Να τι πρέπει να γίνει για τα «κόκκινα» δάνεια

Να τι πρέπει να γίνει για τα «κόκκινα» δάνεια

-120 δισ. ευρώ χάθηκαν από τις τράπεζες τα χρόνια της κρίσης
-Τα πραγματικά κεφάλαια των τραπεζών είναι 5,2 δισ. ευρώ

Ουσιαστικές προτάσεις για να απαλλαγούμε από τον βραχνά των «κόκκινων» δανείων κατέθεσε ο ιδρυτής και πρώην πρόεδρος του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς Μιχάλης Σάλλας, έχοντας απόλυτη γνώση της σημερινής οικονομικής κατάστασης των τραπεζών και των δυνατοτήτων που έχουν να στηρίξουν και να σώσουν δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που κινδυνεύουν να χάσουν ό,τι έχτιζαν μια ζωή. Όταν μάλιστα έχουν πληρώσει πάρα πολύ ακριβά τη θυελλώδη κρίση, με τα 120 δισ. ευρώ που χάθηκαν από τις καταθέσεις τους στις τράπεζες, όπως επισημαίνει σε άρθρο του στην «Καθημερινή»:

«Δεν πρέπει να ξεχνάμε [άρα κάποιοι μεγαλόσχημοι που κουνάνε το δάχτυλο στους έλληνες πολίτες το ξεχνάνε] ότι στα χρόνια της κρίσης το εθνικό προϊόν μειώθηκε κατά 30%, ενώ χάθηκαν από τις τράπεζες 120 δισ. καταθέσεις.

Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες δίνουν μάχη για να κρατηθούν σε ένα στοιχειώδες επίπεδο, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες νέοι, κυρίως επιστήμονες, μετανάστευσαν για να ‘‘χτίσουν’’ το μέλλον τους».

Τι πρέπει να γίνει τώρα
Η λύση δεν είναι εύκολη, όταν μάλιστα σήμερα «τα πραγματικά κεφάλαια των τραπεζών έχουν υποχωρήσει στα 5,2 δισ. ευρώ, χάνοντας 68% ή 11,1 δισ. ευρώ από τον Ιούνιο του 2016», όπως επισημαίνει ο Μιχάλης Σάλλας, παρουσιάζοντας την αληθινή κατάσταση που έχουν δημιουργήσει τα «κόκκινα» δάνεια.

Υπογραμμίζει, συγκεκριμένα:
«Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ΝPEs, σύμφωνα με όσα έχουν δημοσιοποιήσει οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, θα πρέπει να μειωθούν στα 32,7 δισ. ευρώ το 2021.

Αυτό και μόνον συνεπάγεται μία μείωση κατά 50 δισ. ευρώ στο χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι τότε, χωρίς να υπολογίζονται τα κόκκινα δάνεια που βρίσκονται καθ’ οδόν. Από αυτά τα 50 δισ., ένα τμήμα αφορά, όπως εκτιμάται, δάνεια τα οποία πρόκειται να πωληθούν σε εξειδικευμένα funds.
Η αποτίμησή τους σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών μπορεί να φθάσει τα 20 δισ.

Στην περίπτωση που ο μέσος όρος τιμών αυτών των προς πώληση δανείων είναι, στο αισιόδοξο σενάριο, να δοθούν στο 30% της ονομαστικής αξίας τους, τότε αυτόματα θα χρειαστούν μόνο γι’ αυτά τα 20 δισ. και αφαιρουμένων των προβλέψεων, τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ νέα κεφάλαια. Για την αντιμετώπιση του συνόλου της μείωσης κατά 50 δισ. ευρώ μέχρι το 2021 θα απαιτηθούν προς ανάλωση 9-10 δισ. σε κεφάλαια. Η εξεύρεση μετοχικού κεφαλαίου αυτής της τάξης, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, δείχνει αλλά και είναι μία αρκετά δύσκολη υπόθεση.

Από τις 30/6 του 2016 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2018 (τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία) η μόνη θετική εξέλιξη στους ισολογισμούς των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι η αύξηση των καταθέσεων κατά περίπου 11%.

Την ίδια περίοδο, όμως, το συνολικό τραπεζικό ενεργητικό μειώθηκε περίπου 22% ή 70 δισ. ευρώ, ενώ τα ίδια κεφάλαια συρρικνώθηκαν κατά 26,3% ή κατά 9,5 δισ. ευρώ. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η μείωση στα ενσώματα ίδια κεφάλαια, δηλ. σε αυτά που απομένουν αφού αφαιρεθούν οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις από τα ίδια κεφάλαια».

Η διέξοδος
Ο έμπειρος τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας προτείνει τη διευθέτηση μέσω «sale and lease back» στεγαστικών δανείων που έχουν μεταφερθεί σε οριστική καθυστέρηση. Η πρότασή του είναι η εξής:

• «Α. Στην περίπτωση που το δάνειο υπερβαίνει την εμπορική αξία του ακινήτου παρέχεται δυνατότητα στο πλαίσιο του leasing να επεκταθεί ο χρόνος του δανείου 10-15 χρόνια με μικρή αύξηση επιτοκίου.
Ουσιαστικά, δηλαδή, να είναι εφικτή η ετήσια εξυπηρέτηση του δανείου από τον οφειλέτη και να ανταποκρίνεται σε ένα στοιχειώδες μίσθωμα, τουλάχιστον για το 80% της εμπορικής αξίας του ακινήτου.

Μετά από περίοδο 10ετίας-15ετίας θα μπορεί ο οφειλέτης να αποκτήσει το ακίνητο καταβάλλοντας την υπόλοιπη αξία της χρηματοδοτικής υποχρέωσης αν αυτή είναι χαμηλότερη της εμπορικής αξίας ή να καταβάλει την υπόλοιπη χρηματοδοτική υποχρέωση αφαιρουμένου του ποσού κατά το μέρος που η χρηματοδοτική υποχρέωση υπερβαίνει την αξία του ακινήτου.

• Β. Αν το υφιστάμενο υπόλοιπο του δανείου είναι μικρότερο του 100% της εμπορικής αξίας η έ­νταξη στη διαδικασία παρέχει δυνατότητα επέκτασης του δανείου κατά 10-15 χρόνια, άρα σημαντική μείωση της ετήσιας τοκοχρεολυτικής υποχρέωσης.
Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα επαναπόκτησης του ακινήτου στη λήξη της συμβατικής υποχρέωσης ή οποτεδήποτε κατά τον χρόνο της μισθωτικής σύμβασης, στην αξία που το απέκτησε η τράπεζα.
– Sale and lease back, στο οποίο θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να ενταχθούν και δάνεια επαγγελματιών και ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων που έχουν ως εξασφάλιση πρώτη κατοικία».

Γιατί πρέπει να δημιουργηθεί μια «bad bank»
Πάει, όμως, και παραπέρα ο πρώην πρόεδρος του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, προτείνοντας τη δημιουργία μιας «bad bank». Το γιατί το εξηγεί παρακάτω:

«•  Ο ειδικός φορέας ‘‘bad bank’’, ο οποίος θα συγκεντρώνει όλα τα καταγγελμένα δάνεια σε ενιαία πλατφόρμα, έχει τη δυνατότητα να τα ξεκαθαρίσει πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά αλλά και με μικρότερο κόστος.

• Αν οι τράπεζες σχηματίσουν ειδικό φορέα ‘‘bad bank’’ και μεταφέρουν σε αυτόν τα καταγγελθέντα επιχειρηματικά δάνεια 23-25 δισ. ευρώ, τα οποία έχουν προβλέψεις 15-16,5 δισ. ευρώ, τότε η ‘‘bad bank’’ καλείται να διαχειριστεί δάνεια που έχουν αποτιμηθεί στα 8-9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την αξία που έχουν στα βιβλία των τραπεζών.

Αν τα δάνεια αυτά αποφασιστεί να πωληθούν από την ‘‘bad bank’’ π.χ. στο 20% της ονομαστικής τους αξίας, τότε τα προς αναζήτηση κεφάλαια για να καλυφθεί η ζημία, μετά και την αφαίρεση των κεφαλαιακών δεσμεύσεων, ανέρχονται σε περίπου 2,5 δισ. για όλες τις τράπεζες.

Δηλαδή, περίπου 0,6 δισ. κατά μέσον όρο για την κάθε μία. Το πρόβλημα, ακόμα και γι’ αυτό το ποσό, ασφαλώς δεν είναι απλό, ειδικά την περίοδο αυτή.

Η μειωμένη κατά 46% χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών, έναντι του Ιουνίου 2016, αποτρέπει τους υφιστάμενους μετόχους να επενδύσουν εκ νέου, αλλά και δεν ενθαρρύνει νέους επενδυτές. Ωστόσο, επειδή τα χρήματα δεν θα απαιτηθούν άμεσα, υπάρχει χρόνος για να μελετηθούν εναλλακτικές πηγές».


Σχολιάστε εδώ