Μπορούν, άραγε, οι Έλληνες να ορθοδρομήσουν;
Του NΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΝΟΜΗ
της Ακαδημίας Αθηνών
Η Ιστορία, έτσι απλά, αναφέρεται στη γνώση, κυρίως, της ιστορίας της ανθρωπότητας, μελετά και καταγράφει τις ανθρώπινες πράξεις, επιζητώντας να τις παρουσιάσει σε ομαδικά αποτελέσματα. Για να γίνει σωστά αυτό, πρέπει ο ιστορικός να γνωρίζει τις πηγές, να είναι σε θέση να τις αξιολογήσει κριτικά, χρησιμοποιώντας την κρίση του για τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται. Με τη διαδικασία αυτή προκύπτει μια αποδεκτή communis opinio για τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος.
Στον κλάδο της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, ωστόσο, τελευταία, δυστυχώς, δεν επικράτησε η καθιερωμένη αυτή μέθοδος. Αντί ο ιστορικός να μελετά τα γεγονότα με την περιρρέουσα ατμόσφαιρά τους και να παίρνει απέναντί τους κριτική στάση, κατευθύνει τις απόψεις του χωρίς κριτική εξέταση των πηγών προς την ιδιαίτερη ιδεολογία που πρεσβεύει. Τα ιδεολογήματα αυτά είναι αβάσιμα γιατί δεν στηρίζονται στις συγκεκριμένες πηγές, αλλά επιπλέον αγνοούν γενικότερα την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων. Θα χρησιμοποιήσω ανωνύμως πέντε παραδείγματα για την άποψή μου αυτή:
1. Καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, τόσο στα γραπτά του όσο και στις προφορικές του δηλώσεις, αποδεικνύεται ότι δεν έχει σχέση με την καλώς εννοούμενη ιστοριογραφία. Π.χ., αναφέρθηκε στη γενοκτονία της Άλωσης της Τριπόλεως, που διέπραξαν οι Έλληνες, αγνοώντας την ακριβή έννοια του όρου γενοκτονία. Αρνείται επίσης ότι ο σφαγιασμός του Μικρασιατικού Ελληνισμού του Πόντου και αλλού στη Μικρά Ασία από τους Νεότουρκους είναι γενοκτονία. Όμως η νεότερη ελληνική ιστοριογραφία, νομίζω ορθά, καταλόγισε την παραπάνω σφαγή ως μέρος γενοκτονίας.
Η Βουλή των Ελλήνων συζήτησε το θέμα και απεφάνθη ότι πρόκειται για γενοκτονία, γιατί οι Νεότουρκοι σκόπιμα αφάνισαν μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν ένα αμιγώς εθνικό κράτος. Όμως ο καθηγητής, χωρίς να εξηγήσει πού βασίζει την ανιστόρητη γνώμη του, επιμένει στην άποψή του, συμπαρασύροντας και άλλους επιστήμονες της ίδιας ιδεολογίας. Άλλος μάλιστα καθηγητής του Παντείου υποστηρίζει επιπλέον ότι οι Έλληνες στα γεγονότα του 1919 και εξής άσκησαν γενοκτονία εις βάρος των Τούρκων.
2. Άλλος καθηγητής του ΕΚΠΑ ισχυρίζεται ανακριβώς ότι ο όρος «Έλλην» από την εποχή της επικράτησης του χριστιανισμού έως την Επανάσταση του ’21 σήμαινε μόνο ειδωλολάτρης. Αυτό είναι τελείως ανιστόρητο, γιατί το όνομα «Έλλην» ουδέποτε έπαυσε να αναφέρεται στην εθνότητα των Ελλήνων, ακόμη και την Εποχή των Πατέρων (3ος – 4ος αιώνας), οπότε χρησιμοποιούνταν από αυτούς με τη σημασία του ειδωλολάτρη. Μετά την εποχή αυτή, Έλλην σήμαινε γενικά στη Βυζαντινή Εποχή και εξής τον κάτοχο της ελληνικής εθνότητας, και ήδη τον 15ο αιώνα ο Λάσκαρις χρησιμοποιεί τον όρο «Νεότεροι Έλληνες».
Ο ίδιος επιστήμονας διερωτάται αν ο πολιτισμός που διέδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος στην οικουμένη ήταν νοτιοσλαβικός, ελληνικός ή τοπικός μακεδονικός. Τους ισχυρισμούς αυτούς εξετάζω αλλού σε ανακοίνωσή μου για τη συνέχεια ή μη της ελληνικής εθνότητας, την οποία αρνείται ο καθηγητής μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του. Δεν μπήκε τουλάχιστον στον κόπο να μελετήσει τις πηγές για το νοτιοσλαβικό κράτος και να αντιληφθεί τη χρονική διαφορά του ενός γεγονότος από το άλλο. Υπάρχουν αναφορές ότι οι Σλάβοι, που ήταν γνωστοί ήδη από την εποχή του Ηροδότου, μετακινούνταν μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως και οι Γερμανοί, ενώ αργότερα έκαναν ληστρικές επιδρομές στα όμορα με αυτούς κράτη. Αν ήθελε να τηρήσει και στοιχειωδώς τους κανόνες της ιστοριογραφίας, θα έβλεπε ότι οι νότιοι Σλάβοι δημιούργησαν κάποιου είδους κράτος μόνο από τον 7ο αιώνα και εξής .
Επομένως απέχουν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου χίλια περίπου χρόνια και δεν επιτρέπεται καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας να είναι τόσο ανιστόρητος, ώστε να ισχυρίζεται ότι πιθανόν ο πολιτισμός τον οποίο διέδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος μπορεί να είναι νοτιοσλαβικός. Σημειωτέον ότι το ίδιο πράγμα με τον καθηγητή ασπάζονται και μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ. Σήμερα ωστόσο οι ίδιοι οι Σκοπιανοί ομολογούν ότι ο πολιτισμός τους ουδεμία σχέση έχει με εκείνον της Μακεδονίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τόσο ο έλληνας πρωθυπουργός όσο και το κυβερνών κόμμα σεμνύνονται ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών διευκρινίστηκε ότι η Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ουδεμία σχέση έχει με τους νότιους Σλάβους.
3. Ιστορικός της νεότερης Ελλάδας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου σε δύο βιβλία του ισχυρίζεται ότι ο Ελληνικός Στρατός από άκρατο εθνικισμό κατέκτησε τη Μακεδονία. Η άποψή του είναι ότι η Μακεδονία θα έπρεπε να κηρυχθεί «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και όχι να προσαρτηθεί στην Ελλάδα. Εδώ έχουμε ένα άλλο είδος ιστορικού, ο οποίος δεν μπορεί να εννοήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής όπου εξελίσσονται τα γεγονότα. Συγκεκριμένα παραβλέπει τον άκρατο εθνικισμό της εποχής, όταν Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι συνήψαν τη συμμαχία για να ελευθερώσουν τους υπόδουλους συμπατριώτες τους.
Σε μια τέτοια κατάσταση είναι κατανοητό ότι όλα δεν τακτοποιούνταν όπως θα ήθελαν οι σημερινοί εθνομηδενιστές, που παραβλέπουν ότι περιοχές ελληνικότατες, όπως του Μοναστηρίου, της Φιλιππούπολης και της Ανατολικής Ρωμυλίας, κατελήφθησαν από τους συμμάχους της Ελλάδας και παρέμειναν στην εξουσία των κρατών που τις κατέλαβαν πρώτοι. Αυτοί, δηλαδή οι εθνομηδενιστές, δραστηριοποιούνται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπου, δυστυχώς για διάφορους λόγους, πολλοί καθηγητές σιωπούν, ενώ οι δήθεν προοδευτικοί όχι μόνο βρίσκονται στα ΑΕΙ, αλλά είναι και οι αγαπητοί σύμμαχοι της εξουσίας, ωθώντας την με την υποστήριξή τους σε επιζήμιες εθνικές ενέργειες.
4. Έλληνας ιστορικός, που δίδαξε στην Τουρκία και αργότερα στον Καναδά την οθωμανική ιστορία, σε βιβλίο του αναφέρεται στο παιδομάζωμα, την πασίγνωστη αυτή πρακτική των Τούρκων, που άρπαζαν χριστιανούς νέους, τους οποίους εξισλάμιζαν και ως μουσουλμάνους ανέτρεφαν είτε για να καταταγούν στον στρατό ή μερικοί από αυτούς για να υπηρετούν τον σουλτάνο. Ο έλληνας ιστορικός διατείνεται ότι η πρακτική αυτή των Τούρκων και το γεγονός του εξισλαμισμού δεν ήταν βίαια. Υποστηρίζει, δηλαδή, ότι οι χριστιανοπαίδες εκούσια προσέρχονταν στο παιδομάζωμα, επειδή είχαν την ευκαιρία να ανέλθουν σε ανώτερα αξιώματα.
Τόση εντύπωση μου προξένησε το πράγμα, ώστε αναζήτησα, για την ορθή πληροφόρησή μου, το κλασικό σύγγραμμα για την οθωμανική αυτοκρατορία του τούρκου καθηγητή Halil Inalcik, που μου επιβεβαίωσε ότι τόσο η αρπαγή όσο και ο εξισλαμισμός ήσαν πράγματι βίαια. Προφανώς η προσπάθεια του έλληνα καθηγητή εντάσσεται στην ομαδική προσπάθεια των ελλήνων εθνομηδενιστών να παρουσιαστεί η οθωμανική αυτοκρατορία ως προοδευτικό κράτος, αφού έδινε στους υπηκόους της την ευκαιρία για κοινωνική ανέλιξη.
5. Μια άλλη λέκτορας πανεπιστημίου και εξέχον μέλος του ΕΛΙΑΜΕΠ όχι μόνο υποστηρίζει ανιστόρητα πράγματα, αλλά και προβαίνει σε καταγγελίες της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για δήθεν κακοποίηση των 200.000 Σλαβομακεδόνων που βρίσκονται στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι αντιμετωπίζονται από την ελληνική κυβέρνηση με «καταστολή και γενοκτονία». Οι Ελιαμεπίτες δεν μπορούν να διατυπώσουν και την εξής στοιχειώδη σκέψη σχετικά με τον πολιτισμό που σύμφωνα με τους ιστορικούς διέδωσε στην οικουμένη ο Μέγας Αλέξανδρος. Δεν γνωρίζουν δηλαδή αν ο πολιτισμός που διέδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ελληνικός ή αυτός των ανύπαρκτων τότε πολιτισμικά Σκοπίων.
Είναι τόσο αδαείς, ώστε δεν καταδέχονται να ανοίξουν ένα σοβαρό σύγγραμμα, όπως των Rostovtzeff – Fraser, για να συνειδητοποιήσουν ποιοι ήταν αυτοί οι Έλληνες που με τη δράση τους δημιούργησαν τον ελληνιστικό πολιτισμό στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του, στον οποίο παρεμπιπτόντως στηρίχτηκε μέχρι τέλους και η ρωμαϊκή διοίκηση.
Ύστερα από τέτοιες απόψεις, απορεί κανείς πώς ενισχύεται η Ελλάδα στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπως διαβεβαίωσε τους ακαδημαϊκούς κατά τη βράβευση του ΕΛΙΑΜΕΠ ο συνάδελφος κ. Διαμαντούρος. Το θλιβερό του πράγματος αυξάνεται, γιατί οι εθνομηδενιστές βρήκαν και ξένους οπαδούς. Έτσι, ο καθηγητής Charles Stewart του Πανεπιστημίου του Λονδίνου σε άρθρο του («Hellenisms», 2008, σελ. 273, επιμ. K. Zacharia) γράφει: «Πρόσφατα έγιναν στρατηγικές να πεισθεί η διεθνής κοινότητα να αναφέρεται στη χώρα ως Ελλάς, με το οποίο διευκρινίζουν και επαναβεβαιώνουν (εννοείται οι Νεοέλληνες) τον ισχυρισμό για καταγωγή από τους αρχαίους».
Είναι καιρός που προβληματίζομαι, προσπαθώντας να βρω τον λόγο για τον οποίο οι Νεοέλληνες στρέφονται μεταξύ άλλων εναντίον της χώρας τους και πιστεύω ότι ο λόγος είναι ψυχολογικός. Από τη μία, πολλοί Νεοέλληνες, χωρίς καμία γνώση, συμπεριφέρονται ως εάν να είναι συνεχιστές των ένδοξων προγόνων μας και, χωρίς καμία επίγνωση της αξιοθρήνητης κατάστασής μας ως σύγχρονου λαού, διακηρύσσουν ότι οι πρόγονοί μας ευρήκαν περίπου τα πάντα:
Ο κ. Πλεύρης δεν αρκείται στην ψευδή ελληνοποίηση του Καρλομάγνου και του Ναπολέοντα, προσθέτοντας ότι και ο Χριστός ήταν Έλληνας, ενώ ο μόλις απελθών πρόεδρος της Ακαδημίας σε πανηγυρικό λόγο του ενώπιον του νοήμονος κοινού της πρωτεύουσας, τον οποίο εν συνεχεία δημοσίευσε στην εφημερίδα «Εστία», διακηρύσσει ότι το πρώτο αλφάβητο παγκοσμίως ήταν ελληνικό, και μάλιστα το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός συνέβη το 1400 π.Χ., και άλλες φαντασιώσεις, όπως η μη ύπαρξη της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών, η ανακήρυξη του Πλάτωνα σε εισηγητή της συγκριτικής γλωσσολογίας κ.ά.
Η άλλη μεγάλη κατηγορία Ελλήνων, τάχατες προοδευτικών, αρνείται τα πάντα και ανιστόρητα διακηρύσσει ότι η ένδοξη πορεία της ελληνικής εθνότητας στην Ιστορία είναι απλά μύθος. Η δεύτερη κατηγορία βρίσκεται μάλιστα με την εξουσία και γι’ αυτό επηρεάζει περισσότερο τα πράγματα στην εποχή της παρακμής.