωπίσει επιβράδυνση της ζήτησης από την ΕΕ, αλλά και ανταγωνισμό από γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία, μετά την υποτίμηση της λίρας. Διαγράφεται έτσι κίνδυνος για τον ιδιωτικό τομέα και την παραγωγή, λόγω εισαγωγικής διείσδυσης. Επιπλέον, η επιβράδυνση στις χώρες που αποτελούν τους κύριους προορισμούς της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας αλλά και τους τροφοδότες της τουριστικής βιομηχανίας είναι αρνητικός οιωνός για τη σταθεροποίηση της ανάκαμψης.
Οι επενδύσεις στο 11άμηνο του 2018 μειώθηκαν κατά 6,2% και μόνο θετικό στοιχείο ήταν οι επενδύσεις σε ακίνητα. Ακόμη και οι πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις παραμένουν πολύ προσεκτικές στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Συστηματικά προκρίνουν την περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού τους κόστους. Εξάλλου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό απορρόφησης των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, που προβλέπεται να μειωθούν τουλάχιστον 10%.
Η κατάσταση είναι ανησυχητική, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου τα χρόνια των Μνημονίων έχει εξαερωθεί, με απώλειες 24,5 δισ. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας στη διάρκεια των Μνημονίων, παρά τη δραστική μείωση των μισθών. Παράλληλα, για την εξασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων, το ΠΔΕ θα παραμείνει παγωμένο έως και το 2020, υποδηλώνοντας ότι η άνοδος των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια μπορεί να στηριχθεί μόνο στην κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Η προσέλκυση επενδύσεων όμως χωλαίνει, τόσο για ενδογενείς λόγους (χαμηλή επενδυτική βαθμίδα, αποχή εγχωρίου κεφαλαίου), όσο και για εξωγενείς παράγοντες (υστέρηση επενδύσεων στην Ευρώπη).
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης είναι η κληρονομιά των «προγραμμάτων διάσωσης». Το ποσό 88,6 δισ. «κόκκινων» δανείων, που βαρύνει τους ισολογισμούς των τραπεζών, δεν διευθετήθηκε κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις. Οι ελληνικές τράπεζες πούλησαν το 2018 «κόκκινα» δάνεια ύψους 12,5 δισ. Ωστόσο θα επιταχυνθούν οι πωλήσεις με χαλάρωση της προστασίας των δανειοληπτών, αφού η ανάγκη για τη στήριξη των τραπεζών είναι άμεση. Παράλληλα, όμως, με το θέμα της πρώτης κατοικίας, η απειλή στον τομέα της παραγωγής κρύβεται στη διευθέτηση των επιχειρηματικών δανείων.
Η χώρα, παρά τα θετικά βήματα στη δημοσιονομική πειθαρχία ή το ποσοστό μεγέθυνσης της συρρικνωμένης οικονομίας, δεν προσελκύει παραγωγικές επενδύσεις. Παράλληλα, η μειωμένη επενδυτική της βαθμίδα καθιστά δύσκολη την έξοδο στις αγορές. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου είναι υψηλότερη από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες του ευρώ, ενώ σημειώθηκε αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) στα ομόλογα πενταετούς διάρκειας.
Η παρατεταμένη επενδυτική αποχή επιμένει, παρά τις διαβεβαιώσεις της μεταμνημονιακής εποπτείας, σύμφωνα με τις οποίες «οι μεταρρυθμίσεις θα εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών». Τους τελευταίους μήνες, αντιθέτως, λόγω της επιβράδυνσης και των ευρωεκλογών, οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης χαλαρώνουν προσωρινά τη δημοσιονομική πειθαρχία για να στηρίξουν την ανάπτυξη.
Στην Ελλάδα όμως, που ήδη χρησιμοποιούνται τα δημοσιονομικά περιθώρια του 2019 και του 2020, εκτός των φετινών παροχών, δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες δημοσιονομικής χαλάρωσης, όσο διαρκεί ο καταναγκασμός για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ.