ΕΥΤΥΧΙΑ ΘΑ ΠΕΙ…

ΕΥΤΥΧΙΑ ΘΑ ΠΕΙ…


Συγγραφέας
ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΡΙΤΑ


Η Βίλα Ευτυχία φιλοξενεί επτά ηλικιωμένους ανθρώπους, τρεις άντρες και τέσσερις γυναίκες, πλούσιους και κάποτε διάσημους, οι οποίοι έχουν ένα κοινό στοιχείο: είναι όλοι τους άκληροι. Όταν η νεαρή γιατρός Μελίνα Γκρέι περνά την πύλη της πολυτελούς βίλας, έχοντας αναλάβει τη θέση της παθολόγου, δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτή η απόφαση θα αλλάξει ολόκληρη τη ζωή της. Κυνηγημένη και η ίδια από τα φαντάσματα και τα μυστικά του δικού της παρελθόντος, θεωρεί εξαιρετική την ευκαιρία που της δίνεται με αυτή τη θέση εργασίας, ώστε να κρυφτεί από όσα και όσους την καταδίωκαν. Μα μέσα σε όλα τα συγκλονιστικά που ανακαλύπτει στο σπίτι αυτό για τον εαυτό της, τους ανθρώπους και την ίδια τη ζωή, για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως ευτυχία θα πει…

Απόσπασμα βιβλίου

Ε κανε μερικά βήματα πίσω και κοίταξε τη ζαρντινιέρα από πιο μακριά αυτή τη φορά. Τίποτα. Καμιά διαφορά. Ούτε από κοντά ούτε από μακριά τής άρεσε η σύνθεση των φυτών εκεί πάνω. Ξεφύσηξε εκνευρισμένη και φώναξε το όνομα του κηπουρού της με αυτόν τον χαρακτηριστικό τρόπο που έκανε τη φωνή της να ακούγεται πολύ στριγκή.
«Θοδωρήηη!»
Αυτό το παρατεταμένο «η» στο τέλος έκανε τον άντρα να σπεύσει να εμφανιστεί μπροστά της μέσα σε δευτερόλεπτα. Η αλήθεια ήταν πως βρισκόταν ήδη εκεί κοντά και σε ετοιμότητα. Ήξερε πως είχε αυτοσχεδιάσει αρκετά τη μέρα εκείνη και φοβόταν πως είχε υπερβεί τα όρια. Η αφεντικίνα του μπορεί να τον εμπιστευόταν, αφού τον είχε επιλέξει ανάμεσα από αρκετούς υποψήφιους, αλλά αν ο Θοδωρής δεν ακολουθούσε τις οδηγίες και τα γούστα της κατά γράμμα, άκουγε άγρια κατσάδα.
«Εδώ είμαι, κυρά μου! Στις διαταγές σας!» της είπε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση ταυτόχρονα. Πάντα με χιούμορ αντιμετώπιζε τα ξεσπάσματά της, αφού ήξερε πως δε θα διαρκούσαν για πολύ ούτως ή άλλως.
«Κυρά να πεις τη μάνα σου! Άκου κυρά! Σου έχω πει ότι με εκνευρίζει να με λες έτσι, επίτηδες το κάνεις;» τον ρώτησε αγριοκοιτάζοντάς τον.
Ο Θοδωρής χαμογέλασε και για άλλη μια φορά έμεινε να την κοιτά σκεπτόμενος πόσο όμορφη θα ήταν αυτή η γυναίκα στα νιάτα της. Όμορφη και δυναμική, απόλυτα γοητευτική. Όχι ότι και σήμερα, στα εβδομήντα της χρόνια, ήταν άσχημη δηλαδή – κάθε άλλο. Απλώς για τα δικά του σαράντα χρόνια σίγουρα του έπεφτε μεγάλη πλέον.
Δεν έπαυε όμως να θαυμάζει τη φινέτσα, το μπρίο της και το πόσο καλά διατηρούσε το σώμα και το πρόσωπό της. Πάντα περιποιημένη, καλοχτενισμένη, μακιγιαρισμένη, σαν φιγουρίνι περιοδικού μόδας. Κι αν ο Θοδωρής δεν ήξερε την πραγματική ηλικία της, την οποία του είχε σφυρίξει μια από τις καθαρίστριες, θα ορκιζόταν ότι η γυναίκα που είχε απέναντί του αποκλείεται να ήταν πάνω από εξήντα χρόνων.
«Παιδί μου, σου μιλάω, δεν ακούς; Τι με κοιτάς και χαζογελάς έτσι; Για τις ζαρντινιέρες σού λέω, αυτές που βάλαμε στα πάνω μπαλκόνια! Δε μου αρέσουν!» Η φωνή της τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Προφανώς κάτι του έλεγε τόση ώρα αλλά δεν την είχε ακούσει καν. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε στο σημείο που του έδειχνε. Εκείνο το πρωί τις είχε μεταφέρει και τις είχε φυτέψει ο ίδιος με πολύ μεράκι, βάζοντας όλο του το ταλέντο για να δημιουργήσει κάτι εντυπωσιακό.
«Τι δε σας αρέσει, κυρία Ευτυχία; Ένα ποίημα είναι, μια πανδαισία χρωμάτων κι αρωμάτων! Άλλαξε ολόκληρη η πρόσοψη του κτιρίου από αυτή την πλευρά!» «Ναι, άλλαξε κι έγινε σαν λαϊκό πανηγύρι! Σου είπα εγώ να βάλεις πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε; Δε σου είπα θέλω λευκά και μόνο λευκά; Κρινάκια, γεράνια, γαρίφαλα, τριαντάφυλλα, ό,τι έβρισκες, δε με νοιάζει! Όμως μόνο λευκά! Ήθελα ένα αριστοκρατικό αποτέλεσμα που να δένει με το υπόλοιπο κτίριο. Γιατί δε με άκουσες κι έκανες του κεφαλιού σου;» επέμεινε εκείνη με αυστηρό ύφος.
«Για καλύτερα το έκανα, μη φωνάζετε. Δε σας αρέσει, κανένα πρόβλημα, θα τις αλλάξω. Απλώς είπα να δίναμε λίγη ζωή με τα χρώματα, άνοιξη είναι. Σκέφτηκα πως…»
«Δε σε πληρώνω για να σκέφτεσαι, Θοδωρή! Αν θέλουμε χρώματα, έχουμε άπειρα λουλούδια στον πίσω κήπο να χορταίνουν τα μάτια μας! Εδώ μιλάμε για αρχιτεκτονική αρμονία! Βγάλ’ τα και φύτεψέ τα πίσω στο παρτέρι, αριστερά και δεξιά από το κιόσκι. Κι εδώ να μου βάλεις τα λευκά. Να τα δω πρώτα, κι αν είναι εντάξει, θα βάλουμε και στα από κει μπαλκόνια. Τώρα θα το κάνεις! Μέχρι το απόγευμα τα θέλω όλα έτοιμα! Κατανοητό;»
Ο Θοδωρής δεν απάντησε τίποτα, παρά μόνο στάθηκε προσοχή μπροστά της κι έφερε το χέρι του σε στρατιωτικό χαιρετισμό στο κεφάλι του, χτυπώντας ταυτόχρονα το πόδι του στο έδαφος. Στη συνέχεια έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε.

> Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για την συγγραφέα

Η ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΡΙΤΑ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Από μικρή ηλικία έγραφε διηγήματα, εμπνευσμένα από την καθημερινότητα, και στο σχολείο αρκετές εκθέσεις της είχαν διακριθεί και βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Σπούδασε ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία, αλλά τα τελευταία χρόνια την κέρδισε ο κόσμος των επιχειρήσεων και του μάρκετινγκ. Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη πωλήσεων σε κατασκευαστική εταιρεία στη Γλυφάδα. Έχει δική της στήλη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Flowmagazine με τίτλο «Ταξίδι στην αυτογνωσία». Έχει μια κόρη και το χόμπι της είναι τα ενυδρεία. Λατρεύει τα ζώα και πολύ συχνά γράφει ιστορίες με πρωταγωνιστές τα αγαπημένα της χρυσόψαρα. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν δώδεκα μυθιστορήματά της, σε 330.000 αντίτυπα μέχρι σήμερα.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Λογοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-2846-8
ISBN Ebook: 978-618-01-2746-1

Δείτε το βίντεο του βιβλίου


Σχολιάστε εδώ