Η ανθρωπιά ευτυχώς ακόμη ζει στις μικρές πόλεις…

Η ανθρωπιά ευτυχώς ακόμη ζει στις μικρές πόλεις…


Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ


19 Φεβρουαρίου 2019 και λόγω της τηλεόρασης, του φερέφωνου όλων των γεγονότων, η καρδιά χτυπά με ρυθμούς απελπιστικής λύπης, καθώς ακούει τραγικά νέα, ανθρώπινες απώλειες, χτυπήματα το ένα πάνω στ’ άλλο, που μάταια προσπαθείς να αποφύγεις, να μην ακούσεις, να κλείσεις τα αυτιά σου βλέποντας μόνο τα χείλη των εκφωνητών, που πάλλονται αναφερόμενοι σε άτυχους συνανθρώπους μας.

Οι Αρχάνες του Ηρακλείου της Κρήτης είναι ένα πανέμορφο χωριό, με δήμαρχο σύγχρονο και απόψεις μοντέρνες. Το έχω επισκεφθεί αρκετές φορές λόγω συγγενών εξ αγχιστείας κι ένιωσα από την πρώτη φορά τη μυρωδιά του άχυρου, της πράσινης γης, με τα χίλια βότανα, μυρωδιές ξεχασμένες από καιρό. Ένα μεγαλοχώρι, γειτονιά θα έλεγα, που όλοι γνωρίζονται και όλοι ζουν στην καθημερινότητά τους με τα προβλήματα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας.

Τα πρωινά, το πλατειάκι με τα μικρομάγαζα έσφυζε από ζωή και τα σούρτα-φέρτα στης Φρόσως, στης Ζωής, στης Αντιγόνης, στου Λαλάκη, ενώ το βράδυ τα φώτα, κρεμασμένα από δέντρο σε δέντρο, έλαμπαν εκτυφλωτικά μέσα στη σκοτεινιά των βουνών που στέκουν γύρω του. Αυτή η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η αγάπη φάνηκε στις Αρχάνες με το ξεκλήρισμα της οικογένειας, ένα πέρα απ’ τα ανθρώπινα τέλος τεσσάρων ανθρώπων, όπου η φύση ανυπέρβλητη, με τον δυναμισμό της, τους έστειλε σε έναν ύπνο ατέλειωτο, άδικο και μοιραίο στον βυθό ενός χειμάρρου.
Εκεί ένιωσα τι σημαίνει γείτονας και συνοδοιπόρος.

Ένα ολόκληρο χωριό θρηνούσε και θρηνούσε πραγματικά. Αλαφιασμένοι, φοβισμένοι, με τα χαρακτηριστικά τους τραβηγμένα από θλίψη, μίλαγαν, θαρρείς, για τα παιδιά τους, τις μάνες, τα αδέλφια τους. Τραγικό και παρήγορο σημάδι όλης αυτής της εικόνας η ανθρωπιά, που ακόμη ζει και υπάρχει στις μικρές πόλεις της πατρίδας μας. Εκεί που οι κοινωνίες κρατούν ακόμη τα πατροπαράδοτα, που γιορτάζουν και θρηνούν όλοι μαζί, που στις γιορτάδες στέλνουν ακόμη τις λαμαρίνες στον φούρνο, που ζυμώνουν το ψωμί στα καυσόξυλα, εκεί που η γέννα είναι δουλειά της κυρα-μαμής, εκεί όπου το ξόμπλι είναι χάμου και όχι κακία.

Θα μπορούσαμε να δεχτούμε με ικανοποίηση την εξέλιξη της κοινωνίας μας, με τα μέσα που έχει προσφέρει, κάνοντας τη ζωή πιο εύκολη, και να κρατήσουμε τη συμπόνοια, την ανθρωπιά μας στον διπλανό μας. Για εκείνον τον 84χρονο, που η ψυχή του και η καρδιά του το έλεγε ακόμα, μεσημέρι Τρίτης, όταν τον είδα στο γυαλί της τηλεόρασης να έχει ακόμα τα κουράγια να φτιάξει το καμένο σπίτι του, ένιωσα το μεγαλείο του ανθρώπου που πάντα θέλει να έχει τη γωνιά του, που αναζητά τους κόπους του στ’ αποκαΐδια ενός νοικοκυριού που 40 χρόνια πάλευε να φτιάξει.

Και εκεί η φύση φάνηκε σκληρή, όπως και στις Αρχάνες. Θαρρώ πως η φωνή του, τρεμουλιαστή, συγκροτημένη, και τα μάτια του, που έδειχναν την απελπισία του για το χάσιμο των κόπων μιας ζωής, θα βρουν ανταπόκριση, θα κάνουν τις συνειδήσεις να ξυπνήσουν, ώστε να γυρίσουμε πίσω σε μια ζωή πιο ανθρώπινη, να φτιάξουμε τις γειτονιές μας, που σήμερα είναι απρόσωπες. Ζεις σε μια πολυκοσμία αγνώστων, οι οποίοι κινούνται αμίλητοι, στρυφνοί, κλεισμένοι στον δικό τους κόσμο, σαν να φοβούνται να ξεθαρρέψουν, να χαμογελάσουν στον ήλιο, που κάθε πρωί διώχνει το σκοτάδι για να μας χαρίσει μια μέρα ίσως καλύτερη. Και αυτό είναι ένα δώρο που δεν έχουμε ακόμα καταλάβει πόσο μεγάλο είναι.


Σχολιάστε εδώ